Είν’ αι γλυκύτεραι φωναί όσαι διά παντός
εσίγησαν, όσαι εντός
καρδίας μόνον λυπηράς πενθίμως αντηχούσιν.
Εν τοις ονείροις έρχονται δειλαί και ταπειναί
αι μελαγχολικαί φωναί,
και φέρουν εις την μνήμην μας την τόσον ασθενή
αποθανόντας ακριβούς, ους κρύα κρύα γη
καλύπτει, και δι’ ους αυγή
ποτέ δεν λάμπει γελαστή, ανοίξεις δεν ανθούσιν.
Στενάζουν αι μελωδικαί φωναί· κ’ εν τη ψυχή
η πρώτη ποίησις ηχεί
του βίου μας — ως μουσική, την νύκτα, μακρυνή.
Φωναί Γλυκείαι
(από τα Αποκηρυγμένα Ποιήματα και μεταφράσεις (1886-1898), Ίκαρος 1983)