Kάτω εις το Κακόρρεμα, χαμηλά εις το βάθος, σιμά εις την Σκοτεινήν Σπηλιάν, οι λίθοι εχόρευον δαιμονικόν χορόν την νύκτα. Ανωρθούντο, ως έμψυχοι, και κατεδίωκον την Φραγκογιαννού, και την ελιθοβόλουν, ως να εσφενδονίζοντο από αοράτους τιμωρούς χείρας.
Είχον παρέλθει τρεις ημέραι από την τελευταίαν φυγήν της, από την καλύβην του Λυρίγκου. Η ένοχος γυνή είχε κρυφθή εκεί, με την ελπίδα ότι θα διέφευγε προς καιρόν τους όνυχας των διωκτών της. Με τα ολίγα δίπυρα τα οποία ευρίσκοντο ακόμη εις το καλάθι της, με τας καυκαλήθρας, τον άνηθον, και τα μυρόνια όσα συνέλεγε, και με το γλυφό νερόν της Σκοτεινής Σπηλιάς, είχε διατηρηθή. Το μέρος ήτο σχεδόν άβατον. Το Κακόρρεμα εσχηματίζετο από έναν βράχον απάτητον προς δυσμάς, και από ένα κρημνόν, ή μίαν σάραν ολισθηράν εξ ανατολών. Κάτω εις το βάθος ανέβλυζε το Γλυφονέρι. Δύο άντρα, με το στόμιον πολύ στενόν, έχασκον ένθεν και ένθεν. Εκεί εκοιμάτο την νύκτα· την ημέραν κατήρχετο εις την Σκοτεινήν Σπηλιάν. Διά ν’ ανέλθη και διά να κατέλθη, ούτε δρομίσκος ούτε μονοπάτι υπήρχεν. Επάτει επί της σάρας, εις την βάσιν του κρημνού. Τότε η σάρα εταράσσετο, εφαίνετο ως να εθύμωνε. Οι λίθοι τους οποίους εξετόπιζε πατούσα, ήσαν ως βάσις και θεμέλιον εις όλον τον άπειρον σωρόν των λίθων, τον απλούμενον επί του πρανούς του κρημνού. Καθώς έφευγον οι πρώτοι λίθοι, άλλοι λίθοι ήρχοντο να λάβωσι την θέσιν των, μετ’ αυτούς δε άλλοι. Και ούτω η παλίρροια όλη του κρημνού ήρχετο κατ’ επάνω της, έπιπτεν εις τας κνήμας και τα σκέλη της, εις τας χείρας και το στέρνον της. Ενίοτε, λίθοι τινές, από ύψος κατερχόμενοι, έπιπτον με ορμήν και κακίαν του προσώπου της. Τους τελευταίους τούτους εφαίνετο πράγματι ως να τους εσφενδόνιζεν αόρατος χειρ κατά της κεφαλής της.
Αφού τέλος, μετά τόσον λιθοβόλημα, έφθασεν εις την Σκοτεινήν Σπηλιάν, την πρώτην ημέραν, εκάθισε κι αγνάντευε το πέλαγος. Η Σπηλιά, η θαλασσόπληκτος, έχει διπλήν είσοδον, εκ τε της ξηράς και της θαλάσσης. Προς την θάλασσαν, το στόμιον της χαμηλόν και στενόν, όσον διά να διέλθη μικρά βάρκα αλιέως. Η Φραγκογιαννού, αόρατος, από το μέρος της ξηράς, ήκουε τον υπόκωφον, επίμονον παφλασμόν του κύματος εις το στόμιον του άντρου. Το κύμα ανωρθούτο, επήδα, έπληττε την άνω φλιάν του στομίου, κατέπιπτε, πάλιν ανεπήδα, εξέπεμπε μακρούς ωρυγμούς μανίας από τις αποθαλασσιές του βορρά, πότε στεναγμούς πόνου και πάθους από την φουσκοθάλασσαν. Κάτω εις το βάθος το άπατον, μυστήριον και σκότος σαλεύον. Μία ποτέ βάρκα, ως διηγούντο, εισπλεύσασα διά να συλλέξη καραβίδας και παγούρια, ενώ εις των ναυβατών είχεν αναρριχηθή εις το τρομερόν ύψος του βράχου διά να συλλέξη κρίταμα, εκάθισεν επάνω εις μίαν φώκην ζωντανήν φράττουσαν ακριβώς το πλάτος του στομίου. Το σκοτεινόν ζώον ανεταράσσετο, ήσπαιρεν, η μικρά σκάφη επάλλετο, έτρεμε, και δεν ημπορούσε να υπάγη ούτε εμπρός ούτε οπίσω. Ο ναυβάτης ο εντός της βάρκας εκτύπησε την φώκην μ’ ένα πέλεκυν, την αιμάτωσε, το κύμα εκοκκίνησε επ’ ολίγον. Η φώκη ήσπαιρεν εν αγωνία. Ο νεαρός αλιεύς κατώρθωσε να σφίγξη τον λαιμόν με μίαν θηλειάν, και καλέσας τον άλλον σύντροφόν του εις βοήθειαν κατώρθωσε τη βοηθεία αυτού, με κίνδυνον να βουλιάξη η φελούκα, ν’ ανασύρη επάνω την φώκην.
Η γραία Χαδούλα αγνάντευεν, αγνάντευεν εις το πέλαγος. Ας ήτο και τώρα, να φανή να πλησιάση μία βάρκα!... Η Φραγκογιαννού θα παρεκάλει τους νέους αλιείς, τους πατριώτας της, να την επάρουν μαζί, μες στην βάρκα... Και πού θα επήγαινε... Ω, βέβαια στα πέρα χώματα, στα μέρη τ’ αντικρινά, στην μεγάλη στεριά... Κ’ εκεί τι θα έκαμνε; Ω, είχεν ο Θεός, θ’ άρχιζ’ εκεί νέον βίον!
Έβλεπεν, έβλεπεν, ανοιχτά εις το πέλαγος, μακράν έξω, πολλά πανιά, λευκά ιστία, σαν του γλάρου τα φτερά. Βρατσέρες, γολέτες, μικρά καΐκια, τα έβλεπε ν’ αρμενίζουν, να οργώνουν τα κύματα, ωσάν βοϊδάκια ζευγαρωτά. Άλλα έπλεον πόρρω προς βορράν, άλλα κατήρχοντο προς νότον, άλλα αρμένιζαν προς ανατολάς ή προς δυσμάς, τέμνοντας σταυροειδώς τους ολκούς, τας βαθείας ορατάς αύλακας, τας οποίας άφηναν όπισθέν των τα πρώτα. Είτα πολλά ρεύματα διαχαράσσοντα το πέλαγος, από τα οποία εφαίνετο η θάλασσα ωσάν κεντητή, πεποικιλμένη. Έβλεπεν, εωσότου τα μάτια της «έκαμαν γυαλιά» να βλέπη.
Η Φραγκογιαννού έβγαλεν από το καλάθι της το παλαιόν κιτρινωπόν χράμι, το μάλλινον, το οποίον είχε διά να τυλίγεται όταν ήθελε να κοιμηθή και δεν είχεν ύπνον, εσηκώθη ορθή, ανεπέτασε την μαλλίνην σινδόνα, κ’ άρχισεν εκθύμως να την σείη. Έκαμνε σήματα, απηλπισμένα σήματα προς τους ναυτίλους, να έλθουν να την επάρουν μαζί των. Έβλεπον, δεν έβλεπον οι ναυβάται τα σημεία της; Από κανέν πλοίον δεν απήντησαν εις τον πόθον της, εις τας τόσας προσπαθείας της. Τα λευκά ιστία έφευγον με τον άνεμον εις το κύμα, και αυτή έμενε προσηλωμένη εις τον βράχον της Σκοτεινής Σπηλιάς, προγεγραμμένη, έρημος, μη βλέπουσα διά τη αύριον χρυσής αυγής την ανατολήν...
Το λευκάζον και κιτρινωπόν ράκος τής έφυγεν από την χείρα· το επήρεν ο άνεμος, και το έρριψεν επί της κεφαλής και των ώμων της γυναικός.
– Αυτό θα είναι το σάβανο μου! εψιθύρισε πικρώς μειδιώσα η Φραγκογιαννού.
Τέλος, καθώς εκάθισε κάτω επί του βράχου, βλέπει μίαν βάρκαν, μικράν φελούκαν, να έρχεται παραπλέουσα την ακτήν. Είχε μικρόν ιστίον και δύο κουπιά, τα οποία έτυπτον ραθύμως το κύμα. Έπλεεν εξ ανατολών κ’ επλησίαζε προς τον έρημον βράχον, εις το άσυλόν της. Η Φραγκογιαννού ησθάνθη σκίρτημα ελπίδος μέσα της. Εκρύβη όπισθεν της κορυφής του βράχου, διά να κατοπτεύση και ίδη αν θα εγνώριζε τους επιβαίνοντας. Όταν η φελούκα επλησίασεν, είδεν ότι ο εις εκ των τριών επιβατών της, όστις έσυρε την «συρτήν» από την πρύμνης, εφόρει στρατιωτικήν στολήν. Κάποιος παρεπιδημών απόστρατος, αγαπών τ’ οψάρευμα, είχεν εξέλθει προς άγραν, ομού με δύο εξ επαγγέλματος αλιείς. Η Φραγκογιαννού μόνον είδεν ότι ήτο «ταχτικός», και γελασμένη εκρύβη βαθύτερα όπισθεν του βράχου.
Την νύκτα απεκοιμήθη εις την κρύπτην της, μέσα εις την υγράν άλμην της Σπηλιάς. Βόμβοι εθορύβουν εις τα ώτα της. Το κύμα υπό τους πόδας της ερρόχθει, με παρατεταμένους ωρυγμούς λύσσης. Βαθιά, μέσα εις τα στέρνα της ήκουε τα κλαυθμυρίσματα των ακάκων νηπίων. Υπόκωφοι συριγμοί του μακρινού ανέμου ήρχοντο εις τας ακοάς της. Ο νεκρώσιμος χορός των κορασίδων, με ηυξημένον τον φρικώδη ορμαθόν, εχοροπήδα τριγύρω της. «Είμαστε παιδιά σου! –Μας εγέννησες! –Φίλησε μας! – Δώσε μας μαμμά! – Πάρε μας στολίδια, στολίδια όμορφα! – Χάιδεψέ μας! – Δεν μας αγαπάς;»
Η γραία πενθερά του Λυρίγκου, μανιώδης, συστρέφουσα τας χείρας, την ηπείλει τρομερά, και ο γαμβρός της, με ήθος παραπονεμένον, την επέπληττε... Κάτω εις τους πόδας, εις το βάθος της Σπηλιάς, ερρόχθει το κύμα... Έβραζεν, έβραζε, και το άντρον μετεβάλλετο εις στέρναν, και το νερόν της στέρνας εβρυχάτο μ’ έναρθρον φωνήν:
– Φόνισσα! – Φόνισσα!
Η δυστυχής εξύπνησεν έντρομος, περιρρεομένη από άλμην και ιδρώτα. Ηύχετο πλέον και πάραυτα το απεφάσισε, να μην κοιμηθή άλλην φοράν εις την ζωήν της, αν ήτον διά να βλέπη τέτοια όνειρα. Ο θάνατος θα είναι ο κάλλιστος των ύπνων – αρκεί να μην έχει κακά όνειρα! Τις οίδε! – Μόλις το εσκέφθη, και μετ’ ολίγον απεναρκώθη πάλιν. Τότε της εφάνη ότι έβλεπεν εμπρός της τον Καμπαναχμάκην, τον άγροικον εκείνον του βουνού· ίστατο ενώπιόν της με την στραβολέκαν του την ποιμενικήν, με το σκαιόν ήθος του, με την όψιν του την τραχείαν και με λαρυγγώδη φωνήν της έλεγε: «Στο Κακόρρεμα! Στο Μονοπάτι, στη Βρύση του Πουλιού! Στου Γέροντα το Ερμητήριο!»
Και καθώς εγίνετο άφαντος, ακόμη επανέλαβε:
– «Στο Ερμητήριο! Στου Γέροντα το Ερμητήριο!»
Η Φραγκογιαννού εξύπνησε την ώρα του λυκαυγούς με μικράν γαλήνην εις την ψυχήν, ενώ το κυανούν και πορφυρίζον του στερεώματος καταντικρύ της συνεχέετο με το μαυρογάλανον του πόντου, και αύρα, δρόσος, φλοίσβος, κελάρυσμα απετέλουν ηδείαν συζυγίαν αρμονίας εις τας αισθήσεις της.
Από της προχθές δεν είχε παύσει να σκέπτεται το ερημητήριον εκείνο, περί ου της είχεν ομιλήσει προς τριών ημερών ο Καμπαναχμάκης. Είχεν ακούσει πολλά να λέγουν γυναίκες ευλαβείς περί των αρετών του Γέροντος εκείνου· του παπ’ Ακακίου, όστις προ ολίγου καιρού μόνον είχεν έλθει εις την νήσον, και είχε κατοικήσει εις τον Άγιον Σώστην, παλαιόν αναχωρητήριον μετά ερήμου ναΐσκου, το οποίον έκειτο επί μικρού θαλασσοπλήκτου βράχου, όστις απετέλει σκόπελον ή μικρόν νησίδιον παρά την βορείαν, μικρόν προς δυσμάς κλίνουσαν, κρημνώδη ακτήν, και με την άμπωτιν των υδάτων, το νησίδιον εγίνετο μικρά χερσόνησος. Ο γέρων παπ’ Ακάκιος ήτο, έλεγαν, αυστηρός πνευματικός, πλην είχε το σπάνιον χάρισμα της διακρίσεως των λογισμών, κ’ έφθανε μέχρι προορατικότητος. Αι γυναίκες εβεβαίουν ότι ήτο σωστός κρυφιογνώστης, και σου έλεγε τι είχες μέσα σου. Και πολλάκις εξωμολόγει τον μετανοούντα πολύ περισσότερον ή όσον αυτός ήθελε να εξομολογηθή.
Διά την Φραγκογιαννού θα ήτο ευτύχημα, αν είχεν ειλικρινή απόφασιν να εξομολογηθή, να ευρίσκετο εις πνευματικός όστις να την απήλλαττεν από τον κόπον και από το φοβερόν βάσανον του δισταγμού, λέγων: «Αυτό κι αυτό έκαμες!» Ήρκει να μην την απήλπιζε, αλλά να ήτο ικανός να την βοηθήση και να την σώση, – ακόμη και εις τον πρόσκαιρον κόσμον, ει δυνατόν! Τάχα δεν υπήρξεν εις Άγιος όστις έκρυψε και έσωσε, μη θελήσας να τον παραδώση εις την εξουσίαν, τον φονέα του ιδίου αδελφού του; Πόσω μάλλον ο παπ’ Ακάκιος δεν θα έσωζε και θα έκρυπτεν αυτήν, ήτις δεν είχε κάμει κακόν ατομικώς εις τον σεβάσμιον ερημίτην; Μήπως δεν επερνούσαν καθημερινώς πλοία, γιαλό ή ανοιχτά από τον Αϊ-Σώστην, και δεν θα ηδύνατο να την φυγάδευση αν ήθελε;
Η Χαδούλα είχε βαρυνθή την μονοτονίαν της Σκοτεινής Σπηλιάς, και είχεν αρχίσει ν’ αδυνατίζη πολύ από την ανεπαρκή τροφήν. Έλαβεν απόφασιν, άμα φέξη καλά, να πάρη το καλαθάκι της, και να εξέλθη από το άσυλόν της, όπως διευθυνθή προς τον Άγιον Σώστην. Εκεί θα εξωμολογείτο όλα τα «πάθια της». Καιρός μετανοίας πλέον...
Έφθασαν, έφθασαν, οι χωροφύλακες! Είτε διά προδοσίας, είτε δι’ ιχνηλασίας, την είχαν ανακαλύψει... Κατώρθωσαν να κατέλθουν εις το Κακόρρεμα, χωρίς να ενοχληθούν από τον κρημνόν, χωρίς οι λίθοι της σάρας να σηκωθούν και να ριφθούν κατεπάνω τους, να τους κυνηγήσουν!
Ήτο την αυγήν άμα έφεξεν, ενώ η Φραγκογιαννού ητοιμάζετο να διεθυνθή διά του συντομωτέρου δρόμου, εις τον Άι-Σώστην, εις το Ερημητήριον. Ο ήλιος δεν είχεν ανατείλει διά να φωτίση ακόμη την φαλακράν ακτήν, το Κουρούπι, και να στείλη χρυσάς ακτίνας εις την απότομον κλιτύν του Στοιβωτού. Η Φραγκογιαννού τους είδεν, ετρόμαξεν, επήρε το καλάθι της, και ασθμαίνουσα, ξεγλωσσασμένη, έτρεξε τον ανήφορον, επάνω εις τον βράχον τον άβατον, εις το Κλήμα, προς το δυτικόν μέρος. Επέταξε, με λάκτισμα των ποδών προς τα οπίσω, τας φθαρμένας εμβάδας, «τα παλιοκατσάρια της», και ξυπόλητη ανερριχήθη επάνω εις τον κρημνόν. Οι δύο «νομάτοι» έβγαλαν κι αυτοί τα τσαρούχια τους, κ’ έτρεξαν κατόπιν της, εις τον βράχον τον απάτητον, εις τον χώρον της απελπισίας, όπου εβάδιζεν εκείνη.
Μίαν μόνην στιγμήν, η δύστηνος έστρεφε την κεφαλήν οπίσω. Τότε είδεν ότι οι διώκται ήσαν μεν δύο, αλλά μόνον ο εις εφόρει την στρατιωτικήν στολήν. Ο άλλος έφερεν εγχώριον ένδυμα, με σελάχι, εφωδιασμένον με πιστόλια και χαρμπιά, περί τη μέσην. Εφαίνετο να είναι εις των αγροφυλάκων.
Τούτο την επτόησε και την εφόβισεν. Η απουσία του ενός χωροφύλακος έδιδεν αφορμήν εις υποψίας. Μήπως από την άλλην πλευράν του κρημνού, πέραν του βράχου του αξένου της απορρώγος ακτής την επερίμενεν ενέδρα τις, ώστε να την κλείσωσιν οι σκληροί διώκται μεταξύ δύο πυρών;
Και πάλιν η σύμπτωσις αυτή την επαρηγόρησε και της ενέπνευσε μικράν ελπίδα. Εάν ο ένας από τους δύο «νομάτους» ήτον πατριώτης, χωρικός άνθρωπος εις την υπηρεσίαν της δημαρχίας, τούτο ίσως εσήμαινεν ότι ούτος θα εξετέλει μάλλον ως αγγαρείαν το κυνήγημα το οποίον του είχαν επιβάλει και ίσως μάλλον θα έκοπτε την ορμήν του άλλου, του χωροφύλακος. Δεν ήτο δε απίθανον ο αγροφύλαξ εκείνος και να ησθάνετο μέσα του κρυφήν συμπάθειαν προς την φεύγουσαν, την διωκομένην, την τρέχουσαν επάνω εις τα κατσάβραχα, μ’ αιματωμένους τους πόδας, δύστυχη γυναίκα –περί της ενοχής της οποίας δεν ήτο καν βέβαιος.
Η φόνισσα. ΙΣΤ´
(από το Η φόνισσα, Ελληνικά Γράμματα/Τα Νέα 2006)