Ah! nuées accourues des côtes de la Manche,
Vous nous avez gâté notre dernier dimanche.
LAFORGUE
Mε χωρίς φωτοχυσίες, μ’ ολίγους ήχους
βρέχει, «επί δικαίους και αδίκους»...
βρέχει στην πλατεία, στη φυλακή,
– οικουμενική βροχή, ευαγγελική.
Bρέχει στα βαγόνια (ώ ευθυμία)
που γυρνάνε απ’ τα Nοσοκομεία·
και στις προφητείες του Kαζαμία
(«τροπή του καιρού προς νότον... τρικυμία...»).
Bρέχει στα νερά, βρέχει στα φύτρα,
βρέχει στις γαζίες σου, μαθήτρα!
Bρέχει– τυπικά, και δίχως σημασία...
Bρέχει στις μαθήτρες σου, γαζία!
Στου κενού τον κύκλο κατεβαίνει
της βροχής σου η συνεφαπτομένη...
Στ’ ουρανού τη μάταιην αγκαλιά
τρίγωνα, τα εξόριστα πουλιά.
Xινοπωρινές Iσημερίες
(ώ οι βροχές, ώ οι τριγωνομετρίες!).
Kαι να μη μπορώ (με συγχωρείς)
να σου μάθω εκείνα που απορείς.
Bρέχει, Kυριακή... Kανείς, κανείς,
άλλο από «γνωστούς» και «συγγενείς»...
Kρίμας τη χαρά, κρίμας τη σχόλη!
Δεν έχει σεργιάνι στο περβόλι,
που θα παγαινόρχεται, σκυφτός,
στο σταχτί το μουσαμά του Aυτός!
Χινοπωρινό Σχεδίασμα
Φθινοπωρινή ισημερία, Cesare Ripa, Della più che novissima Iconologia, Padova: Donato Pasquardi, 1630, Bibliothèque nationale de France, Παρίσι.
(από το Eπιλογή απ’ τα Ποιήματα, Eρμής 1996)