Όσοι στεγάστηκαν στη μεθυσμένη μου ψυχή καθώς γυρεύαν
σπίτι μοναχικό, οικόπεδο απερίφραχτο ή δρόμο
χορταριασμένο σ’ εργατούπολη, απόψε θα με βρούνε
σα να ξεχάστηκα μες στο μεγάλο γήπεδο. Τώρα
που βρέχει με το απόβραδο κι η πόλη χαλαρώνει
τους αργαλειούς, το γήπεδο αθόρυβα απλώνει
μια θάλασσα ψαλιδισμένη, την πρασιά του. Χώμα και ήχοι
απάτητοι χωνεύουν τη βροχή. Όλα γυρίζουν
εκεί που δεν αρχίνησαν ποτέ, μες στην αγάπη
Κάποτε το φαντάζομαι το γήπεδο στο Κιέρι
να γίνεται μια πρώιμα θαμμένη αρετή κι η αποθέωση
της καλαθόσφαιρας απ’ τις κερκίδες ώς τους παίκτες
να στίβεται στο σούρουπο καθώς όλα γυρίζουν
εκεί που δεν αρχίνησαν ποτέ, μες στην αγάπη
Είναι ένα γήπεδο που βρέχεται και με στεγάζει
Γήπεδο στο Κιέρι
(από το Ο Δύσκολος Θάνατος, Νεφέλη 1985)