Aφού το σώμα της Ξενούλας ανεσύρθη από το φρέαρ, πνιγμένον και νεκρόν, η γραία Χαδούλα δεν ήτο πλέον ήσυχη, κρυερός φόβος ήρχισε να την κατατρύχη... Έλεγεν ότι τώρα, αν και δεν έπταιε, δεν θα εγλύτωνε πλέον.
Τω όντι, η εξουσία είχε αρχίσει να συλλαμβάνη υποψίας. Η σύμπτωσις ότι η γραία εκείνη είχεν ευρεθή δευτεραγωνιστούσα εις τον πνιγμόν των δύο κορασίων του Γιάννη του Περιβολά, εις της Μαμούς το ρέμα όπου όλη η υπόθεσις, καίτοι δεν προέκυψαν στοιχεία ενοχής ή και νύξεις προς υποψίαν, είχε <τι> το παράδοξον και το αλλόκοτον, και ότι αυτή πάλιν η γραία ευρίσκετο εις την αυλήν του γέροντος Ροσμαή, κατά τας ώρας περίπου ότε επνίγετο εις το φρέαρ η μικρά Ξενούλα, η θυγάτηρ του Προπαντή, παρείχε νύξεις τινάς υποψίας εις τον ειρηνοδίκην, όστις επέσυρε την προσοχήν του παρέδρου, του «εκπληρούντος τ’ αστυνομικά». Και τότε ο πάρεδρος, όστις ως δημόσιος κατήγορος περιωρίζετο μόνον ν’ αγορεύη, κατά τας συνεδριάσεις των ποινικών, λέγων: «Κατά τις μαρτυρίες που είπαν οι μαρτύροι, φαίνεται να έκαμε, ή φαίνεται να μην έκαμε την πράξιν», όλον δε τον άλλον καιρόν δεν ελάμβανεν αφορμήν ν’ αναπτύξη την δραστηριότητά του ή να τροχίση την γλώσσαν του, απλώς απήντησεν ότι «αφού έτσι το λέει ο ειρηνοδίκης, έτσι θα είναι, κ’ έτσι μου φαίνεται», και τότε οι δύο απεφάσισαν ν’ ανακρίνωσιν αυστηρότερον την Χαδούλαν, χήραν Ιωάννου Φράγκου, κ’ εν ανάγκη να την προσωποκρατήσωσι.
Κατά την πρώτην ανάκρισιν, ήτις είχε γίνει επί ποδός κ’ επιτοπίως – τότε ο ειρηνοδίκης και ο αστυνόμος δεν είχον συλλάβει ακόμη ρητάς υποψίας, ή δεν τας είχον ανακοινώσει προς αλλήλους (οπότε διά της συνεπινεύσεως του ενός η πεποίθησις του άλλου, ως πάντοτε συμβαίνει, εδεκαπλασιάζετο) – η Φραγκογιαννού εν αταραξία είχε καταθέσει τα γνωστά ήδη γεγονότα, άνευ της εσωτερικής ψυχολογίας των· ότι δηλ. αυτή, εκεί που έπλυνε, «σαν απέρασε το μεσημέρι, κ’ επείνασε, κ’ η κόρη της η Κρινιώ είχεν υπάγει στο σπίτι να φέρη το φαΐ, και σαν αργούσε, κι αυτή είχε παραπεινάσει – και την είχαν καταζαλίσει το πλήθος εκείνο τα παιδιά και τα κορίτσια, που εχαλνούσαν τον κόσμον με τα παιγνίδια και τις αταξίες τους μες στην αυλή, και γύρω-γύρω στο λαδαρειό, και γύρω-τριγύρω στην καρούτα, και στο πηγάδι σιμά· εις τας φρονίμους νουθεσίας της αυτά, κακομαθημένα, την επεριγελούσαν και την ηρέθιζαν, και την έκαμνον να χάση την υπομονήν –όλα τ’ ανωτέρω επεβεβαίωσε κ’ η Κρινιώ, η κόρη της– τότε αυτή, καταζαλισμένη και μη δυναμένη να σταθή στα πόδια της απ’ την πείνα, απεφάσισε να υπάγη στο σπίτι, διά να φάγουν όλοι μαζί εκεί, ν’ απαλλάξη και την Κρινιώ από τον περισσόν κόπον τής μεταφοράς του φαγητού, κι αυτή να ησυχάση προς ώραν και να ξαποστάση. Εξήλθε λοιπόν της αυλής, κ’ έκλεισε την θύραν με το μάνδαλον. Όταν, μετά το γεύμα, ως μίαν ώραν αργότερα, επέστρεψαν εις την αυλήν, μαζί με την Κρινιώ, κατ’ αρχάς δεν υπώπτευσαν τίποτε, κ’ επανέλαβον την εργασίαν των. Ο θόρυβος των παιδίων είχε κοπάσει προς ώραν τότε. Όταν όμως μετ’ ολίγον εχρειάσθη ν’ αντλήσουν νερόν από το φρέαρ, τότε το «γιουρδέλι», ήτοι το άντλημα της Κρινιώς, προσέκρουσεν εις στερεόν σώμα εντός του ύδατος, κι αυτή εν εκπλήξει και φόβω έκραξε την μητέρα της. Τότε αι δύο ομού ανεκάλυψαν το σώμα της μικράς κόρης επιπλέον, ή μάλλον βυθισμένον ήδη εντός του ύδατος».
Η Κρινιώ ήτον εντελώς ειλικρινής βεβαιούσα τ’ ανωτέρω. Ο ειρηνοδίκης ήκουσεν ευμενώς την κατάθεσιν ταύτης. Αλλ’ όμως έκαμε μορφασμόν εις την μητέρα της. Εκείνος ο μορφασμός – εκείνα τα «μούστρα» του ειρηνοδίκου – δεν της ήρεσαν, της Φραγκογιαννούς, ήτις ήτο λίαν πεπειραμένη, και τότε μεγάλη αγωνία την εκυρίευσεν.
Εις την οικίαν της Τραχήλαινας της κόρης της, όπου ευρίσκετο μικρόν προ της δύσεως του ηλίου, δεν έπαυε να κοιτάζη ανήσυχος από το παράθυρο. Διεύθυνε το βλέμμα προς την ιδίαν της μικράν οικίαν, ήτις καίτοι μη αντικρύζουσα, αλλά πλαγίως κειμένη, ήτο ορατή, επειδή εξείχε πέραν των ολίγων μεσολαβουσών οικιών, δύο ή τρεις πήχες προς τον δρόμον. Η Γιαννού, αν και συχνά εκοίταζε, δεν έβλεπε τίποτε.
Η κόρη της η Δελχαρώ είδε την ανησυχίαν της, κι άρχισε να κοιτάζη, όπως η μήτηρ της, και αυτή. Την ώραν της δύσεως του ηλίου, αίφνης μετά κρυφίου φόβου την έκραξε:
– Μάννα! Μάννα!
– Τί είναι;
– Έλα να ιδής!
– Τί;
– Δυο ταχτικοί στέκονται και κοιτάζουν έξω απ’ την αυλή, στο σπίτι σας...
Η γραία Χαδούλα εσηκώθη, και είδεν εκείνο το οποίον εφοβείτο. Δύο «ταχτικοί», ήτοι χωροφύλακες, όπως εις τους χρόνους του υιού της, του Μώρου –οπότε ούτος, προ δεκαπέντε ετών περίπου είχε σύρει εκ της κόμης επί του λιθοστρώτου της οδού την μητέρα του, και είχε μαχαιρώσει την αδελφήν του– ίσταντο παραμονεύοντες, κοιτάζοντες απλήστως προς την οικίαν.
Η Φραγκογιαννού είδε και επείσθη ότι μέγας και επικείμενος κίνδυνος την ηπείλει.
– Πρέπει να πάρω τα βουνά, δυχατέρα! είπεν αίφνης. Αν προφτάσω!
– Γιατί, μάννα; είπεν εν αγωνία η Δελχαρώ.
– Γιατί... με γυρεύουν για να με φυλακώσουν.
– Αλήθεια;... Εσύ το έρριξες, μάννα, το κορίτσι στο πηγάδι;
– Όχι, μάρτυς μου ο Θεός! Αυτό δεν το έκαμα, είπεν η Φραγκογιαννού...
– Τότε;...
– Σιώπα!
– Η αμαρτία σε κυνηγά, μάννα, είπε δειλώς η Δελχαρώ.
– Σιώπα! Μουρλάθηκες; είπε βλοσυρά η μάννα της, υποπτεύσασα υπαινιγμόν τινά εις τον τόνον μεθ’ ου ωμίλει η κόρη της.
– Τί να πω κ’ εγώ, η καημένη! είπε συμπλέκουσα τας χείρας εν αμηχανία, η Δελχαρώ.
– Α! αυτό μην το λες! όχι! Δεν κάνει να το λες!
Και τρομερά, κατήλθε την σκάλαν να φύγη.
– Πού πας, μάννα;
– Στα βουνά, σου είπα!... Δώσε μου λίγο παξιμάδι.
Η Δελχαρώ έτρεξε ν’ ανοίξη το ερμάριον, κ’ έλαβεν εκείθεν ολίγα παξιμάδια.
– Δώσε μου και το καλάθι μου... κ’ ένα μαχαιράκι, επανέλαβεν εν άκρα βία η Φραγκογιαννού... Βάλε μου κ’ ένα χράμι μάλλινο μέσα... και τη μανδήλα μου... τα παλιοτσόκαρά μου... Δώσε μου και το ραβδί μου... ψάξε να το βρης!
Η Δελχαρώ, εν άκρα σιγή και υπομονή, επροσπάθει να εκτελέση όλας τας ετοιμασίας ταύτας.
– Πού θα πας, μάννα; επανέλαβε κλαίουσα. Ω! καίετ’ η καρδιά μου!
– Μην κλαις!... Κάπου θα κρυφτώ, σε καμμιά τρύπα... Ησυχία, εσείς φρόνιμα! ως που να περάση η οργή του Κυρίου.
Και λαβούσα το καλάθιον και το ραβδίον της, κατήλθε σιγά. Έκαμε τον σταυρόν της.
Αίφνης εκοντοστάθη εις την τρίτην βαθμίδα της σκάλας, και στραφείσα προς την Δελχαρώ, της είπε:
– Ξέρεις τί να κάμης;... Θα πάω απ’ τον απάνω δρόμο, για να γλυτώσω, να μη με ιδούν, τα σκυλιά... Και συ, αυτήν την στιγμή, να τρέξης στο σπίτι... να καμωθής πως δεν τους βλέπεις, τους ταχτικούς... και να φωνάξης της Αμέρσας αποκάτ’ απ’ το δρόμο: «Αμέρσα, είναι απάνω η μάννα;»...
....’Οχι, μη λες «είν’ απάνω η μάννα»... μόνο να πης: «Αμέρσα, πώς είναι η μάννα, είναι καλύτερα; έχει σηκωθή;... Στο στρώμα είν’ ακόμα;» Για να πιστέψουν πως βρίσκομαι απάνω στο σπίτι, και πως είμαι άρρωστη... Για να μην υποπτευθούν τίποτα, και με κυνηγήσουν τα σκυλιά!... Τρέξε, γλήγορα!
Είτα προσέθηκε:
– Έχετε γεια... και καλή αντάμωση!...
Ευθύς ύστερον εξήλθε κ’ η Δελχαρώ, τρέχουσα, μ’ ελαφρόν βήμα, κι διευθύνθη προς την μητρικήν της οικίαν, να εκτελέση την εντολήν.
Η Φραγκογιαννού επήρε τον απάνω δρόμον, κατά τα Κοτρώνια, με δρομαίον βήμα. Εις την τελευταίαν απήχησιν του «καλή αντάμωση», το οποίον ευχήθη εις την κόρην της, ακουσίως προσέθηκε καθ’ εαυτήν μετά πικράς ειρωνείας: «Ή εσάς θ’ ανταμώσω εδώ – ή, τον αδελφό σας στην φυλακή θα πάω ν’ ανταμώσω – ή, στον άλλο κόσμο θ’ ανταμώσω τον πατέρα σας... κι αυτό είναι απ’ τα τρία το σιγουρότερο!»
Καθώς ανέβαινεν ασθμαίνουσα τον πετρώδη λόφον, «Έλα Παναγία μου, έλεγε μέσα της, ας είμαι κι αμαρτωλή». Είτα εις τα ενδόμυχα της ψυχής της είπε: «Δεν το έκαμα για κακό».
Μόλις επροχώρησεν ολίγα βήματα, και εις τους τελευταίους σποραδικούς οικίσκους της πολίχνης, επάνω στους βράχους, καθώς εκατηφόριζε να φθάση στον αιγιαλόν, βλέπει τον Κυριάκον, τον κλήτορα της αστυνομίας, με το φέσι του με την κοντήν φούνταν, ή «γαλίπαν», όπως την έλεγαν, με τον καστανόν του στριμμένον μύστακα, και κρατούντα εις την χείραν το κοντόν ρόπαλόν του, πέριξ του οποίου εφαίνετο σκυταλοειδώς η επιγραφή «Ισχύς του Νόμου». Ούτος, συνοδευόμενος από ένα γέροντα απόμαχον, με στρατιωτικήν στολήν, ήρχετο από ένα πλάγιον δρομίσκον, διευθυνόμενος εις τον αιγιαλόν, όπου κατήρχετο και η Φραγκογιαννού, και μετά μικρόν εξ άπαντος θα την έφθανον, ή θα της έπαιρνον τα νώτα.
Ίσως η παρουσία του Κυριάκου εκεί, μαζί με τον απόμαχον, να ήτο τυχαία. Αλλ’ η ένοχος γυνή, ως τους είδεν, εταράχθη, κ’ ετάχυνε το βήμα. Της εφάνη δε ότι κ’ εκείνοι το αυτό έκαμαν.
Τότε η Γιαννού, καθώς έφθασεν εις τον αιγιαλόν, κατ’ αγαθήν συγκυρίαν, αίφνης είδεν ενώπιόν της ανοικτήν την θύραν μιας οικίας, λίαν γνωρίμου εις αυτήν, και ουδέ στιγμήν εδίστασε να υπερβή το κατώφλιον. Αμα εισήλθε, τεταραγμένη, έβαλε το μάνδαλον και τον σύρτην.
– Μαρουσώ, είσ’ επάνω; έκραξεν με σιγανήν, αλλά συριστικήν φωνήν, ανερχομένη την σκάλαν.
Μία γυνή κοντούλα, ροδοκόκκινη, εξήλθεν από την θύραν ενός θαλάμου, κ’ επαρουσιάσθη μειδιώσα, αλλά και ανήσυχος το βλέμμα.
– Πού σ’ αυτόν τον κόσμο, θεια-Χαδούλα; ηρώτησε.
– Μην τα ρωτάς, παιδί μου... Μεγάλη συφορά μου επενέβηκε, ήρχισε να λέγη η Γιαννού.
Είτα ανήσυχος ηρώτησε:
– Μην είν’ εδώ ο κυρ Αναγνώστης;
– Όχι, δεν είν’εδώ· τόσο νωρίς δεν έρχεται, είναι στον καφενέ... Αχ! θεια-Χαδούλα κ’ εγώ έλεγα πώς να κάμω να ’ρθω στο σπίτι σου να σου πω τα τρέχοντα...
– Έμαθες τίποτα;
– Τα έλεγαν τώρα το απόγευμα, ο αφέντης μου, μαζί με τον κουμπάρο μας τον Αϊμερίτη, που ήρθε για να φουμάρη ένα τσιμπούκι και να κουβεντιάσουν, όπως συνηθίζουν.
– Και τί λέγανε;
– Ο ρηνοδίκης μαζί με τον αστυνόμο, θέλουν να σε συλλάβουν... Έλεγαν να στείλουν τους χωροφύλακες... Σ’ έχουν ύποπτη για το κοριτσάκι που πνίγηκε χθες μες στο πηγάδι.
– Ω! τρομάρα μου...
– Κ’ έλεγα να ’ρθω να σου πω, για να κρυφτής, αν μπορέσης... Μα πώς βρέθηκες εδώ;
Η Φραγκογιαννού διηγήθη ότι, αφού, μετά την χθεσινήν ανάκρισίν της, εκατάλαβεν ότι ο ειρηνοδίκης άρχισε να την έχη «στην μπούκα του τουφεκιού», ησθάνθη κι αυτή φόβον μη κακοπέση άδικα, και ότι από το σπίτι της κόρης της, της Δελχαρώς, όπου έτυχε να ευρίσκεται σήμερον το δειλινόν, είχεν ιδεί τους χωροφύλακας να κατασκοπεύουν το δικό της το σπίτι· ότι απεφάσισε να φύγη στα βουνά· ότι, καθώς έτρεχαν εδώ κάτω, κατά τον αιγιαλόν, σκοπεύουσα να πάρη το κρυφόν μονοπάτι του βουνού, οπίσω από τα Κοτρώνια, είδε τον Κυριάκον τον κλήτορα μαζί μ’ ένα γερο-ταχτικόν, να έρχωνται κατόπιν της, αλλ’ ότι κατά θείαν νεύσιν, ευρέθη κοντά στο σπίτι της Μαρουσώς, η οποία ξεύρει καλά από παλαιόν καιρόν «τα πάθια της», εφρόντισε να προσθέση, και ιδούσα την θύραν ανοικτήν, έσπευσε να εισέλθη, όπως εύρη άσυλον.
– Έχω κλειδώσει την πόρτα από μέσα, παιδάκι μου... απ’ το σαστισμό μου, τι να κάμω! Μου ήτανε γραφτό να πάθω, τα ’παθα. Έτσι να ’χης πολύ καλό, Μαρουσώ μου, δεν κοιτάζεις κρυφά, κρυφά από το παντζούρι εκείνο;... να ιδής αν είναι ο Κυριάκος κάτω ή έχει τραβήξει;
Η Μαρουσώ ήλθε προς το υποδειχθέν παράθυρον, κ’ εκοίταξε κατά τον δρόμον. Είτα επιστραφείσα είπεν:
– Είναι παραπέρα, εκεί... Στέκονται στο δρόμο μαζί μ’ ένα γέρο απόμαχον... Έχουν πιάσει κουβέντα με τον γείτονα μας τον ψαρά, τον Φραγκούλη.
– Και κοιτάζουν κατά δω;
– Κοιτάζουν στην αμμουδιά, πέρα.
Η γραία ήτο έμφοβος, κ’ έφερε τας χείρας περί το πρόσωπον, ως διά να τραβήξη τα τσουλούφια της, ή να σχίση τα μάγουλά της.
Η Μαρούσα την ώκτειρε.
– Δεν κάθεσαι, θεια-Χαδούλα;... Μη φοβάσαι... Ό,τι είναι, θα περάση... Κάθισε, να σου κάμω καφεδάκι να πιης.
Η Γιαννού μετά δισταγμού ερρίφθη επί τινος χαμηλού σκαμνίου, εις τα πρόθυρα του μαγειρείου, όπου εγίνετο ο διάλογος.
Η οικία εφαίνετο ευπορούσης οικογενείας, και είχε πολλά χωρίσματα, κ’ επίπλωσιν ευπρεπή.
– Δε θυμάσαι τα δικά μου, θεια-Χαδούλα... είπε μυστηριωδώς η Μαρούσα, και το πρόσωπον της αφ’ ό,τι ήτο έγινεν ακόμη ερυθρότερον... Θυμήσου τί τρομάρες, τί βάσανα πέρασα τότε κ’ εγώ! Κι ας είσαι καλά, πόσο μ’ εβοήθησες! Έτσι θα περάσουν και τα δικά σου.
– Γιατί είπα εγώ πως εσύ ξέρεις τα πάθια μου! Επανέλαβεν η Φραγκογιαννού μετριόφρων.
– Εκείνα που λες, ήταν πάθια δικά μου, διώρθωσε φιλαλήθης η Μαρουσώ.
Έψησε τον καφέν και τον εκένωσε.
– Ο αφέντης μου, όπου είναι, θα ’ρθη... Πιε τον καφέ σου. Βούτηξε και το ψωμάκι, προσέθηκε κόπτουσα μεγάλην φέταν ψωμίου.
Η γραία άρχισε να βουτά το ψωμί και να το μασά χωρίς όρεξιν.
– Πολύ καλό να ’χης, έλεγε. Δεν πάει κάτω, παιδί μου... Απ’ το χολοσκασμό που έχω... Φαρμάκι βγάζ’ ο ουρανίσκος μου.
Είτε επέφερε:
– Δεν κάνεις τον κόπο να κοιτάξης πάλι απ’ το παραθυράκι, έξω;... Είναι ακόμη ο Κυριάκος κάτω;
Η Μαρούσα υπήκουσεν.
– Εκεί είναι θεια-Χαδούλα... Έπιασαν μεγάλην κουβέντα με τον Φραγκούλη.
– Και τώρα, πού να πάω;... Σαν έρθ’ ο πατέρας σου;... Βασιλεψ’ ο ήλιος... σουρούπωσε... θα νυχτώση.
Η Μαρούσα εσκέφθη επί στιγμήν, είτα είπεν:
– Εγώ έχω μεγάλην υποχρέωση σε λόγου σου, θεια-Χαδούλα... Πώς να το ξεχάσω!
– Θυμάσαι; είπεν ακουσίως μειδιώσα η γραία.
– Και μπορώ να τ’ αστοχήσω;... Ό,τι μπορέσω να κάμω, θα κάμω για σένα.
– Ας είσαι καλά.
– Μου φαίνεται πως το καλύτερο είναι να σε κρύψω εδώ τη νύχτα, τώρα, πριν έλθη ο αφέντης μου.
– Πού;
– Κάτω, στο μικρό κατωγάκι, στο σοφά... ξέρεις;
– Α! είπεν η Φραγκογιαννού, ως να της ήλθε μία ανάμνησις.
– Και τα μεσάνυκτα, σαν λαλήσει τ’ αρνίθι...
– Ε;...
– Κοντά να φέξη, ό,τι ώρα νοιώσεις...
– Καλά!
– Αν θέλης, σηκώνεσαι, και πας στο καλό, όπου σε φωτίση ο Θεός.
– Ας είναι! είπε μετά στεναγμού η γραία.
– Την άλλη νύχτα πάλι, ανίσως και δεν εύρης άλλο καταφύγιο εις μέρος πλιο κρυφό, και πλιο σίγουρο, έρχεσαι, και μου ρίχνεις ένα πετραδάκι σ’ αυτό το παράθυρο, ή στο μικρό μπαλκονάκι κατά το γιαλό, κατεβαίνω, σου ανοίγω, και σε κρύφτω πάλι στο κατωγάκι.
– Καλά!... Μα, για κοίταξε, έφυγε ο Κυριάκος;
Η Μαρούσα επήγε πέραν του μεσοτοίχου, εις το παράθυρον προς τον δρόμον, αργοπόρησεν ολίγον, ίσως διότι είχε σκοτεινιάσει πλέον και δεν διέκρινε καλώς έξω, και επανήλθε.
– Δεν έφυγαν... εκεί είναι κ’ οι τρεις.
– Τώρα ένα πράμα δεν ξέρω, είπε σύννους η Φραγκογιαννού. Δεν ξέρω αν με είδε ο Κυριάκος να ’μβαίνω εδώ, ή όχι... Αν δεν μ’ έχη ιδεί, και δεν μου κάνει καρτέρι, καλύτερα έχω να φύγω, να σας σηκώσω το βάρος από τώρα.
Έλεγε τούτο ειλικρινώς. Εστενοχωρείτο, επόθει τον αέρα του βουνού. Εκεί ησθάνετο ότι θα εύρισκεν άνεσιν, ήλπιζε δε και ασφάλειαν.
– Ό,τι κι αν είναι, δεν πρέπει να φύγης απόψε, είπε προθυμοτέρα γινομένη η Μαρούσα, καθ’ όσον εθερμαίνετο εκ της αναμνήσεως. Κάθισε, θεια-Χαδούλα, απόψε, στο κατωγάκι, για να με κάμης να θυμηθώ τα παλιά μου βάσανα. Θα μου έρθουν, τάχα σαν όνειρο στον ύπνο μου;
– Έτσι τα θυμάται, πλιο, κανείς, παιδάκι μου, είπε με πονηράν αφέλειαν η γραία. Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της.
– Αλήθεια!... και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικώς η Μαρουσώ.
Η οικία ήτο διπλή. Εκτός του κυρίως κτιρίου, είχε μικρόν παράρτημα προς βορράν, όπου ήτο το μαγειρείον, και υπό το μαγειρείον ευρίσκετο «το μικρό κατωγάκι». Εκεί διά της καταπακτής και μικράς σκάλας ωδήγησεν η Μαρούσα την ξένην της, πριν έλθη ο κυρ Αναγνώστης, ο οικοδεσπότης. Της έφερεν άρτον, τεμάχιον κρύου βραστού, υπόλοιπον του γεύματος, τυρίον, νερόν, ποτήριον οίνου, και την εγκατέστησεν επάνω εις τον σοφάν του μικρού κατωγείου, του χρησιμεύοντος ως αποθήκη διαφόρων οικιακών σκευών. Της έστρωσεν ένα παλαιόν κιλίμι, μίαν τριμμένην τσέργαν, ένα μικρόν σινδόνι, της έβαλε μίαν προσκεφαλάδα σκληράν, με γέμισμα από λινόξυλα, και της ευχήθη καλήν νύκτα και «ύπνον ελαφρόν».
Ελαφρός ή βαρύς, ο ύπνος της Φραγκογιαννούς δεν ήτο δυνατό να ήτο εύκολος ούτε ευάρεστος, ευρισκομένης εις τοιαύτην ταραχήν και τοιούτον τρόμον. Αλλά το περιβάλλον την έκαμε προς ώραν να λησμονή σχεδόν τα ενεστώτα και την ιδίαν τρομεράν θέσιν της, και ν’ αναπολή τα παρελθόντα. Εκείνο το οποίον μετριοφρόνως η Γιαννού είχεν ονομάσει δις «τα πάθια της», η δε Μαρούσα ειλικρινώς είχεν αναγνωρίσει μάλλον ως «πάθια» και «βάσανα» ιδικά της, είχε συμβή προ οκτώ ή δέκα ετών.
Ο κυρ Αναγνώστης Μπενίδης, άτεκνος, είχε λάβει ως ψυχοκόρην την Μαρούσαν, και την είχεν αναθρέψει όσον αυστηρά ηδυνήθη η σύζυγος του, ήτις ήτον αποθαμένη προ δέκα πέντε ετών. Ο κ. Μπενίδης ήτον εις τον καιρόν του το σημαντικώτερον πρόσωπον του τόπου του. Είχε διατελέσει δημογέρων προ του Αγώνος, πληρεξούσιος εις τας πρώτας Συνελεύσεις Τροιζήνος, Προνοίας, Άργους, κτλ., δήμαρχος προ του Συντάγματος. Είτα μετά το Σύνταγμα διετέλεσεν ως ανώτερος υπάλληλος εις πολλά μέρη. Την Μαρούσαν, Εβραιοπούλαν, ή κατ’ άλλους Τουρκοπούλαν, είχε προσλάβει εις ηλικίαν σχεδόν βρεφικήν, και την είχε βαπτίσει.
Είτα, όταν κατά τα τελευταία έτη, ως συνταξιούχος απεσύρθη εις τον τόπον του, την υπάνδρευσε μ’ ένα ανεψιόν του, και της έδωκεν ως προίκα το μικρόν αυτό κολλητόν σπιτάκι, εις το ισόγειον του οποίου ευρίσκετο τώρα η Φραγκογιαννού, ικανά αγροτικά κτήματα, και ολίγα μετρητά, υποσχεθείς να της αφήση ως κληρονομίαν και την κυρίως οικίαν, και ό,τι άλλο ήθελεν ευρεθή παρ’ αυτώ μετά θάνατον.
Ο γαμβρός, αφού απέκτησεν εν τέκνον, έλειπεν όλον τον καιρόν. Εταξίδευε λοστρόμος με τα καράβια. Ήτον φημισμένος ναυτικός, αλλά σπάταλος και αξένοιαστος. Τώρα τελευταία, είχεν αργήσει τρία έτη να έλθη εις τον τόπον. Εν τω μεταξύ ο γηραιός κυρ Αναγνώστης είχε χηρεύσει, και η ψυχοκόρη, κατά την απουσίαν του συζύγου υπηρέτει διαρκώς εις την οικίαν τον θετόν πατέρα της, όπως και παιδιόθεν ήτο συνηθισμένη. Ο σύζυγος έγραφεν από καιρού εις καιρόν επιστολάς, υποσχόμενος ότι θα έλθη, αλλά δεν ήρχετο. Το θυγάτριον της Μαρούσας ήτο ήδη τεσσάρων ετών, και ούτε ο πατήρ είχεν ιδεί ποτέ το τέκνον, ούτε αυτό εγνώριζε την όψιν του πατρός.
Κατ’ εκείνον τον καιρόν, μαζί με την ανάπτυξιν του εμπορίου και της συγκοινωνίας, είχαν αρχίσει να ξανοίγουν κάπως και τα ήθη εις τον μικρόν, απόκεντρον τόπον. Ξένοι ερχόμενοι από τα άλλα μέρη της Ελλάδος, τα «πλέον πολιτισμένα», είτε υπάλληλοι της κυβερνήσεως, είτε έμποροι, εκόμιζον νέας, ελευθέρας θεωρίας περί όλων των πραγμάτων. Ούτοι την αιδώ και την συστολήν ωνόμαζον βλακείαν, την εγκράτειαν και την σωφροσύνην ευήθειαν. Την διαφθοράν και την λαγνείαν ωνόμαζον «φυσικά πράγματα». Η δύστηνος Μαρούσα, ήτις δεν είχε γεννηθή εις τον τόπον, αρχήθεν δεν ήτο πολύ αυστηρά ούτε σεμνοπρεπής, είχε δε μικράν δόσιν ελαφρότητος.
Τον καιρόν εκείνον ευρίσκοντο εις την νήσον ένας γραμματεύς του ειρηνοδικείου, άγαμος, φουστανελάς· ένας γραμματεύς του Λιμεναρχείου, βρακάς, αξιωματικός του οικονομικού Ν. κλάδου, γεροντοπαλλήκαρο· ένας ενωμοτάρχης κομψευτής, με λιγνήν μέσην και αγκιστροειδή μύστακα· ένας τελωνοφύλαξ έχων τριπλάσιον εισόδημα από τον μισθόν του, και δύο ή τρεις πράκτορες ξένων εμπορικών οίκων ή άλλοι μέτοικοι. Όλοι ούτοι είχον παντοτινήν συντροφιάν με δύο ή τρεις άλλους νεαρούς εμπορευομένους, κομψευομένους, μ’ «ελληνικούρες» πολλές εις την γλώσσαν και με πολλάς «προσρήσεις». Με τους τελευταίους τούτους ηναγκάζοντο να έρχωνται συχνά εις επαφήν πολλαί γυναίκες, και σώφρονες άλλως, του τόπου, χάριν των αφεύκτων και ατελειώτων οψωνισμάτων, από τα οποία αδύνατον ν’ απαλλαγή ποτέ ο γυναικείος κόσμος.
Από τα τόσα βρόχια, τα οποία της είχαν ρίψει εις τον δρόμον της, από τας τόσας ελεπόλεις, τας οποίας της είχον στήσει περί τους τοίχους της όλοι οι ειρημένοι επιχειρηματίαι, δεν ηδυνήθη να γλυτώσει η Μαρούσα· και μετ’ ολίγον καιρόν αύτη, εν απουσία του συζύγου, ευρέθη έγκυος. Και το ενόησεν ότε ήτο ήδη δύο μηνών. Αλλά πριν το ανακαλύψη αύτη, όλη η γειτονιά, ως εικός, το ήξευρεν, ίσως και προτού να συμβή το πράγμα. Μόνον ο κυρ Αναγνώστης ευρίσκετο εν αγνοία. «Ο κόσμος», όπως είπε τότε η πονηρή Κοκκίτσα, μία γειτόνισσα, «το ’χε τούμπανο, κι αυτός κρυφό καμάρι».
Υπήρξαν κ’ αι κακαί γλώσσαι, αίτινες είπον άνευ της ελαχίστης πιθανότητος, ως εικός, ότι ο κυρ Αναγνώστης εφήρμοζεν την πάλαιαν μέθοδον του Δαβίδ, και ότι διά νεαράς πνοής και θερμού αίματος εζήτει να «ξανανιώση». Αλλ’ η ειρημένη Κοκκίτσα και δύο ή τρεις άλλαι γειτόνισσαι, αίτινες τα έλεγον σιγανά, κ’ εγέλων συριστικά μεταξύ των, ισχυρίζοντο ότι, δήθεν «απ’ το παιδί έχουν πολλοί μερδικό»· ότι το κεφάλι πρέπει να είναι του γραμματικού, του φουστανελά με το τεράστιον φέσι και την μακροτάτην φούντα, η μέση, θα είναι βέβαια του νωματάρχη, του σεβταλή, το ένα το ποδάρι (στο λάκκο!) του γερο-κολασμένου, του βρακά, το ένα χέρι (μακρύ χέρι!) του τελωνοφύλακα, και το άλλο χέρι (παστρικό χέρι!) του ψιλικατζή, με τις ’λληνικούρες.
Πρώτη η ρηθείσα Κοκκίτσα είχε προσκληθή μυστηριωδώς από την Μαρούσαν (σημειωτέον ότι αύτη, όσον και αν εφαίνετο απονήρευτη, είχεν εννοήσει ότι η Κοκκίτσα την υπωπτεύετο προ πολλού, όθεν επροσποιήθη κι αυτή ευθήνην, αναγκαστικήν εμπιστοσύνην διά να την κολακεύση, ελπίζουσα ότι θα την έπειθε, και διά δώρων, να σιωπήση) είχε προσκληθή, λέγω, να λάβη γνώσιν του μυστηρίου. Η Μαρούσα, «αδερφή να την κάμη, απ’ το Θεό και στα χέρια της», έπεσε στον τράχηλόν της και την ικέτευε να κάμη έλεος αν ηξεύρη τίποτε ψευτογιατρικά, διά να εξαφανισθή, ει δυνατόν, ο καρπός της αμαρτίας, κι ο Θεός πλέον ας εγίνετο ίλεως! Διότι άλλως αυτή βέβαια –τί την ήθελε τέτοια ζωή;– θα έπεφτε βέβαια, στον γιαλό να πνιγή, καθώς ήτον μάλιστα και σιμά, από κάτω απ’ το σπίτι, η θάλασσα. Η Κοκκίτσα την καθησύχασε με λόγια παρηγορίας, και άρχισε να εφαρμόζη επ’ αυτής διαφόρους αλοιφάς και έμπλαστρα, τα οποία ουδόλως ετελεσφόρουν.
Δευτέρα προσεκλήθη η Σταμάτω, πτωχή χήρα, κ’ η Κονδύλω η αδελφή της, αλβανόγλωσσοι αι δύο, καταγόμεναι από μίαν των νήσων του Σαρωνικού. Αύται εξήσκουν εντριβάς επί του σώματος της ατυχούς γυναικός. Και τας τρεις με ό,τι έκλεπτεν από τας οικονομίας του κυρ Αναγνώστη, τας αντήμειβε. Κ’ εκείναι εμάκρυνον τας αλοιφάς, και παρέτεινον τας εντριβάς, αλυσιτελώς πάντοτε.
Την εσπέραν, ανερχόμεναι αι τρεις εις την αυλήν της κυρα-Θωμαής, ολίγα σπίτια παραμέσα, όπου ήρχοντο κ’ η γρια-Χιόνω, κ’ η θεια-Κυράννω, όλαι μετανάστιδες εκ Μακεδονίας του 1821, τα έλεγαν μεταξύ των. Αι τρεις πρώται έδιδον καθ’ εσπέραν τακτικήν αναφοράν εις την κυρα-Θωμαήν και εις τας δύο αλλάς γραίας· και όλαι μαζί εχασκογελούσαν.
Μάλιστα τα όψιμα ελληνικά της Σταμάτως, καθώς περιέγραφε την κατάστασιν της εγκύου («αυτή όλη κοντό είναι· και τα πόδια της κοντή το έχει!... θα μην το ρίχνη, τάχατες!...») επέτεινον τους γέλωτάς των. Και εις τας εκθέσεις της Σταμάτως, η γραία Κυράννω επρόσθετε τα σχόλια της, με την Μακεδονικήν της διάλεκτον.
– Αυτηνιές, σι λιέου, είνι παλιοφουράδες!... Αχιλώνις, μαρή... Πού στα χουργιά, τα θ’κάμας! να του φτιάξ’ καμμιά αυτ’νό, θε τ’βγαλ’νι, σι λιέου, στου γουμαρουπάζαρου!...
Τελευταία απ’ όλας εκλήθη να λάβη μέρος η Φραγκογιαννού, ως σοφωτέρα όλων των άλλων. Η Μαρούσα είχεν αρχίσει ν’ απελπίζεται από τας τρεις πρώτας «ψευτομαμμές», και κατέφυγεν εις ταύτην ως εις τελευταίαν ελπίδα. Τω όντι η γραία Χαδούλα με τα φάρμακά της, με τα μαντζούνια της και με τα ζεστά ή κρύα όσα έδιδε να πίη εις την πάσχουσαν, τη βοηθεία και των εντριβών τας οποίας εξετέλει μ’ επιδεξιότητα πολύ υπερτέραν από τας αλλάς, κατώρθωσεν εντός ολίγων ημερών να επιφέρη την έκτρωσιν. Ο κυρ Αναγνώστης ουδέποτε έμαθε τίποτε.
Αυτή ήτον η παλαιά εκδούλευσις, και αυτή η ευγνωμοσύνη την οποίαν είχον υπαινίχθη σήμερον αι δύο. Αυτά ήσαν της Φραγκογιαννούς «τα παλιά τα πάθια της» κι αυτά ήσαν της Μαρούσας «τα βάσανά της».
Η ανάμνησις κατείχε τον νουν της Φραγκογιαννούς όλην την ώραν, ενώ έκειτο επί του σοφά, εις το σκότος· διότι λύχνον δεν της είχε φέρει η φιλοξενούσα, μόνον ένα κηράκι κι ολίγα σπίρτα της είχεν αφήσει. Όλην αυτήν την παλαιάν ιστορίαν ανελογίζετο, και ο ύπνος ποτέ δεν της ήρχετο. Ερευνώσα την συνείδησίν της, εν πράγμα εύρισκεν· ό,τι είχε κάμει και τότε και τώρα το είχε κάμει διά το καλόν. Εκουλουριάζετο υποκάτω εις το μάλλινον σκέπασμα, επί του δεξιού πλευρού κειμένη, κ’ έκυπτε την κεφαλήν εις το στέρνον, κ’ επροσπάθει να ζαλισθή, να ναρκωθή, να της έλθη λήθαργος. Τότε, μετά χρόνους, ενθυμήθη και την σύντομον προσευχήν, την οποίαν της είχεν επιβάλει άλλοτε να λέγη συχνά ένας γέρων πνευματικός· το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με».
Η συχνή επανάληψις της ευχής ενήργησε, και η Χαδούλα εναρκώθη επ’ ολίγα λεπτά και απεκοιμήθη. Πλην πάραυτα εις τον ύπνον της, ή εις τα ξύπνα της, (δεν ήξευρε καλά), της εφάνη ότι μέσα, εις το βάθος της ψυχής της, ήκουε φωνήν βρέφους, κλαύμα, μινυρισμόν θρηνώδη· τούτο ωμοίαζε με την φωνήν της μικράς εγγονής της, της προ ολίγων μηνών, διά χειρός αυτής... τελειωθείσης...
Η γραία εξύπνησεν έντρομος, ανετινάχθη όλη. Ανεσηκώθη και ησθάνετο μέγαν σπαραγμόν, αλλά συγχρόνως και καλυτέραν σωματικήν άνεσιν. Ο σύντομος εκείνος ύπνος είχεν εξαλείψει παρ’ αυτή το νευροπαθές και το ανήσυχον. Εψηλάφησεν, εύρε τα σπίρτα, ήναψε το κηρίον, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, έβαλε μέσα εις αυτό και τας εμβάδας της, και ανυπόδητη, με τις κάλτσες, εκίνησε να φύγη.
Η φόνισσα. ΙΑ´
(από το Η φόνισσα, Ελληνικά Γράμματα/Τα Νέα 2006)