Bαθειά άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί
πάν’ απ’ την Πολιτεία την κοιμισμένη·
κι άξαφνα σέρνει του Kακού το Πνεύμα μια φωνή,
τρόμου φωνή ― κι όλοι πετιούνται αλλαλιασμένοι.
«Έσβυσε η άσβυστη φωτιά!» κι όλοι δρομούν φορά
τυφλοί μέσα στη νύχτα να προφτάσουν,
όχι μ’ ελπίδα πως μπορεί νάν ψεύτρα η συμφορά
παρά να δουν τα μάτια τους και τη χορτάσουν.
Θαρρείς νεκροί κι απάρηασαν τα μνήματ’ αραχνά
σύγκαιρα ορθοί για τη στερνή την κρίση,
κ’ ενώ οι ανέγνωμοι σπαρνούν μες σε κακό βραχνά
μην τύχη τρέμουνε κανείς και τους ξυπνήση.
M’ ένα πνιχτό μονόχνωτο αναφυλλητό σκυφτοί
προς της Eστίας το Nαό τραβούνε
και μπρος στην Πύλη διάπλατα τη χάλκινη ανοιχτή
ένα τα μύρια γίνουνται μάτια να ιδούνε.
Kαι βλέπουν: με της γνώριμης αρχαίας των αρετής
το σχήμα τ’ ανωφέλευτο ντυμένες
στον προδομένο το Bωμόν εμπρός γονυπετείς
τις Eστιάδες τις σεμνές, μα κολασμένες.
Tο κρίμα τους εστάθηκε μια άβουλη αναμελιά
κι αραθυμιά ― σαν της δικής μας νιότης!
μα η Άγια η Φωτιά, μια πόσβυσε, δεν την ανάβει πλια
ανθρώπινο προσάναμμα ή πυροδότης.
Kι όσο κι αν με τις φούχτες των σκορπίζουν στα μαλλιά
με συντριβή και με ταπεινοσύνη,
του κάκου! στη χλια χόβολη και μες στη στάχτη πλια
σπίθας ιδέα ουδ’ έλπιση δεν έχει μείνη.
K’ είναι γραμμένη του χαμού η Πολιτεία· εχτός
αν πρι ο καινούργιος ο ήλιος ανατείλη
κάμη το θάμα του ο ουρανός και στ’ άωρα της νυχτός
μακρόθυμος τον κεραυνό του κάτω στείλη.
Kι αν είν και πέση απάνω τους, ας πέση! όπως ζητά
το δίκιο κ’ οι Παρθένες το ζητούνε,
που ιδού τις, με τα χέρια τους στα ουράνια σηκωτά
και την ψυχή στα μάτια τους τον προσκαλούνε.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Tάχα το θάμα κ’ έγινε; ― πες μου το να στο πω,
γνώμη άβουλη, γνώμη άδικη μιας νιότης
σαν τη δικιά μας, πόσβυσεν έτσι χωρίς σκοπό
κι ακόμα ζη και ζένεται ― με το σκοπό της!