Το φως επόθησε ο τυφλός
και τούγινε θρησκεία…
Προσκυνητής εμίσεψα στο μακρυνό ερμοκκλήσι,
που απά στο βράχο υψώνεται λευκό σαν περιστέρι,
κι ήπια νερό στη βρύση του, πλάι στο κυπαρίσσι,
που η Μοίρα το θεμέλιωσε με το λευκό της χέρι.
Του κάκου κι αν ξεδίψασα στο κάμα τ’ Αλωνάρη,
κι αν ηύρα μπρος μου ολάνοιχτη του ερμοκκλησιού τη θύρα,
φτερώνομαι σαν το πουλί στο πιο ψηλό κλωνάρι,
προς μιας θρησκείας υπέρκοσμης τη φωτεινή πλημμύρα.
Ω Φως… σε σένα η προσευχή κι η δέηση κι η λατρεία,
που νέο ρυθμόν αυτιάζομαι στ’ ολόλαμπρό σου θάμα,
τα βάρυπνα τα μάτια μου που κάθε αυγήν ανοίγεις,
να κοινωνήσω επόθησα το φωτεινό σου ανάμα…
Φωτολάτρης
(από τα Άπαντα, Εκδόσεις Γκοβόστη 1939)