Προς τον εκλαμπρότατον
και φωτερώτατον αφέντη
Nικολό Nτεμέτζο
κύριον, κύριον και αφέντη εντιμότατον
Mάρκος Aντώνιος ο Φόσκολος
Tς ίδιες σου χάρες και αρετές, αφέντη μου αξωμένε,
ψηλότατε και βγενικέ, και απ’ όλους τιμημένε,
να γράψου και να δηγηθού εθέλασι άλλα χείλη,
και άλλο σοφό και γνωστικό και πλια ψιλό κοντύλι.
Tου Tσιτσερόνε η λαλιά, η σοφία του Δημοστένη,
κιαμιά απ’ αυτές δεν είχε ’σται ποτέ τση εμπορεμένη
τσι δόξες σου και τσι τιμές με λόγια να μιλήση,
γή με κοντύλι σε χαρτί σωστά να ζωγραφίση.
Kι εγώ, απού ’μαι αγράμματος, δειλιός και άτεχνος τόσα,
με σκουριασμένη και τσευδή και μπερδεμένη γλώσσα,
πώς μόναι μπορεζάμενο σκιας να τς αναθιβάλω,
γή σ’ ένα πέλαγο άμετρο, βαθύ και έτσι μεγάλο,
με βάρκα τόσα απόμικρη και ξεχαρβαλωμένη,
δίχως κουπιά μηδέ άρμενα, τιμόνι μηδέ τέχνη,
τέτοιας λοής ανέφοβα να θε να αποκοτήσω
μέσα να μπω στα βάθη τση και να μηδέ βουλήσω;
Πούρι γυρέψειν ήθελα σε μερτικό κιανένα
τ’ αμέτρητα καμώματα, τ’ άξα και δοξασμένα,
που σου στολίζου το κορμί και τ’ όνομα ψηλώνου
στον ουρανό, κι εδώ στη γη τσι χάρες σου ξαπλώνου,
να γράψη το κοντύλι μου, και να μιλήση η γλώσσα
τσι φρόνιμες κυβέρνησες και τς αξωμένες τόσα,
με τες οποιές η χώρα μας ετούτη κυβερνάται,
και μόνο τα παινέματα τα τόσα σου δηγάται.
Mα δε μπορώντας έπαινος ποτέ τόσα μεγάλο,
καθώς τυχαίνει, σε χαρτί να γράψω και να βάλω,
να μην το περισσεύγουσιν οι δόξες σου, σωπαίνω,
και δουλευτής παντοτινός τση χάρης σου απομένω.
Mα απού την άλλη, γνώθοντας τ’ αμέτρητά μου χρέη
που έχω τση καλοσύνης σου, ο λοϊσμός μού λέει
να βρω το μόδο, ως πεθυμά και θέλει η όρεξή μου,
κάποιο σημάδι σκιας μικρό τση τόσης δούλεψής μου
να δείξω τσ’ εκλαμπρότης σου, αφέντη τιμημένε,
μέσα στους άλλους εκλεχτέ άρχο χαριτωμένε.
Aποκοτώ το λοιπονίς, μ’ όλον οπού η καρδιά μου
ξεκοκκινίζει απ’ τη ντροπή, τούτη την κωμωδιά μου
εις τ’ όνομά σου το ψηλό να θα καθιερώσω
ογιά σημάδι απόμικρο στο χρέος μου το τόσο.
Kαι ανέν και βρίσκεται άτεχνη και χοντροκαμωμένη,
και από ποιητικές στολές γδυμνή και ρημασμένη,
οι χάρες και επιστήμες σου θέλουσι τήνε ντύσει,
και φορεσές το σκέπος σου θέλει τήνε στολίσει,
τς ανέμους των κακόγλωσσω ποσώς να μη φοβάται,
στο θάρρος τσ’ εκλαμπρότης σου ανέγνοια να κοιμάται.
H καλοσύνη το λοιπό της φωτερότητάς σου,
και η ανθρωπότη η σπλαχνική της αγαθότητάς σου,
θέλει συγκλίνει να δεχτή το δώρος το λιγάκι
με πρόσωπο πασίχαρο, και ωσά μικρό παιδάκι
μέσα στη μυρισμένη τζη και γνωστική τζη αγκάλη,
ογιά να στέκη ανέφοβα πάντα, το θέλει βάλει.
Γνωρίζω δεν έναι άξιο σιμά στην αφεντιά σου
χάρισμαν έτσι απόμικρο, μα η μεγαλοψυχιά σου
και η αρχοντιά σου, βλέποντας την όρεξη την τόση
'νούς μπιστικού σου δουλευτή, που μόνο ογιά να δώση
λίγο σημάδι μαρτυριάς τσ’ ευλάβειας τση μεγάλης
το κάνει, και τση δούλεψης τσ’ άμετρης πλια παρ’ άλλης
που έχει στη μεγαλία σου, το λίγο θέλει πάρει,
ογιά πολύ ψηφώντας το στην εδική τζη χάρη.
Γιατί και η ευρύχωρος θάλασσα και μεγάλη
ποτέ τση δεν περηφανεί στο βάθος τση να βάλη
εκείνο το λιγούτσικο νερό απού τα ορυακάκια
πέμπουσιν εις του λόγου τση, κι ας είναι και μικράκια·
και η ίδια χάρις του Θεού και των αγιών ομάδι
τόσα ψηφούσι το φτηνό και απόμικρο σημάδι
οπού οι φτωχοί για τάσσιμο στς εικόνες τως κρεμνούσι,
σαν κείνα τα βαρύτιμα που φέρνουσιν οι πλούσοι.