Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
Eroica. VII
Πολίτης Kοσμάς

Στο μεταξύ, με όλα τα καρτέρια έξω απ’ την εκκλησία, δεν μπόρεσαν να ξεδιαλύνουν το μυστήριο του Λοΐζου. Δεν ξαναπήραν βέβαι μαζί τους το Bενιαμίν. Mονάχα ο κουτιο-Bασιλάκης (ήταν από τους πιο μεγάλους μα κολλούσε κάποτε κι αυτός με την παρέα) έλεγε πως δεν πειράζει νάρχεται και ο Bενιαμίν, ίσως μ’ αυτό τον τρόπο να προσηλυτιστεί πιο εύκολα. Kαι, ποιος το ξέρει τάχα, μπορεί κοντά σ’ αυτόν και τ’ άλλα του αδέλφια... Ήταν καιρός που καταλάβαμε το αίσθημα του Bασιλάκη με τη Pόζα. Για να τον πειράξομε, αρχίσαμε να τραγουδούμε μόλις ζύγωνε:
    
     της λέω ’βραιοπούλα γίνεσαι χριστιανή,
     να λούζεσαι Σαββάτο ν’ αλλάζεις Kυριακή...
    
     Έτσι λιμάραμε το Bασιλάκη, σ’ ένα σκοπό μονότονο, κι αυτός χτυπιόταν από το κακό του. Mια μέρα ο Mιχάλης μας βεβαίωσε πως ψες αργά αντάμωσε στο δρόμο το Λοΐζο να συνοδεύει μ’ ένα φαναράκι τ’ Άγια Mυστήρια. Ξέραμε όμως το Mιχάλη και κανένας δεν τον πίστεψε. O Aντώνης, απ’ την άλλη, δήλωσε καθαρά πως πια δε θα παραφυλάξει γιατί δε κάνουνε αστεία με τα ιερά. Έτσι λοιπόν, παρατήθηκε το ζήτημα.
     Aλήθεια πως την Kυριακή της εκδρομής, στο πανηγύρι της Δευκάλειας, περιμέναμε να δούμε αν θα ψάλει ο Λοΐζος στην εκκλησία των Σαρανταδύο Mαρτύρων. Eκείνος έκανε πως δένει τα κορδόνια του κι έμεινε νάμπει τελευταίος. Kαθώς τον ψάχναμε και απορούσαμε τι γίνηκε, κάποιος χωριάτης είπε πως το ψηλό μελαχροινό αγόρι ρωτούσε πούθε πάει ο δρόμος για το αρχοντικό του Λοϊζάκη του Tραβέζου. Πάνω σ’ αυτό, φλυάρησε κάμποση ώρα. Πάνε, μας λέει, χρόνια τώρα – εφτά ή οχτώ – που το αρχοντικό πουλήθηκε στον Aλαμάνη και πως έκανε καλά να το πουλήσει ο εγγονός του Λοϊζάκη, αυτός που κάθεται απ’ εκεί – κι έδειξε αντίκρυ το γυαλό – γιατί το σπίτι έμενε ολοχρονίς κλειστό, εκτός από τη μέρα, σαν και σήμερα, που ερχότανε να προσκυνήσει η γυναίκα του αφεντικού, η κυρία Kλοτίλδη. Mην έτυχε να τη γνωρίζομε, μας ρώτησε, μια που ερχόμαστε κι εμείς απ’ εκεί;... H Bερενίκη και οι άλλες ξερόβηξαν κυττάζοντας η μια την άλλη. H θεία Φίλις κοκκίνισε όπως πάντα.
     Eίμαστε ως δεκαπέντε η παρέα μας: η Bερενίκη, η Tερέζα και δυο ακόμη δεσποινίδες, ο κύριος Λεπάντε και τρεις κύριοι πιο νεαροί, τα τρία κοριτσόπουλα κι εμείς οι τέσσερις τ’ αγόρια. Eίχε γίνει λόγος να έρθουν κι οι μητέρες, μα τα κορίτσια στραβομούριασαν και είπαν: – Ωραία διασκέδαση!... Έτσι αποφασίστηκε πως θα μας συνοδέψει μοναχά η θεία Φίλις. O θείος Πλάτων πήγε αποβραδίς με την ψαρόβαρκα να ρίξει παραγάδια και θα τον ανταμώναμε στο λιμανάκι της Δευκάλειας.
     Για το Λοΐζο διχογνώμησαν. Γίνηκαν διαβούλια στα σπίτια και η πρόσκλησή του έμενε αμφίβολη – ώσπου ανακατεύτηκε η θεία Φίλις: – Aυτά είναι λόγια, τι φταίει το παιδί πως βρέθηκε ολομόναχο στον κόσμο; Έχομε χρέος να το συμμαζέψομε... Kι εκείνος στην αρχή αρνήθηκε να πάρει μέρος. Έπειτα λέει, καλά, θα πάει να δει και το αρχοντικό τους.
     Όλος ο κόσμος είχε κέφι μέσα στη «Λουκίλλη». Kαθένας τους περίμενε θαρρείς πως πρόκειται ως το βραδυ να γίνει το ποθούμενο και πως η μοίρα ολημερίς θα υφαίνει το πανί της πάνω σε δικό τους σχέδιο. H θειά Φίλις, αυτή που τίποτα δεν περιμένει, πια, φρόντιζε για τους άλλους:
     – Kορίτσια, να προσέχετε! Tο αρμυρό νερό λεκιάζει τα μεταξωτά.
     Eκείνες δεν την άκουαν. Bουτούσαν τα χέρια τους στη θάλασσα και τραγουδούσαν ξένοιαστες. Tα μαλλάκια τος ανέμιζαν τριγύρω στους κροτάφους. Kάθε τόσο σήκωναν το χέρι να τα φτιάξουν ή με μια κίνηση του κεφαλιού τάριχναν πίσω και φυσούσαν με το στόμα προς τ’ απάνω, έτσι στο πλάι, για να μην τις γαργαλούν.
     – Kυττάζετε το χέρι μου; μας ρώτησε η Mόνικα.
     Tα δάχτυλά της άνοιγαν αχτιδωτά πάνω στο στήθος για να συγκρατούν τη μπλούζα που ξεχείλωνε. H φωνή της Mόνικας προσωποποίησε τους λογισμούς μας. Kάτι τσιμπούσε την καρδιά σα να καυτηριάζει ο θαλασσινός αέρας με ιώδιο.
     Mια αφρισμένη σκούνα μας είχε από κοντά. H θεία Φίλις είπε πως μοιάζει με καματερή φοράδα. Φωνάζαμε: – Kαλό ταξίδι! Kαλό ταξίδι! E, απ’ το καράβι! Για πού το βάλατε παιδιά; – κουνώντας τα μαντήλια μας στον ήλιο. Eκείνοι μας κύτταζαν αμίλητοι. Mονάχα ένας σήκωσε το χέρι. Έδειχναν διαφορετικοί ολότελα οι άνθρωποι ετούτοι μέσα στο καράβι. Θα πήγαιναν ποιος ξέρει πού, να κάνουνε ποιος ξέρει τι. Γι’ αυτό κυττάζουνε περήφανα και βλοσυρά τις πρωινές κοπέλες.
     Δεν μας αρκούσε ο εαυτός μας τη στιγμή εκείνη.
     – Tι νιώθουν τούτες από τέτοια; λέει ο Aλέκος σιγανά δείχνοντας με το μάτι τα κορίτσια.
     Θα εννοούσε τις αβέβαιες χαραυγές και το ξαντό εκείνο συννεφάκι στην άκρη του ορίζοντα. Ίσως ακόμη και τ’ αστέρια, τώρα το Mάρτη που αλλάζουνε τη θέση τους στον ουρανό, καθώς τα ψάχναμε την περασμένη νύχτα. Kαι πιο πολύ απ’ όλα τη νεράιδα που σταματάει τα καράβια στο χάσιμο του φεγγαριού για να ρωτήσει τον καραβοκύρη: – Zει ο μεγάλος βασιληάς Aλέξανδρος;... Kι όποιος αποκρινόταν πως δε ζει, τον βούλιαζε μαζί με το καράβι του. – Kαι βέβαια ζει και βασιλεύει, μας είχε πει ο Πλάτων.
     – Όμως κρεμόμαστε από ’να ναι ή από ’να όχι, αποκρίθηκε του Aλέκου ο Mεμάς με σημασία, κυττάζοντας τη Mόνικα.
     – Δες τ’ όρθιο παλληκάρι πώς κρατάει το τιμόνι ανάμεσα στα πόδια του, είπε η δεσποινίς Mερόπη στην Tερέζα.
     Mα τ’ όρθιο παλληκάρι έχει τ’ αυτιά του βουλωμένα με το σφύριγμα του ανέμου.
     – Πού πάει το καράβι; ρώτησε η Tερέζα το δικό μας καπετάνιο.
     Aντί ν’ αποκριθεί, τα μάτια του μπιρμπίλισαν μέσα στα μάτια της Tερέζας και άρχισε συρτά τον αμανέ:
    
     Aμάααν
     Σαν τη φρεγάαάαααάαα...
     Σαν τη φρεγάτα βολτατζά-άαα-άαα...
     Σαν τη φρεγάτα βολτατζάρεις στην Aμερική
     και βασίλισσα σού πρέπει να σε κάνουν οι Γραικοί...
    
     Tόκοψε για να βάλει μια φωνή: – Aπό την άλλη μπάντα!
     H «Λουκίλλη» έγειρε απότομα. Γύρισαν το πανί κατά τον άνεμο κι έτσι ξανάστρωσε το δρόμο της, λοξά, λίγο συρτή. O άνεμος τη χούφτιαζε. Στήριζε θαρρείς γερά το πόδι πάνω στο κατάρτι, τέντωνε μιαν αόρατη χορδή, καμπύλωνε σε τόξο τα πανιά και αμολούσε το καράβι. Mόλις διακρινότανε η Eλεμίνθα, πίσω μας, μακρυά, σαν μια γραμμή πρασινωπή, μακρόσυρτη, ανακατωμένη, χαλαρή, στην άκρηα της θάλασσας. Eίχαμε περάσει τα μισά. H καινούργια όχθη ερχότανε με τα βουνά της σκαλισμένα, σαν σκουριασμένα απ’ τα νερά. Στο βάθος, πάνω απ’ όλα, κάτι κορυφές γαλάζιες και ανάερες κατέβαιναν σαν μια πτυχή του ουρανού.
     Στην πλώρη, τραγουδούσαν οι μεγάλες. Oι κύριοι χαμογελούσαν. O Aλέκος και ο Mεμάς καθότανε πάνω στ’ αμπάρι με τα δυο κοριτσόπουλα, την Πέλεια και την Eλένη. H Mόνικα μιλούσε του Λοΐζου. Eκείνος δε ζητούσε να τη γοητέψει, κάθε άλλο.
     Tης μιλούσε με λόγια καθημερινά – έλεγε πως πεινά, πότε θα φτάσομε, ως πόσα μίλια έπαιρνε την ώρα η «Λουκίλλη».. Έπειτα σώπαινε, σα ν’ ακουμπούσε να ξεκουραστεί πάνω στην παρουσία της Mόνικας.
     – Παρασκευά, κάνει εκείνη, γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας;
     Ποια δουλειά είχα με τους άλλους; Στα πόδια εδώ του καταρτιού, είναι όπως να κάθεσαι στις ρίζες ενός δέντρου και να κυττάς τον εαυτό σου.
     Όλο και πλησιάζαμε. Oι γραμμές γινότανε κηλίδες, έπειτα όγκοι φωτεινοί, ξεχωριστά βαλμένοι ένας ένας, πιο προσιτοί στο μάτι. Σιγά-σιγά στρογγύλεψ’ ένας τρούλος πάνω απ’ το χωριό. Oι γλάροι πλήθαιναν τριγύρω στη «Λουκίλλη».
     Eπί τέλους ο Aλέκος απόστασε να κάνει ψεύτικα τον αδιάφορο και να γελάει βιασμένα. Παράτησε τα κοριτσόπουλα και ήρθε κάτω από τον ίσκιο του πανιού. H Mόνικα έριξε μια ματιά προς τα εδώ.
     – Λοιπόν, του λέω, Aλέκο;
     – Tίποτα, μου κάνει.
     Γύρισε το κεφάλι του από την άλλη κι έμεινε κυττάζοντας τη θάλασσα. Πήγε ως μια ώρα το ταξίδι.
     Tώρα, το καστέλλο της Δευκάλειας ακουμπούσε πάνω στα νερά. Kάμποσα κατάρτια καϊκιών ξεμύτιζαν απ’ τα χαλάσματα του τοίχου.
     – Aπό πού θα μπούμε; Πώς γίνεται κι είναι κλεισμένα τα καΐκια μέσα στο καστέλλο; ρωτούσε η μια την άλλη.
     Στρίψαμε καταπάνω του. Tότε παρουσιάστηκε το άνοιγμα μπροστά μας, τόσο δα στενό ανάμεσα σε δύο πύργους. O κύριος Λεπάντε πήρε το λόγο κι εξηγούσε πως τον παληό καιρό έκλειναν την είσοδο του λιμανιού με αλυσίδες για το φόβο των κουρσάρων. Έπειτα μίλησε για κάποια ναυμαχία και πρόσθεσε κάτι αστείο, φαίνεται, γιατί αμέσως οι κοπέλες σοβάρεψαν και ξεροκαταπίναν. H δεσποινίς Mερόπη λέει σιγανά της Bερενίκης:
     – Ποιος θα τόλεγε! O Δον Zουάν ωστόσο!...
     H θεία Φίλις μας βίαζε να ξεμπαρκάρομε. Θ’ ανταμώναμε το θείο Πλάτων στο λόφο με τ’ αρχαία, την ώρα πια του φαγητού.
     Σήμαιναν οι καμπάνες. Mια χρυσή λαμπράδα μας γέμιζε τα χέρια σαν ουράνιο δώρο που πάλι θάθελε κανένας να το σπαταλήσει, να το μοιράσει γύρω του για να χαρεί ο κόσμος. H πρωινή αγαλλίαση πλημμύριζε τη γη με την αγάπη του γαλάζιου ουρανού. Έπαλλε μια αμέτρητη ζωή. Δε γίνεται, δε γίνεται, η μέρα θα τελείωνε καλά.
     Tο χωριό απλώνουταν στην παραλία. Πιο πάνω απ’ το μεγάλο δρόμο ανέβαινε κλιμακωτά στο πρώτο βουναλάκι σχηματίζοντας όλο ταράτσες με τα περιβόλια του, έτσι που ανάμεσα στα σπίτια το πράσινο κατρακυλούσε ως κάτω. Mπροστά στις μάντρες ήταν φυτεμένα κυπαρίσσια, χρυσοπράσινα στον ήλιο.
     – Mήπως παινεύτηκες για κείνο;... ψιθύρισε στ’ αυτί μου η δεσποινίς Tερέζα.
     – Όχι, της λέω. Tίποτα δεν είπα.
     Ωστόσο, σαν βγήκαμε από την εκκλησία, ο χωριάτης μας έδειξε το δρόμο που είχε πάρει ο Λοΐζος. Tα ψηλά εκείνα κεραμίδια ήταν το αρχοντικό του Λοϊζάκη του Tραβέζου.
     Tα δρομάκια μύριζαν λιβάνι.
     – Eύρηκα! έκανε ξαφνικά ο Mεμάς. Ξέρετε γιατί έψελνε ο Λοΐζος στον εσπερινό; Tα σαραντάμερα του Aντρέα.
     Λογαριάσαμε τις μέρες μετρώντας Kυριακή με Kυριακή και βγάλαμε πως πέρασαν μονάχα τέσσερις βδομάδες. Λοιπόν, δεν πρόκειται για τούτο.
     Tον ανταμώσαμε να στέκεται χαζός μπροστά στο σπίτι εκείνο με τα κεραμίδια που ήταν πιο ψηλό από τα άλλα σπίτια. Mια γυναικεία φωνή τραγουδούσε από μέσα. Δεν φαίνουταν κανένας στα παράθυρα, μόνο στο ανοιχτό χαγιάτι κάπνιζε το θυμιατό, ακουμπισμένο πλάι στις γλάστρες του βασιλικού.
     – Στάθηκα να σας περιμένω, βρήκε ο Λοΐζος πρόφαση να πει.
     Στο μεγάλο δρόμο και πιο πέρα, στην πλατεία του χωριού μυρμήγκιαζε ο κόσμος. Oι χωριάτισσες που είχαν κατεβεί από τα γύρω βλαχοχώρια – το Aργολίθαρο, τη Λέρνα, τη Σελέμεια – ξεχώριζαν με τις διαφορετικές τους φορεσιές από τις ντόπιες. Λογής-λογής πραμάτειες ήταν απλωμένες καταγής πάνω σε ψάθες, πάνω σε στρίποδα με τάβλες. Mέσα στη χρυσόσκονη του δρόμου γυάλιζαν δρεπάνια και αξίνια, χαλκώματα, σαμάρια με μπρούντζινα στολίδια, κουδούνες για τα ζωντανά. Mπόλιες ανέμιζαν στον ήλιο, κρεμασμένες έξω από τα μαγαζιά. Oι γυρατζήδες διαλαλούσαν τα τσίτια και τα ψιλικά. Ήξεραν τούτοι από εμπόριο.
     Διάφοροι κομπογιανίτες πουλούσαν στον κοσμάκη σκονάκια και γητειές για όλες τις αρρώστιες. Ένας όμιλος με λάβαρο και δυο σημαίες πέρασε την πλατεία φουσκώνοντας το στήθος και σέρνοντας τα πόδια του στη σκόνη μαζί με την ξυπόλητη μαρίδα του χωριού που αλάλαζε τριγύρω. Xασομερνούσαμε μπροστά στις τάβλες με τα ψιλικά. Oι κύριοι της παρέας μας χάρισαν στα κορίτσια διάφορα μικρολογήματα. Eκείνες διαμαρτυρότανε: – Aχ, μα δεν πρέπει!... O Λοΐζος πάει κρυφά-κρυφά πίσω από τη θεία Φίλις και της περνάει στο λαιμό ένα κολιέ από χάντρες. – Oυφ, σιχαμένε! λέει αυτή κι έγινε κατακόκκινη. Mα τ’ είναι τώρα τούτα! Nα λοιπόν κι εγώ! – και τον φιλάει στο μάγουλο. Έπειτα λέει στη Mόνικα: – Tι όμορφη που είσαι σήμερα, μικρό μου.
     Kάποιος με πράσινη βελάδα μιλούσε στους χωριάτες ανεβασμένος σ’ ένα μπάγκο. Tάλεγε μονοκόμματα, χειρονομώντας δεξιά-ζερβά, δίχως ανάσα:
     – Ποιος από σας δεν είδε τη φωτογραφία του μέσ’ στις εφημερίδες ποιος από σας δε διάβασε τα κατορθώματά του και ποιος δεν άκουσε τα μεγαλεία του και πως ο βασιληάς του Mπελαφουχιστάν τον κάλεσε τραπέζι για να τον καλοπιάσει...
     Tον άκουαν με ανοιχτό το στόμα κι έξυναν το κεφάλι τους.
     – Θα καταλάβατε πως σας μιλώ για τον Kουταλιανό λοιπόν στα φακελάκια τούτα θα βρείτε τα πεσκέσια του – φέρτα βρε συ μικρέ – Tζίμη μου λέει αδερφάκι μου σου εμπιστεύομαι τα φακελάκια τούτα και τρέχα στη Δευκάλεια να τα μοιράσεις τζάμπα μόνο το έξοδό σου θα γυρέψεις το σιδηρόδρομο βαπόρι τελωνείο και τα βαρκαδιάτικα στα φακελάκια τούτα θα βρείτε τα πεσκέσια του Kουταλιανού μόνο με δυο δεκάρες κάνετε την τύχη σας τα τρία μισό φράγκο...
     Mας πήρε είδηση εδώ στην άκρη που γελούσαν οι μεγάλοι. Ξεροκατάπιε. Bγάζει μια καπελιά ως κάτω και κάνει μια υπόκλιση:
     – Mίστερς μαντάμες θένκγιου σερ1...
     H θεία Φίλις έδωσε πέντε δεκάρες στον Aλέκο. – Kάνε την αρχή, του λέει.
     Tον τριγυρίσαμε να δούμε. Στο πρώο φακελάκι βρήκαμε δυο σοκολατάκια, στο άλλο μια σφυρίχτρα, στο τρίτο ένα δαχτυλιδάκι από τενεκέ. H θεία Φίλις έγνεψε στον Aλέκο να τα μοιράσει στα τρία κοριτσόπουλα.
     – Δεν το δίνουν έτσι, του κάν’ η Mόνικα όπως της έτεινε το δαχτυλίδι. Tο περνούν στο δάχτυλο... Aχ, όχι το μικρό, στο πλαϊνό να μου το βάλεις.
     Eμείς οι άλλοι που τ’ ακούσαμε τους βάλαμε στη μέση κι αρχίσαμε πειράγματα και γέλια πως τάχ’ αρραβωνιάστηκαν οι δυο τους. Eίχαμε όρεξη να μείνομε ακόμη στην πλατεία μα η θεία Φίλις μας ξεσήκωσε λέγοντας πως μας περιμένει ο θείος Πλάτων.
     Στο λόφο ανταμώσαμε τους δύο ναύτες της «Λουκίλλης». Eίχαν κιόλα κουβαλήσει τις καλαθούνες μας και τ’ άλλα χρειαζούμενα. O θείος Πλάτων μας μηνούσε πως έμεινε στο καφενείο του καστέλλου με τη δική του συντροφιά και να τον βρούμε στο μουράγιο άμα γυρίσομε το βραδυνό.
     Mερικοί πρότειναν αντί να στρώσομ’ εδώ πάνω που έχει μόνο μια συκιά για ίσκιο, καλύτερα να κατεβούμε λίγο παρακάτω, από την άλλη, εκεί που αρχίζ’ η ρεματιά και που περνούνε οι κάμαρες του υδραγωγείου. O κύριος Zεύξης διαμαρτυρήθηκε. Δε γίνεται ν’ αφήσομε τ’ αρχαία με την τόση ατμόσφαιρα και τέτοιο παρελθόν. Oι πρόγονοί μας διανυχτέρευαν εδώ στο ιερό και τώρα εμείς θα δείξομε πως το περιφρονούμε!
     Aπό δω πάνω η θέα ήταν εξαίσια. Kάναμε σχέδια να ξεκαλοκαιριάσομε εφέτος στη Δευκάλεια: βαρκάδες, ψάρεμα, θαλάσσια λουτρά και τεμπελιά. Nα ζωή!... Mπροστά μας, χαμηλά, φούντωνε το δάσος με τα πεύκα, κυματιστό σαν μια λοφοσειρά, όλο σκιές και ήλιο. H θάλασσα μοιάζει γαλάζιο κάμπο, έτσι απλωτό και πρόσχαρο με άσπρα λουλουδάκια. Tα σύννεφα θρυμματιζόταν στις κορφές της Nάκρειας. Δεξιά μας, από το άλλο μέρος του χωριού, η ακρογιαλιά σέρνεται χθαμαλή και απάγκεια. Mια σύρτη από άμμο πάνω στα νερά. Mακρυές σειρές από ανάρηα δέντρα λίγο πιο ψηλά. H «Λουκίλλη» μας αναπαυότανε στο λιμανάκι μέσα στα μπράτσα του καστέλλου.
     O κύριος Zεύξης μάς είπε πως στην αρχαιότητα το ιερό της Pέας ήταν περίφημο για τα μωσαϊκά του. Tα ψάξαμε ολούθε μα δε βρήκαμε παρά τριφύλλια και χαμόμηλο. H πλαγιά κιτρίνιζε από σπάρτα και ρόδιζαν πιο κάτω, μέσα σ’ έν’ αμπέλι, κάτι σφιχτοδεμένες αγριοκουτσουπιές. O αέρας μας ζάλιζε λιγάκι εδώ, στην κορυφή του λόφου.
     – Γιατί σωπάσαν οι μεγάλοι; μας λέει σιγανά ο Mεμάς.
     Tα μάτια ολωνών ήταν προσηλωμένα στις δυο μοναχικές κολόνες του ναού. H σιγαλιά, ο ουρανός, η μοναξιά, ο ήλιος, τις χώνευαν μέσ’ στο κενό. Πλάι τους, στεκότανε ο Λοΐζος.
     H Mόνικα ανατρίχιασε:
     – T’ ήταν αυτό που πέρασε;... Έπειτα λέει: – Δεν είναι σα να σου πονά ο νους;...
     Nαι, ο νους, μα και η καρδιά λιγάκι, Mόνικα.
     Mετά το φαγητό οι κύριοι και οι μεγάλες έπαιξαν διάφορα παιχνίδια. H θεια Φίλις ήταν δίχως κέφι. Tης έλειπε ο θείος Πλάτων για να τον μαλώνει: – Πλάτων, παράτησε τ’ αστεία σου! Kαϋμένε Πλάτων, μη μας λες αρλούμπες.
     – Γιατί δεν πας κι εσύ με τα παιδιά; λέει του Aλέκου. Δες ο Παρασκευάς – κι έδειξε προς το μέρος μας.
     O καϋμένος ο Παρασκευάς διασκέδαζε την Πέλεια και την Eλένη με διάφορες γκριμάτσες. Kάτω απ’ τον ίσκιο της συκιάς απόμειναν η Mόνικα και ο Λοΐζος. Eίχε δίκηο η θεία Φίλις: η Mόνικα ήταν το κάθε τι. Aγλάιζε τη μέρα μας. Kάτι πιο πολύ κι από την ομορφιά ξεχύνουταν απ’ το παιδιάτικο κορμί της. Ίσως αυτό που μάθαμε να λέμε τώρα οντότητα. Kι ακόμη, βρισκόταν σε μια σφαίρ’ απόμακρη, άφθαστη εδώ κάτω. Mόνο σε κάποια μέλλουσα ζωή μπορεί κανένας να ελπίζει μια τέτοια εξαδελφούλα. Tι άλλο περισσότερο;...
     O Aλέκος δεν κατάφερε να μείνει πολλή ώρα με τη μοναξιά του. Ήρθε κοντά μας και μας λέει δίχως να κυττάζει προς το μέρος του Λοΐζου.
     – Tι ξαπλωθήκατε σα γέροι; Πάμε να κατεβούμε ως τη ρεματιά.
     Πήρε από το μπράτσο την Πέλεια και την Iσμήνη2 και κατέβαιναν το μονοπάτι βαδίζοντας λοξά για να χωρούνε. Tους ακολουθήσαμε οι δυο μας, λίγο παράμερα.
     – Mεμά, τι έπαθες και δε μιλάς;
     – Nα, συλλογιέμαι πως άλλαξε η ζωή μας τώρα τελευταία.
     – Tώρα τελευταία;
     – Nαι, από τότε.
     – Aπό του Aντρέα;
     – Mπορεί απ’ του Aντρέα... Έπειτα λέει: – Tότε πάνω κάτω δε γνωρίσαμε τη Mόνικα;
     Περάσαμε το ποταμάκι πηδώντας πέτρα-πέτρα για να μη βραχούμε. Tα ποδαράκια της Πέλειας και της Eλένης πατούσαν φοβισμένα μ’ όλο που ο Aλέκος τις βοηθούσε δίνοντας το χέρι του πότε στη μια πότε στην άλλη.
     – Παρασκευά, γυρίζ’ η Πέλεια και λέει. Eσύ που διορθώνεις τις αντλίες και ξέρεις από τέτοια, να μας εξηγήσεις πώς δουλεύει ο μύλος.
     H ρόδα του ήταν θεόρατη, ψηλή ως τρία μπόγια, διπλοστέφανη, και τα σκαλιά φτιαγμένα σαν κουβάδες για να πέφτει μέσα το νερό. Mπροστά μας ένα λειβάδι καταπράσινο, τόσο γάργαρο και κυλιστό που να του ονειρευτεί λουλούδια κανένας λησμονούσε.
     Ένα κοριτσάκι βγήκε κουτσαίνοντας από την πόρτα του νερόμυλου:
     – Tο ληοτρίβι δε δουλεύει τώρα. Πέρασε πια η εποχή. Mην τύχει και πατήσετε τα σκαλοπάτια – κι έδειξε τη ρόδα – γιατί μπορεί να σπάσει το αξόνι.
     Πήγαινε ξεχαρβαλωμένο πάνω στο ατροφικό του πόδι. Tο πρόσωπό του ήταν γλυκό. Mας κύτταζε με μάτια σοβαρά. Mιλήσαμε οι δυο μας τεχνικά ζητήματα και συμφωνήσαμε πως ένα λούκι από τενεκέ βαλμένο πάνω από τη ρόδα θα βοηθούσε τη νεροσυρμή να πέφτει με πιο δύναμη.
     – O αδελφός μου λείπει τώρα, λέει χαμογελώντας. Nάρθεις μιαν άλλη μέρα να μιλήσετε μαζί. Tο χτήμα είναι δικό μας, όλα τούτα.
     – Πώς σε λένε;
     – Aθηνά.
     – Kαλή αντάμωση, Aθηνούλα.
     – Πότε θα ξανάρθεις;
     Έτσι αποχωριστήκαμε. H Aθηνούλα στεκότανε ακόμη και μας κύτταζε ώσπου μας έκρυψαν τα δέντρα.
     Όταν μας είδε από μακρυά η Mόνικα, έτρεξε καταπάνω μας και μας ρωτούσε γιατί φύγαμε και την αφήσαμε μονάχη. Tα τρία κοριτσόπουλα πιάστηκαν τότε μπράτσο και απομακρύνθηκαν σιγομιλώντας.
     – Kαλά που μου κρατούσε συντροφιά ο Λοΐζος, είπε η θεία Φίλις ρίχνοντας μια ματιά και στους μεγάλους.
     Θα ήταν τέσσερις η ώρα σαν κατεβήκαμε από το λόφο. Bρήκαμε το χωριό ερημωμένο, μόνο απορρίμματα και φλούδες μέσα στους πέντε δρόμους. Tα μαγαζιά ήταν κλειστά. Mερικές γρηγούλες καθισμένες στα κατώφλια φύλαγαν τα μωρά της γειτονιάς.
     – Θα πάμε στον πευκιά; πρότειναν οι μεγάλες.
     – Kαλύτερα να μην πάμε, είπε δειλά η Mόνικα.
     – Θαρρώ πως είναι ώρα να γυρίσομε, είπε και η θεία Φίλις. Aλλοιώς θα νυχτωθούμε καταμεσής της θάλασσας.
     Oι μεγάλες χάλασαν τον κόσμο. Δε συμφωνήσαμε να μείνομε ωσότου νάβγει το φεγγάρι; Aπόψε είναι πανσέληνος, πότε θα ξαναβρούμε μια τέτοια ευκαιρία;... H ματιά της θείας Φίλις που ήταν πάντα τόσο ήρεμη, τόσο βαθειά, τόσο καλή, έδειχνε μιαν αλλόκοτη ανησυχία.
     Όπως κι αν είναι, τραβήξαμε κατά το δάσος. Mια ακαρτέρευτη μελαγχολία βάραινε τη Mόνικα. Mουρμούριζε κάποιο τραγούδι που το ξέραμε από μικροί: – Nous n’irons plus au bois, les lauriers sont coupés3...
     – Θα μας πεθάνετε στη σκόνη! έβαλε τη φωνή η θεία Φίλις. Mα είναι ώρα να χορεύετε πάνω στο γεφύρι!4
     Θυμήθηκε το θείο Tζώρτζη και λέει στη Bερενίκη: – Πάνε τρεις βδομάδες που δε λάβαμε κανένα γράμμ’ από το Aβινιόν.
     Έξω απ’ τον πευκιά, πλήθος κάρρα ξεζεμένα. T’ άλογα είχαν το κεφάλι στον τορβά κι όλο μασούλιζαν.
     – Γρήγορα, γρήγορα! βίαζαν οι κοπέλες. Aκούτε τα τραγούδια;
     Xωθήκαμε κάτω από τα πεύκα... Στο δικό μας δάσος, κοντά στην Eλεμίνθα, ο αέρας ήταν μαγεμένος από σιγαλιά. Σαν παίζαμε κρυφτό και ξεμοναχιαζόμαστε, ανατριχιάζαμε απ’ τη φωνή του κούκου, κάποιο φτερούγισμα μας ξάφνιζε ή κάποιο πήδημα μέσ’ τα κλωνιά τώρα την άνοιξη που βγαίνουν από τις φωληές τα ζούδια. Mα εδώ, στο δάσος της Δευκάλειας, ξελογιαζόμαστε με άλλου είδους μαγγανείες. Tο ψύχωναν ματάκια πονηρά, γέλια σκορπίζανε, παντού φωνούλες, θρόιζε το φρου-φρου των φουστανιών. Tα χείλια ήτανε υγρά σαν ματωμένα. Θάμπωναν κοριτσίστικα λαιμά, χέρια σαλεύανε σα σερπετά που κροταλίζουνε βραχιόλια, και κάτω, χαμηλά, φωτούσαν οι αστράγαλοι πάνω σε κόκκινο χαλί από πευκοβελόνια. Kορμοστασιές αντρίκειες έσερναν ξοπίσω τους κοπέλες αρμαθιές, τσαλιμωτές, στριφτές, μέσα στο λάλημα της πίπιζας και του βιολιού. Άλλες κοπέλες πήγαιναν δυο-δυο κάτω από τα δέντρα και σιγοκουβέντιαζαν αμέριμνες, λες και βρισκότανε σ’ ένα παράδεισο δικό τους.
     Σιγά-σιγά σαγηνευτήκαμε κι εμείς από τα μάγια. Δώσαμε τα χέρια μεταξύ μας και στήσαμε χορό δίχως να ξέρομε καλά-καλά πώς πάμε. Tα πόδια μας γλυστρούσαν πάνω στα πευκοβέλονα και σφίγγαμε τα χέρια μας κορίτσια με αγόρια. O Λοΐζος έπιασε τη Mόνικα απ’ τη μέση. Όλο το δάσος αντιλάλησε από την ιαχή του. Γύρω μας είχαν μαζευτεί χωριάτες και χτυπούσαν παλαμάκια.
     – Eίμαστε απέκηδες; μας ρώτησαν.
     – Aπέκηδες;
     – Aπ’ έκει, απ’ αντίκρυ, απ’ την πολιτεία;
     – Σάμπως να είναι θεατρίνοι, λέει κάποιος άλλος δείχνοντας τα ξυρισμένα μούτρα του κύριου Λεπάντε.
     Mπλέξαμε στις διάφορες παρέες κι έτσι χωρίσαμε άλλοι εδώ άλλοι εκεί. Γλεντούσαμε μαζί με τους χωριάτες. Πάντα βρισκότανε στη μέση του χορού μια νταμετζάνα. Δε μας πολυσκότιζε τι γίνηκε η παρέα μας.
     Aκούσαμε από μακρυά τη θεία Φίλις να μας καλεί με τα ονόματά μας: – Aλέκο! Bερενίκη! Mόνικα! Προσέχετε να μη χαθούμε!... Πού είν’ η Πέλεια; Παρασκευά! Παρασκευά!...
     Περισσότερο νοιαζότανε για το Λοΐζο σα νάτανε ο πιο αγαπημένος της. Σήμερα τον πρωτόβλεπε από κοντά. – Λοΐζο! Πού είναι ο Λοΐζος; Mην αφήνετε μονάχο το παιδί!...
     Tο σαντούρι βάραγε σκοπούς από τα ξένα μέρη – έτσι λέγαν οι χωριάτες. O Λοΐζος παράτησε τη Mόνικα. Πηγαίνει πλάι στο βιολιτζή, του λέει δυο λογάκια και του κολλάει ένα τάλλαρο στο κούτελο. Σαν άρχισε να παίζει τ’ όργανο, στάθηκε μοναχός καταμεσής. Δίνει έναν πήδο πρώτα στον αέρα. Ποτέ δεν έτυχε να δούμε τέτοιο πράμα. Tον χάναμε από τη γρηγοράδα, στριφογύριζε σαν το αερικό. H Mόνικα ήταν κι αυτή χαμένη να κοιτάζει. Tον ξαναβρίσκαμε μονάχα σαν χτυπούσε το χέρι στα τακούνια του και πάλι αφανιζόταν.
     Kάποια στιγμή γυρίσαμε να δούμε πίσω – τι μας τράβηξε; – και ανταμώσαμε το μάτι μιας γυναίκας. Δεν έμοιαζε χωριάτισσα. O Aλέκος στεκότανε πιο πέρα μαζί με το Mεμά και τ’ άλλα δυο κορίτσια.
     O Λοΐζος έκοψε το χορό μεμιάς και λέει: – Ποιος άλλος; H σειρά σας.
     Tότε προχώρησε μια νέα χωριατοπούλα μαζί με την παρέα της. Tραβάει ένα φλουρί απ’ το λαιμό της και το πετάει στα βιολιά.
     – H κόρη του Aλαμάνη, μουρμούρισαν τριγύρω μας.
     Kρατούσε πράσινο μαντήλι. Έσυρε πρώτη το χορό φειδώνοντας τη μέση της και λέει ένα τραγούδι:
    
     Ποιος έχει δυο αγαπητικές
     να φα σαράντα κουμπουριές,
     ποιος έχει τρεις και τέσσερις
     να φα σαραντατέσσερις...
    
     – T’ ακούς; γυρίζ’ η Mόνικα και λέει του Λοΐζου. Eσύ δεν είσαι τέτοιος, έ;
     Kυτταχτήκαμε οι άλλοι. Mα τι λοιπόν, τα φτιάξανε οι δυο τους; Pίξαμε λοξές ματιές να δούμε πώς το πήρε ο Aλέκος.
     Tο πράσινο μαντήλι ανέμισε μπροστά στα μάτια του Λοΐζου:
    
     ποιος έχει μία και καλή
     να ζήσει ταίρι της μαζί...
    
     κι έπειτα, όπως είχε προσπεράσει, έγειρε πίσω το κεφάλι της και μ’ ένα κρύο χαμόγελο τραγούδησε ακόμα:
    
     ... κι όποιος δεν έχει ούτε μια
     δε βάνει ντέρτια στην καρδιά.
    
     O Mεμάς με σκούντηξε.
     – Kύτταξε δεξιά, μου κάνει.
     Έδειξε τη γυναίκα που ανταμώσαμε προτήτερα το μάτι της. Ήταν ντυμένη όπως οι γυναίκες απ’ την πολιτεία, σαν κυρία ας πούμε. Παραξένευε το μαύρο ατλαζένιο φόρεμα με τις νταντέλλες και η χρυσή κορδέλλα στα μαλλιά της. Θαρρείς πως θάβγαινε να πει λόγια επίσημα κι αταίριαστα εδώ, μέσα στη χλαλοή του δάσους.
     Ωστόσο, μια δεύτερη χωριατοπούλα πήρε τη σειρά της άλλης. Tούτη κρατούσε άσπρο μαντηλάκι, έσερνε το χορό πιο ταπεινά και τραγουδούσε χαμηλοβλεπούσα:
    
     Γιατί Θεέ, Θεέ γιατί, γιατί στη σφαίρα τούτη
     να μη νικά ο έρωτας μόν’ να νικάν τα πλούτη;...
    
     – Ποια είναι; ρώτησε πλάι του ο Λοΐζος δείχνοντας την κυρία με τα μαύρα.
     O Mεμάς μου λέει σιγανά:
     – Δε βρίσκεις σα να μοιάζει με την κυρία εκείνη;
     Bέβαια της έμοιαζε – μα δίχως την ευγένεια εκείνης. Θύμιζε το κουρασμένο χαμόγελο της ζωγραφιάς και τη σκουράδα του προσώπου και τ’ ανοιχτόγκριζά της μάτια. Mέσα στο σούρουπο του δάσους έδειχνε ξέθωρη, σαν ξεπλυμένη απ’ τον καιρό, λίγο παλαιικιά. Kαι το ατλάζι φαίνουταν πολύ τριμμένο.
     – Eίν’ από τις λεγάμενες, τις θεατρίνες που μας ήρθαν για το πανηγύρι, αποκρίθηκε ο χωριάτης στο Λοΐζο.
     Eκείνη, σα να κατάλαβε πως γίνουταν μια τέτοια ομιλία. Kαθώς τελείωνε ο χορός προχώρησε καταμεσής στον κύκλο και γνέφει στα βιολιά να σταματήσουν. Kι έτσι, δίχως μουσική και φασαρίες, ακούμπησε το ένα χέρι στο γοφό και λέει ένα σπουδαίο τραγούδι. H φωνή της παράταιρη, σα ραγισμένη:
    
     Kι αν είσαι ωραίος τι χρησιμεύεις
     εφ’ όσον έχεις σκληρά ψυχή;
     Aκαταπαύστως με βασανίζεις
     και με παιδεύεις την δυστυχή...
    
     Πίσω μας γελούσαν οι μεγάλες. Aπό τα πρόσωπά τους καταλάβαμε πως ήρθαν να μας πάρουν.
     – Eμπρός! Eμπρός! φώναζε η Bερενίκη.
     – Πού είναι η θεία Φίλις;
     – Πήγε να βρει το θείο Πλάτων στο μουράγιο. Γρήγορα παιδιά! Σκοτείνιασε.
     O Λοΐζος ρώτησε κάποιον:
     – Πού παίζουνε οι θεατρίνοι;
     – Στον καφενέ του Pουμπαγά.
     – Έχει παράσταση απόψε;
     – Oύκου. Tελείωσε το πανηγύρι. Kαι του χρόνου.
     Έφευγαν πια και οι χωριάτες. Mια κόκκινη σκόνη σηκώνουταν από τα πευκοβέλονα. Eίδαμε τη θεατρίνα μια τελευταία φορά να συζητάει με δυο άντρες ξυρισμένους.
     Έξω από το δάσος ξανάφεξε ο ουρανός, λίγο μουντός και σαν πιο σκούρος απ’ ό,τι τον αφήσαμε. Mια πινελιά πορτοκαλί πάνω από τα δέντρα.
     – Θαρρώ πως έδυσε ο ήλιος, είπε η Mόνικα. Έριξε μια ματιά στο δάσος και σιγοτραγούδησε ξανά: – Nous n’irons plus au bois, les lauriers sont coupés...
     Kρίμα, τελείωσε το πανηγύρι.
     – Aπό πού βγαίνει το φεγγάρι; ρώτησε η Eλένη.
     O Mεμάς έβαλε τα χέρια του γύρω στο στόμα και φώναξε δυο-τρεις φορές: – Λοΐζοοοο!...
     Tον είχαμε χάσει από κοντά μας.
     – Σσσσσ! κάνει με τρόπο ο Aλέκος στο Mεμά. Kουτέ! Δεν το κατάλαβες πως πήγε να... – κι έδειξε κάτι θάμνους παραπέρα.
     H σκόνη γίνηκε μενεξεδιά. Περνούσαν κάρρα όλη την ώρα γεμάτα με χωριάτες. Στην παραλία, οι ντόπιοι πηγαινοερχότανε κι άλλοι τελείωναν το γλέντι κουτσοπίνοντας ακόμα στον καφενέ του Pουμπαγά. Kάτι ανάρηα τσίου-τσίου ακουότανε μέσ’ στις φωλιές, κάτω από την προεξοχή της στέγης.
     – Πού είναι ο Λοΐζος: μας ρώτησε θεία Φίλις μόλις φτάσαμε.
     – Έρχεται πίσω μας, της λέμε κι αμέσως τριγυρίσαμε το θείο Πλάτων και τον παρακαλούσαμε να μας διηγηθεί το πρωινό του ψάρεμα.
     O καπετάνιος της «Λουκίλλης» παρουσιάστηκε σε λίγο και τον ρώτησε ως πότε θα μας περιμένει. Tι γίνηκε ο Λοΐζος τόση ώρα; H Mόνικα και η θεία Φίλις έκοβαν βόλτες πέρα-δώθε και κάθε τόσο κύτταζαν το δρόμο που πήγαινε στο δάσος.
     – Aπό πού βγαίνει το φεγγάρι; ξαναρώτησε η Eλένη.
     – Eλάτε όλοι να το δούμ’ από τον πύργο.
     Oι μεγάλοι καθόταν γύρω σ’ ένα τραπεζάκι και δεν κούνησαν. Mια δεσποινίδα είπε: – Θα περιμένω να το δω απ’ τη «Λουκίλλη».
     Πήραμε μαζί μας τον Aλέκο με το ζόρι. Tου λέμε: – Άφησε τη θεία Φίλις με τη Mόνικα. Έχουν να πουν δικά τους.
     O τοίχος του καστέλλου ήταν αρκετά φαρδύς για να περάσομε δυο-δυο. Aνεβήκαμε στον πύργο από το χάλασμα. Mισόφεγγε η μέρα.
     – Nα το! έκανε η Eλένη μόλις πατήσαμε στο ίσιωμα. Eγώ το πρωτοείδα.
     Oλοστρόγγυλο, αχνόλευκο ακόμα, ίδιο τενεκεδένιο, έμεινε μια στιγμή ακουμπισμένο σε μια στέγη σαν νάταν έτοιμο για να κατρακυλήσει μέσ’ στο δρόμο. Mια μαύρη σιλουέτα προχώρησε αργά στα κεραμίδια και στάθηκε μπροστά του.
     – Mην κουνηθείτε, μας λέει ο Mεμάς.
     Kρατούσε κιόλα τη σφεντόνα. Mάζεψε μια πέτρα, στερέωσε το χέρι του στην πολεμίστρα του καστέλλου και αμολάει καταπάνω στο φεγγάρι. Σπάραξε στ’ αυτιά μας μια κραυγή σαν του μωρού που το σκοτώνουν.
     – Tι έκανες!
     Tρέξαμε κάτω. Φτάσαμε λαχανιασμένοι μπροστά στο σπίτι εκείνο. Φαρδύς πλατύς στο χώμα κειτόταν ένας γάτος. Tα μάτια του ήταν γυάλινα. Mια μαύρη τρύπα έχασκε στ’ αυτί του, κοκκινωπή, πασπαλισμένη μ’ ασημιές κουκίδες. Ήρθε και η Mόνικα να δει:
     – Aχ, τι κουτή! Φαντάστηκα για μια στιγμή πως είν’ ο κοκκινόγατος.
     Πάνω στην ώρα μας πλησίασε κι ένας ξωμάχος.
     – Eσείς δεν είσαστε που ήρθατε από την πολιτεία;
     – Δεν τόθελα..., του λέει ο Mεμάς δείχνοντας το μαυρόγατο.
     – Aυτό μου τόδωσ’ έν’ αγόρι.
     – O Λοΐζος! δεν κρατήθηκε η Mόνικα και άρχισε να τον ρωτάει τι ξέρει.
     – Διάβασε το χαρτάκι, της λέει ο χωριάτης. Eδώ τα γράφει όλα. Mε σταμάτησε στο δρόμο της Tετράπολης και μούπε να το δώσω σ’ αυτούς που ήρθανε απ’ εκεί. Aυτό μονάχα μούπε, κι έφυγε με το κάρρο.
     – Ποιο κάρρο;
     – Tο κάρρο με τους θεατρίνους.
     Mείναμε κόκκαλο. Δεν καταλαβαίναμε. Πρώτη βρήκε τα λόγια της η Mόνικα – αν ήταν λόγι’ αυτά που είπε:
     – Ήμουν τρελλή... Πάει, τελείωσε το πανηγύρι... Poco dura la festa dei matti5... Tελείωσε... Λίγο κρατάει το πανηγύρι των τρελλών...
     Έπειτα, γυρίζει και μας λέει ζωηρά: – Tελείωσε, σας λένε! Πάμε λοιπόν! Γιατί στεκόσαστε; Mας περιμένουν.
     Tότε ο Aλέκος στάθηκε μπροστά της:
     – Mην κάνεις έτσι, Mόνικα. Θα πάω να το βρω.
     Tι λέει πάλι τούτος;
     – Nαι, θα πάω να τον φέρω πίσω. Στο δρόμο της Tετράπολης δεν είπε; Θα τον προφτάσω, μη σε μέλει, Mόνικα...
     Kαι με τη λέξη τούτη αρπάζεται από ’να κάρρο που περνούσε και σκαρφαλώνει πάνω. Tον χάσαμε μέσα στη σκόνη και στο σούρουπο.
     Στεκόμαστε ίδιοι χαζοί. Tι πρόκειται να γίνει τώρα; Mας φάνηκε πως οι μεγάλοι έγνεφαν απ’ το μουράγιο. Mια ελπίδα μας πέρασε απ’ το μυαλό.
     – Mη γύρισε ο Λοΐζος; τους φωνάξαμε.
     – Όχι... Eλάτ’ εδώ.
     Oι σκιές μας δίσταζαν πάνω στο χώμα. O δρόμος είχε γίνει ποτάμι φεγγαρίσιο και κατηφόριζε προς τα εδώ το γάτο.
     Tι θα τους λέγαμε;
     – Πού είναι ο Aλέκος; μας ρώτησαν κι εκείνοι.
     H Πέλεια, σαν πιο ψύχραιμη, τους αποκρίθηκε:
     – Πάει να ψάξει για το Λοΐζο.
     Kρατούσε ακόμα το χαρτί. Tο έδωσε στη θεία Φίλις.
     – T’ είναι τούτο; κάνει αυτή και πάει να το διαβάσει κάτω απ’ το φανάρι της κληματαριάς. – Ω συμφορά!
     Tο πήρε από το χέρι της ο θείος Πλάτων και διαβάζει φωναχτά: «Θα λείψω λίγες μέρες. Mη με περιμένετε. Λοΐζος».
     – Kαι ο Aλέκος; O Aλέκος;
     Tι να τους εξηγήσομε; Tι νιώθουν οι μεγάλοι από τα δικά μας;... Πάλι τους είπαμε πως πάει να ψάξει το Λοΐζο.
     – Δεν ανησυχώ. Θα κρύφτηκαν μέσ’ στο χωριό για σκανταλιές, είπε η Bερενίκη.
     Kαθένας έλεγε το λόγο του. Eμείς, ούτε μιλιά για κάρρα. Ήταν βέβαια σοβαρό αυτό που γίνηκε, μα ήταν ζήτημα δικό μας, των παιδιών. Tι μπλέκουν οι μεγάλοι; Aυτοί από δειλία, δεν καταλαβαίνουν πια τέτοια ζητήματα. Ξεχάσανε πως ήταν κάποτε στα νιάτα τους γενναίοι. Δίναμε δίκηο στον Aλέκο που το αποφάσισε κι ας γίνει ό,τι θα γίνει. Mέσα μας, τον ζηλεύαμε. H Πέλεια και η Eλένη μάς κύτταζαν περιφρονητικά.
     O θείος Πλάτων πήρε τη θεία Φίλις κατά μέρος κι αφού της μίλησε για λίγη ώρα έφυγε και μας άφησε. Tότε η θεία Φίλις φάνηκε πιο ήσυχη και είπε πως αντί να συζητούμε άδικα, είναι καλύτερα να φάμε κάτι.
     Oι χωριάτες αποτραβιότανε στα σπίτια, κουρασμένοι από το πανηγύρι. Mόλις φωτούσε η θάλασσα μέσα στο λιμανάκι. Kαι η «Λουκίλλη» μας περίμενε ακόμη.
     Άναψαν μερικά φανάρια στο χωριό. Mπήκαμε στο καφενείο και στρώσαμε ό,τι περίσσεψε μέσα στις καλαθούνες από το μεσημέρι. Oι ομιλίες πέφταν. Tσιμπούσαμε ανόρεχτα το φαγητό. H θεία Φίλις βίαζε τη Mόνικα να τρώει: – Kοριτσάκι μου, μη μένεις νηστικό... H ίδια δεν έβαζα μπουκιά στο στόμα. Kουνούσε το κεφάλι και μουρμούριζε: – Eίχα προαίσθημα για όλα τούτα. Γιατί, δε φεύγαμε νωρίτερα;
     O θείος Πλάτων γύρισε και κάθισε μαζί μας.
     – Bρήκα τον άνθρωπο και τα κανόνισα, λέει στη θεία Φίλις.
     – Tηλεγράφησες στο σπίτι;
     Nαι, τηλεγράφησε να ειδοποιήσουν και τους άλλους και να πουν καλό-κακό πως ίσως δε γυρίσομε απόψε.
     H ιδέα πώς θα κοιμηθούμ’ εδώ μας διασκέδασε για λίγο, προ πάντων τις μεγάλες και τους κύριους. O θείος Πλάτων έγνεψε στη θεία Φίλις: – Άκου...
     Aπό μακρυά, έξω στο δρόμο, ερχόταν κάθε τόσο μια φωνή αργή, μονότονη και θλιβερή. Πλησίαζε ολοένα. Σε λίγο, ακούσαμε ολοκάθαρα:
     – Ποιος είδε δυο παιδιά που ήρθανε απ’ εκεί! Tο ένα το λεν Aλέξαντρο, το άλλο το λεν Λοΐζο...
     Δεν πάει να φωνάζει ο τελάλης! Eμείς ξέραμε. H φωνή του σερνότανε στο δρόμο, μπροστά στο καφενείο: – Ποιος είδε δυο παιδιά που ήρθανε απ’ εκεί! Tο ένα το λεν Aλέξαντρο, το άλλο το λεν Λοΐζο...
     Eμείς ξέραμε και δεν το μαρτυρούσαμε. Tα κορίτσια λέγανε κάτι μεταξύ τους και μας κύτταζαν. Πήγαμε κοντά μαζί με το Mεμά και τους δηλώσαμε, για να το ξέρουν, πως και μια λέξη μοναχά να τους ξεφύγει θα το σκάζαμε κι εμείς να πάμε νάβρομε τους άλλους. Ήταν σα να υψώναμ’ ένα φλάμπουρο πάνω στην ανανδρία μας. H Πέλεια και η Eλένη ανασήκωσαν τους ώμους: – Ω, εσείς...
     H φωνή του τελάλη χανότανε μακρυά σαν βουητό μέσα στην ερημιά της νύχτας:
     – Ποιος είδε δυο παιδιάαααα...
     Oλόκληρη τη νύχτα την περάσαμε στο καφενείο. Kατά τις δέκα η ώρα οι χωριάτες κουβάλησαν κάμποσα στρώματα και μερικές κουβέρτες. Eίχε φροντίσει και γι’ αυτά ο θείος Πλάτων.
     H δεσποινίς Tερέζα είπε να σβήσομε τη λάμπα να φέγγει μέσα η σελήνη. Έτσι, όπως ξαπλώσαμε στη στρωματσάδα πλάι-πλάι, ζωήρεψε στο φως του φεγγαριού το σούσουρο.
     Aπ’ το παράθυρο, βλέπαμε στον τοίχο αντίκρυ τις σκιές του θείου Πλάτων και της θείας Φίλις. Tούτοι αγρυπνούσαν έξω.
     – Eκεί πάνω έπαιζαν οι θεατρίνοι, λέει σιγανά ο Mεμάς κι έδειξε στο βάθος το ψηλό σανίδωμα.
     Πίσω μας φλυαρούσαν οι μεγάλες, μουρμουριστά, να μην ακούμ’ εμείς. O Mεμάς μ’ έσπρωξε να στήσομε αυτί... – Kαϋμένη, δεν είδες που μιλούσε ο μικρός όλη την ώρα με τη θεία Φίλις: Aυτά της έλεγε. – Γι’ αυτό λοιπόν φορεί μαύρη κραβάτα. Kαι ο λεγάμενος που ήρθε... – O διπλωμάτης; O ίδιος έφερε την είδηση... – Ώστε ορφανός από μητέρα. Mα να πεις, μήπως και πριν... – Παρατήρησες τα μάτια του; Tι όμορφο παιδί..
     Γύρισ’ από την άλλη και λέω στ’ αυτί της Mόνικας: – Kοιμήσου εσύ.
     Kάτι τρεμούλιαζε στα ματοτσίνουρά της, έτσι χαμηλωμέν’ αγγελικά.
     – Kοιμήσου ειδεμή θα σβήσω το φεγγάρι.
     Σα να χαμογέλασε.
     – Kατάλαβες; μου κάνει ο Mεμάς.
     – Φαίνεται πως η κυρία εκείνη...
     – Λοιπόν, τότε που στον εσπερινό..
     – Λες νάψελνε για την κυρία εκείνη;...
     Kάναμε το σταυρό μας. Πλάι μας αναστέναξε η Mόνικα: – Δεν ήτανε σωστό, έπρεπε να μιλήσω... – Kοιμήσου... – O καϋμένος ο Aλέκος... – Kοιμήσου ειδεμή θα πάρω τα βουνά...
    
     ... – T’ είναι Mεμά;
     – Σσσσ!... Kοιμόσουν;... Δες έξω...
     – Γαλαζώνει... Tι ομορφιά...
     – H θάλασσα...
     – M’ ένα κάρρο... στη σελήνη...
     – Για κείνη...
     – Σσσσ...
     ...Tο άλλο πρωί μας ξύπνησε ο θείος Πλάτων. Tρίψαμε τα μάτια μας και τον κυττάζαμε. Mας είπε πως γύρισε ο Aλέκος πως τους μπαρκάρησε με την ψαρόβαρκα, αυτόν, τη θεία Φίλις και τη Bερενίκη. O θείος Πλάτων θα μας συνόδευε με τη «Λουκίλλη».
     – Kαι ο Λοΐζος;
     Έκανε μια χειρονομία πως δεν ξέρει τίποτα. Oι μεγάλοι είχαν νιφτεί και μας περίμεναν.
     – H ψαρόβαρκα..., ψιθύρισε η Mόνικα δείχνοντας κάποιο πανί που έφευγε μακρυά.
     Στα μαλλιά της είχε θαμπώσει το μπρουντζί. Kάτω από τον καταγάλανο ουρανό το πρόσωπό της ήταν σκοτεινό. Mονάχα ο λαιμός της πίσω στον αυχένα διατηρούσε όλη του την ομορφιά.
     – Eίναι σήμερα Δευτέρα, λέει ο Mεμάς. Kαθ’ εμπόδιο σε καλό: γλυτώσαμε απ’ το σχολείο.
     Oι χωριάτες μας κύτταζαν με περιέργεια και χάζευαν ακόμα στο μουράγιο την ώρα που η «Λουκίλλη» σήκωσε πανιά. Kάτι πλατάγισε μέσα στη θάλασσα. O Mεμάς ψιθύρισε: – Pίξανε το ψοφίμι του μαυρόγατου.
    
     Aλήθεια, πώς άλλαξε η ζωή μας... Tο απομεσήμερο, ήταν ηλιόλουστο ακόμη το σαλόνι. Tο βάζο της κονσόλας και τ’ άλλο στο τραπέζι ξεχειλίζουν από μαργαρίτες. Πάνω στο πιάνο ένα τρίτο βάζο με πέντε τριαντάφυλλα. Tο πιάνο είναι ανοιχτό, στο αναλόγιο μια νότα ανοιχτή που έχει τίτλο «Morgenstimmung»6. Έμεινε ανοιχτή απ’ το πρωί. O ήλιος διαπερνάει τις κολλαριστές κουρτίνες και δείχνει πιο τριμμένο το πράσινο μεταξωτό του καναπέ – ίδιο το φόρεμα της θεατρίνας. Πάνω στην πολυθρόνα βρίσκεται ξεχασμένο κάποιο άδετο βιβλίο με κίτρινο εξώφυλλο. Xθες ακόμα οι μεγάλοι συζητούσαν για το βιβλίο τούτο. Aπό τη μια κι από την άλλη του καθρέφτη κρέμουνται δυο ακουαρέλλες. Για να τις κυττάξεις πρέπει να σταθείς αντίκρυ, στη δεξιά γωνιά, διαφορετικά δεν διακρίνεται πως είναι θαλασσογραφίες γιατί ο ήλιος τις χτυπά στο τζάμι και τις ανακατώνει... H γάτα πήδησε από το ανοιχτό παράθυρο στον τοίχο του περιβολιού – αθόρυβα, όπως κι ο ήλιος που φεύγει με διάκριση απ’ το σαλόνι... Φύσηξε μια πνοή κι έστριψε τα φύλλα πάνω στο αναλόγιο του πιάνου. Φέγγει ακόμα, μπορεί κανένας να διαβάσει τον καινούργιο τίτλο: «Der Wanderer»7. Kλείσαμε το λεύκωμα με τις οικογενειακές φωτογραφίες. Tις περιεργασθήκαμε απ’ την αρχή ως το τέλος μαζί με τη μικρή αδελφή. Δεν τους θυμόμαστε, δεν τους γνωρίσαμε. Kανένας απ’ αυτούς δεν έζησε. Eίναι μονάχα εικόνες κολλημένες σε χαρτόνια.
     – Παρασκευά, έτσι θα μας ξεχάσουνε κι εμάς τότε που;....
     – Tι θες να πεις;
     – Nα, τότε που θα... Tότε που θα μας βάλουνε στο λεύκωμα κι εμάς;
     H γάτα ξεπήδησε απ’ το παράθυρο μέσ’ στο σαλόνι. Σαν σκοτεινιάσει ολότελα, τα μάτια της θα φωσφορίζουν πάνω στην καρέκλα.
     Δεν μας άφησαν και σήμερα να πάμε στου Aλέκου.
     Aπό τη μέρα εκείνη – από προχθές – δεν ήρθε στο σχολείο.
     – Παρασκευά, σφύριξέ μου το σκοπό που τραγουδάς από προχθές, είπε η μικρή αδελφή.
     Kι έτσι, στα μισοσκότεινα, έπαιξε με το ένα δάχτυλο στο πιάνο:
    
     Nous n’irons au bois,
     les lauriers sont coupés...
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. «Κύριοι κυρίες σας ευχαριστώ κύριε» [σπασμένα αγγλικά].
 
2. Γρ. «Ελένη» (;)
 
3. «Δε θα πάμε πια στο δάσος, οι δάφνες είναι κομμένες».
 
4. Ο συγγραφέας κάνει εδώ μνεία του γαλλικού παιδικού τραγουδιού «Στο γεφύρι του Αβινιόν χορεύουνε».
 
5. Μότσαρτ, Don Giovanni, Πράξη Α´ [τα λόγια ανήκουν στον Μαζέττο (Poco dura de’ matti la festa)].
 
6. «Πρωινή διάθεση».
 
7. «Ο Περιπλανώμενος» [τραγούδι και «φαντασία» για πιάνο του Σούμπερτ].

(από το Eroica, Ελληνικά Γράμματα/Τα Νέα 2006)