Ας εισδύη μία μόνη ακτίς ηλίου, άμα τη ανατολή, διά του θαμβού φεγγίτου, εις τον πενιχρόν θάλαμον, με τους τέσσαρας τοίχους ασβεστωμένους λευκούς, με μίαν ψάθαν, και επ’ αυτής μικρόν αμαυρόν κιλιμάκι στρωμένα επί του πατώματος, με δύο προσκεφαλάδες* ακουμβημένας σύρριζα εις τους τοίχους, ένθεν και ένθεν της γωνίας του πυρός, όπου τέσσαρες ξηροί δαυλοί και δύο μεγάλα ξύλα ορθά καίουσι και βρέμουσιν επί της εστίας. Τοιούτος να είναι ο χειμερινός θάλαμος, έχων τα νώτα εστραμμένα προς βορράν και προς δυσμάς, συνεχόμενος με άλλον βορεινόν θαλαμίσκον, όστις να είναι συγχρόνως δώμα και ηλιακωτόν και υπερώον. Κατεσκευασμένος με πλίνθους, με ξυλοτοίχους, στεγασμένος με ξύλα και με κεράμους, αφάτνωτος, ανώροφος, ευήλιος, αθέρμαστος, ευήνεμος, σχεδόν υπαίθριος, με το μόνον υψηλόν και πλατύ παράθυρον το απάδον εις όλον τον ρυθμόν του κτιρίου, και, χάριν πολυτελείας, με πηχυαίαν ύαλον, διά ν’ απολαύη τις όρθιος, εις τα βασίλεια του Βορρά, την μεγάλην θέαν και την μεγάλην πάλην. Τοιαύτη θα ήτο, χωρίς να παραβώ την δεκάτην Εντολήν, η μόνη φιλοκτημοσύνη μου και η μόνη πλεονεξία.
Ο οικισμός να είναι κτισμένος επί βράχου υψηλού, επί του μόνου υψηλού βορεινού βράχου του προσφιλούς εις τας αναμνήσεις μου. Εκεί απλούται ατελείωτον το πέλαγος ανά την αχανή έκτασιν από ακτής έως ακτής και από κόλπου έως κόλπου, και χαμηλώνει ο ουρανός εις την μίαν άκραν την απωτέραν, διά να περιπτυχθή εγγύτερον την εσχατιάν των θαλασσών, ο σάπφειρος φιλών τον σμάραγδον, το βαθύχλωρον αντασπαζόμενον το γλαυκόν. Φυσά ο Καικίας κατερχόμενος από τα βουνά της Θράκης, και ο Βορράς παγερός αποσπάται μυριοπτέρυγος από τον νεφελοσκεπή και χιονοστέφανον Άθω, και ο Αργέστης ριγηλός καταβαίνει από τον γεραρόν Όλυμπον· φρίσσει το κύμα εις την επαφήν της ψύχρας πνοής, φρικιά ο πορφυρούς πόντος από την κραταιάν αύραν, ρυτιδούται η θάλασσα από την αλλεπάλληλον ραγδαίαν ριπήν, αγριαίνει το πέλαγος, ωρύεται μανιωδώς η καταιγίς, ρήγνυται το κύμα εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους. Συννεφούται ο ουρανός από τας μαύρας κάπας των θυελλών τας σωρευομένας επάνω του, φαεινός στύλος προκύπτει εν ακαρεί εν μέσω αχανούς κυκεώνος μελανών στροβίλων· ιδού η ακτίς θα διώξη το έρεβος, η γαλήνη θα εξώση τον τυφώνα. Ο φαεινός στύλος ήτο σίφων τρομακτικός, σχεδόν υπερφυές θέαμα, το οποίον ερρίζωσεν εν ριπή επί της θαλάσσης και εκορυφώθη έως εις τον ουρανόν.
Ο σίφων εξερράγη, ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην και τους βράχους και τους αιγιαλούς, ο άνεμος συνεμαζεύθη εις τα άντρα και τας αγκάλας, η Σκοτεινή Σπηλιά ηχεί παρατεταμένως, μυστηριωδώς, από την κοπείσαν κολοβήν πνοήν του ανέμου, από απειλήν νέας μανίας λυσσωδεστέρας της πρώτης, από της φοβεράς εν τη σιωπή συνωμοσίας των στοιχείων. Το Κακόρεμα αντηχεί διακεκομμένως από την δάνειον ιαχήν της λαίλαπος, από την καταρρακτώδη κάθοδον του χειμάρρου. Η Νηρηίς ανήλθεν από το υποβρύχιον άντρον της, ανέβη εις το απάτητον ύψος του αιχμηρού βραχώδους προβλήτος, και άτρωτος αυτή από τον όμβρον και τον άνεμον, θεωρεί μειδιώσα την πάλην των στοιχείων. Ο Τρίτων κολυμβών κάτω εις την ρίζαν του βράχου, ανίσχει την κεφαλήν έξω του κύματος, και προσβλέπει ερωτικώς την υψιβάτιδα και ασύλληπτον δι’ αυτόν άσπλαγχνον νύμφην. Ο ταύρος του Θεοδόση ο μονόκερως, ο φιλέρημος και μελαγχολικός, καταβάς προ μικρού διά να κάμη τον συνήθη περίπατόν του κάτω εις το βαθύ ρεύμα, το κατερχόμενον δι’ ελιγμών και βράχων και καταρρακτών εις τον Μικρόν Γιαλόν, εξέβαλεν ένα θρηνώδη μυκηθμόν, είτα έμεινεν εξηπλωμένος, απαθής, ακίνητος, δεχόμενος επί των νώτων όλον τον κρύον λουτήρα της καταιγίδος. Εάν έβλεπέ τι, έβλεπε τας ασπρομαύρους καλλικατζούνας, μεγάλα θαλάσσια όρνεα, τα οποία επί των ανεχόντων μέσω του κύματος σκοπέλων, εις απόστασιν οργυιών τινων από της ξηράς, πολλοί εξέλαβον μακρόθεν ως γυναίκας ανασφουγγωμένας* και ασπρομαυροβολούσας, αίτινες ησχολούντο να βγάλουν πεταλίδας, κύπτουσαι επί των βράχων. Αλλ’ ήτο αδιάφορος και προς το θέαμα τούτο, ως και προς όλα τα λοιπά.
Δύο γίδες του Στάθη του Μπόζα είχον λείψει την πρωίαν εκείνην από τον μικρόν αιπόλον. Είχαν εκπέσει αποπλανηθείσαι, και είχαν βραχωθή κάτω εις την στενήν πετρώδη κόγχην την σχηματιζομένην κατέμπροσθεν και υποκάτω από το ιερόν Βήμα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης. Η κόγχη εκείνη ήτο και δεν ήτο εσοχή, ήτο και δεν ήτο σπήλαιον. Σπήλαιον αστεγές και εσοχή στεγανή. Ηωρείτο επάνω της αβύσσου, έχασκεν άνωθεν του πόντου. Κάτω βράχος χιλίων εκατογχείρων αγκάλισμα, κρημνός μόνον εις νυκτερίδας και εις γλαύκας βατός. Εις την ρίζαν του βράχου το κύμα, πολλών οργυιών βόλισμα, φωκών κολύμβημα και καρχαριών. Δεν ήτο δυνατόν να βάλη τις εις τον νουν του, ότι ηδύνατο άνθρωπος να καταβή εις την φοβεράν εκείνην αιώραν, διά ν’ ανασύρη τας αποπλανηθείσας. Αι δύο βραχωμέναι αίγες, συνηθισμέναι ν’ αναρριχώνται εις όλους τους κρημνούς, ν’ αναπηδώσιν επάνω εις όλα τα χαλάσματα, εις όλους τους ρέποντας και καταρρέοντας τοίχους, δεν είχον εννοήσει ότι έπεσαν εις παγίδα, την οποίαν ο δαίμων της αβύσσου είχε στήσει δι’ αυτάς. Ησθάνοντο και αυταί, ως άλογα κτήνη οπού ήσαν, ότι δεν ήτο δυνατόν να γλυτώσουν από εκεί όπου ήσαν βραχωμέναι.
Αφού έφαγαν εις μίαν ώραν όλην την κάππαριν και όλα τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, όσαι ήσαν φυτρωμέναι εκεί, έβλεπαν καλώς ότι, διά να ξαναβοσκήσουν, έπρεπε να περιμείνουν εβδομάδες ή μήνας τινας, εωσού ξαναφυτρώσουν πάλιν άλλη κάππαρις και άλλα κρίταμα. Τούτο το έπαθαν διά να έχουν την κακήν συνήθειαν να μη ζητούν ποτέ την άδειαν του αιπόλου, εις όλας τας κινήσεις των και τα σκιρτήματά των. Και διά να μάθουν άλλην φοράν, αν επεθυμούσαν ν’ αρμυρίσουν*, να ευρίσκουν άλλον δρόμον διά να καταβαίνουν κάτω εις την άμμον του αιγιαλού. Αλλά τώρα ήτο πολύ αμφίβολον αν θα εγλύτωναν, διά να βάλουν γνώσιν δι’ άλλοτε.
Επάνω εις τον βράχον ήτο κτισμένον το παρεκκλήσιον, μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας, λικνιζόμενον από το αειτάραχον και πολύρροιβδον κύμα, ναναριζόμενον από τα άσματα τα οποία ο άνεμος έψαλλε δι’ αυτό εις τους σκληρούς βράχους και εις τα ηχώδη άντρα. Οι τέσσαρες τοίχοι ίσταντο ακόμη αρραγείς, πετροθεμελιωμένοι, σώζοντες μικρόν επίχρισμα από παλαιού καιρού περί την μεσημβρινοδυτικήν γωνίαν, χορταριασμένοι και μαυροπράσινοι περί την βορειανατολικήν. Η στέγη, φέρουσα ακόμη ολίγας κεράμους και πλάκας, εστηρίζετο επί δοκού με πολλάς ακτίνας εκ σκληράς καστανέας. Ολόγυρα εις τους τοίχους, υψηλά άνω των υπερθύρων και υπό τα γείσα της στέγης, ωραία μικρά πινάκια παλαιών χρόνων ήσαν εγκολλημένα, σχηματίζοντα μέγαν σταυρόν επί της χιβάδος του ιερού Βήματος προς ανατολάς, μετά υποποδίου εις σχήμα ανεστραμμένου Τ εκ πέντε άλλων πινακίων, και άλλους δύο σταυρούς δεξιόθεν και αριστερόθεν, ύπερθεν των δύο παραθύρων του χορού, και τέταρτον σταυρόν άνωθεν της φλιάς της εισόδου, δυσμόθεν. Και τα ωραία παλαιά πιατάκια ήσαν όλα χρωματιστά, γαλάζια και υποπράσινα και κιτρινωπά και λευκά, με κλαδάκια και με λούλουδα και με ανθρωπάκια και με πουλιά, φιλοκάλως και κομψώς διατεθειμένα, στίλβοντα εις τον ήλιον, χάρμα των οφθαλμών, κειμήλια υψηλά κείμενα, στερεά βαλμένα εις τας κόγχας των, αφελή αναθήματα, λείψανα παλαιών χρόνων, περισώσματα αρπαγών και δηώσεων παντοίων, ολιγώτερον φευ! ασφαλή από της νεωτέρας αρχαιολογικής και αρχαιοκαπηλικής μανίας. Και ο απλούς ούτος στολισμός παρείχε μεγάλην χάριν, μεμειγμένην με άρρητον τρυφερόν θέλγητρον, εις το μικρόν βραχοφυτευμένον παρεκκλήσιον, εμπνέων εις τον επισκέπτην μεγάλην επιθυμίαν να διασκελίση το κατώφλιον, να εισέλθη εις τον πενιχρόν ναΐσκον, ν’ ανάψη κηρίον, να κάμη τον σταυρόν του, και ν’ ασπασθή ευλαβώς την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης, της ζωγραφισμένης παρειάν με παρειάν με το πρόσωπον του υπερθέου και υπερηγαπημένου Βρέφους της,
Και πάλι κίνησα να ’ρθω, Χριστέ μου, στην αυλή σου,
να σκύψω στα κατώφλια σου τα τρισαγαπημένα,
οπού με πόθο αχόρταγο τα λαχταρεί η ψυχή μου.
και, αν δεν ήτο άλλως πολυάσχολος από την βιοτικήν τύρβην (αλλά διά να είναι τοιούτος εις την έρημον εκείνην ακτήν, έπρεπε να είναι το πολύ ζωέμπορος ταξιδεύων διά ν’ αγοράση ερίφια), να σταθή ν’ ακούση τας Μεγάλας Ώρας και τον Εσπερινόν της Παραμονής των Χριστουγέννων, ψαλλόμενα από τον μπάρμπ’ Αναγνώστην τον Παρθένην, τον μόνον βοηθόν του παπα-Μπεφάνη, εις όλας τας λειτουργίας όσας ετέλει εκείνος, τας ημέρας ταύτας εξ ευχής και ταξίματος, κατά προτίμησιν, εις το μικρόν παρεκκλήσιον.
Η σάρκα μου αναγάλλιασε σιμά σου κ’ η καρδιά μου.
Το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τρυγόνι σκέπη,
να βάλουν τα πουλάκια τους, τα δόλια, να πλαγιάσουν,
τον ιερό σου το βωμό, αθάνατε Χριστέ μου.
Και ο ευσεβής προσκυνητής θα εύρισκε μεγάλην γλύκαν και παρηγορίαν από τες πίκρες του κόσμου εις το να θεωρή μόνον την πενιχράν κανδήλαν καίουσαν εμπρός εις την ωραίαν εικόνα, την ζωγραφημένην από τον μακαρίτην Αθανάσιον τον Κεφαλάν, Ηπειρώτην, άνδρα αγωνιστήν, ευπαίδευτον, πολύγλωσσον, ωρολογοποιόν και ζωγράφον, όστις όμως όλην την ζωήν του υπήρξε δημοδιδάσκαλος Γ´ τάξεως, και απέθανεν υπερενενηκοντούτης με την τριακοντάδραχμον σύνταξίν του.
Η ωραία μικρά εικών, με το ωχρόν πρόσωπον της Παναγίας, ενούμενον κατά παρειάν με το λευκόν και ένθεον πρόσωπον του λατρευτού Βρέφους της, είχεν άφατον γλυκύτητα, και ήτο καλλίστη έκφρασις της μητρικής στοργής, της γεννωμένης, ως εκ πικράς ρίζης γλυκέος καρπού, ευθύς με τας ωδίνας του τοκετού, και συναυξανομένης με της ανατροφής τους κόπους και τας μερίμνας. Και ο φιλακόλουθος πιστός δεν θα υστέρει της αμοιβής διά την ευσεβή προσήλωσιν.
Κάλλιο μια μέρα στη δική σ’ αυλή, παρά χιλιάδες·
στον ίσκιο ας είμαι του ναού σαν παραπεταμένος
καλύτερα, παρά να ζω σ’ αμαρτωλών λημέρια.
Δεξιά επί του τέμπλου ήτο η εικών του Χριστού και η εικών του Προδρόμου. Αριστερά η Παναγία η Γλυκοφιλούσα, η προστάτις των μητέρων και ο Άγιος Στυλιανός ο φίλος και φρουρός των νηπίων.
Επί του δεξιού και του αριστερού τοίχου υπήρχον ακόμη ολίγοι Άγιοι, ζωγραφημένοι από παλαιού καιρού. Άλλων ήσαν φθαρμένα τα πρόσωπα και τα στέρνα, άλλων ασβεστωμένα τα σκέλη και οι πόδες, από ατελείς αποπείρας επιχρίσεως ή στολισμού υπό αμαθών ευλαβών γυναικών. Ήσαν ο Άγιος Ελευθέριος, ο ελευθερωτής των εγκύων, και η Αγία Μαρίνα, η προστάτις των ωδινουσών. Είτα ήσαν ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος, με τα χαντζάρια των, με τας ασπίδας, τους θώρακάς των και την άλλην πανοπλίαν των. Και η Αγία Βαρβάρα και η Αγία Κυριακή με τους σταυρούς και με τους κλάδους των φοινίκων εις τας χείρας. Ήσαν και οι όσιοι, με τα κουκούλια, με τας λευκάς γενειάδας των, με τα κομβοσχοίνια και τους ερυθρούς σταυρούς των, ο όσιος Αντώνιος και Ευθύμιος και Σάββας. Ήτο εκεί και ο όσιος Ποιμήν ο ασκητής, με το λόγιόν του, «ο Ποιμήν τέκνα ουκ εγέννησε», και με την απάντησίν του εις τον Ανθύπατον, προκειμένου περί ζωής ή θανάτου του αθώου ανεψιού του: «Ει μεν εύρης ένοχον, κόλασον αυτόν· ει δε αθώον, ως θέλεις πράξον».
Ήτο και αυτός εκεί, προστάτης ουδέν ήττον και φρουρός των ακάκων και των παιδίων. Ήτο και ο όσιος Μωυσής ο Αιθίοψ «Άνθρωπος όψιν και θεός την καρδίαν». Μωυσής δεύτερος, είχε χαράξει το σημείον του Σταυρού, όταν διεκολύμβησε δις και χιαστί τον Νείλον, κρατών επί των οδόντων την μάχαιραν, με σκοπόν να φονεύση τον εχθρόν του· και μη επιτυχών αυτόν, επανέπλευσε κρατών δύο κριούς ζωντανούς, διά των ρωμαλέων βραχιόνων του, υπεράνω του ρεύματος. Και ο λήσταρχος έγινεν άγιος, και υπήγε να εύρη τον άλλον παλαιόν ομότεχνόν του, εκείνον, τον οποίον, ως λέγει η παράδοσις, είχε θηλάσει ποτέ εις την έρημον, κατά την εις Αίγυπτον φυγήν, εν καιρώ της βρεφοκτονίας η Παναγία.
Δεξιά δε τω εισερχομένω, και ευθύς μετά την θύραν ίστατο, παρά την γωνίαν του μεσημβρινού τοίχου, η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια, κρατούσα με την αριστεράν χείρα το μικρόν της ληκύθιον, το περιέχον τα λυτήρια όλων των μαγγανειών και των επωδών και των φίλτρων, ως να προσέφερεν αυτό εις τας ευσεβείς προσκυνητρίας, και να έλεγεν: «Ελάτε· εγώ είμαι που χαλνώ τα μάγια».
Το παρεκκλήσιον εώρταζε, τη 26 Δεκεμβρίου, την Σύναξιν της Υπεραγίας Θεοτόκου, ήτοι τα Επιλόχια,
Λεχούς αμώμου, ανδρός μη γνούσης λέχος.
Κάτωθεν της εικόνος, επί λευκής μεταξοϋφούς ποδιάς, εφαίνοντο ανηρτημένα παιδάκια, και μόνον παιδάκια ασημένια, εξαιρέσει ενός μόνου αργυρού τεμαχίου, το οποίον έφερεν άλλο σχήμα ζώου, ομοίου σχεδόν με άρνα κερασφόρον ή με έριφον. Επί τινος αφράκτου ερμαρίου, εις τον αριστερόν τοίχον, έβλεπέ τις διάφορα αντικείμενα, οίον στεφάνους ανδρογύνων (νεκρών ίσως ανδρογύνων) τυλιγμένους εντός λευκής σκέπης, τεμάχια βαπτιστικών και κουκουλίων από το βάπτισμα βρεφών, ως και γυμνά κόκκαλα ακόμη, και τρυφερά λευκά κρανία μικρών παιδίων.
Τα παιδάκια τα ανηρτημένα επί της λευκής ποδιάς ήσαν ομοιώματα μικρών παιδίων, ταχθέντα από τας μητέρας, όταν τα μικρά των ήσαν άρρωστα, εις την Παναγίαν την Γλυκοφιλούσαν, την μητέρα του θείου Βρέφους, και προσφερθέντα εις τον ναόν της μετά την ίασιν των αρρώστων. Το ομοίωμα του μικρού ζώου ήτο και αυτό βεβαίως από τάξιμον. Και οι στέφανοι των ανδρογύνων ήσαν αφελή αποθέματα και μνημόσυνα ατυχών συνοικεσίων, γενόμενα υπό της μητρός, ήτις επέζησεν έρημη και άχαρη, εις ανάμνησιν θυγατρός, ήτις απέθανεν ίσως λεχώ, ευθύς μετά τον πρώτον τοκετόν, αφιερώματα και ταύτα εις την προστάτιδα των λεχών, την Παναγίαν την Γλυκοφιλούσαν. Και τα τεμάχια των βαπτιστικών και κουκουλίων ήσαν και ταύτα ενθύμια παιδίων, αποθανόντων ευθύς μετά το βάπτισμα, και τα λευκά κόκκαλα και τα κρανία τα τρυφερά ήσαν άσπιλα λείψανα παιδίων, τα οποία είχεν ευδοκήσει να καλέση ενωρίς εις τον Παράδεισον, πλησίον του υιού της του ειπόντος «Άφετε τα παιδία έρχεσθαι πρός με, και μη κωλύετε αυτά», η Παναγία η Γλυκοφιλούσα.
Τα στέφανα του γάμου και τα βαπτιστικά κουκούλια του μικρού παιδιού, τα είχε φέρει εις τον ναΐσκον η θεια-Αρετώ, η Χρονιάρα, η αφιλοκερδής νεωκόρος και πρόθυμος διακοσμήτρια όλων των εξωκκλησίων. Ήρχετο τακτικά δύο φοράς την εβδομάδα από το καλυβάκι της, το οποίον απείχεν ημισείας ώρας δρόμον από την έρημον ακτήν, ήρχετο διά να επισκεφθή την Παναγίαν την Γλυκοφιλούσαν και τους Αγίους Αποστόλους και τον Άγιον Νικόλαον, και όλα τα παρεκκλήσια, τα κτισμένα επάνω εις τους αγρίους μονήρεις βράχους, διά ν’ ανάψη τα κανδήλια και να προσευχηθή εις τους Αγίους. Εκατοικούσε μετά τον θάνατον του ανδρός της, του συχωρεμένου, εις τον εξοχικόν οικίσκον, σιμά εις το Πυργί, επάνω από την Αγίαν Ελένην, ανάμεσα εις το Κακόρρεμα, και εις το Μεγάλ’ Ορμάνι. Είχε την μικράν περιοχήν της, με τον ελαιώνα, την άμπελον, τους μικρούς κήπους και τον αγρόν, και απ’ εκεί οικονομούσε το καθημερινόν της, κ’ εζούσεν αυτή και τα εγγόνια της, υιοί του μεγάλου υιού της, ο πρώτος εικοσαετής, ο δεύτερος δεκαεπταετής, καλλιεργούντες την γην.
Οι γονείς των είχον αποθάνει νέοι προ δεκαπενταετίας και πλέον. Η μάμμη των, αυτή τους ανέθρεψεν, αυτή τους είχεν αναστήσει, αυτήν εγνώριζαν μητέρα. Η θεια-Αρετώ ήτο καλή χριστιανή, και δεν είχε κάμει κακό εις καμμίαν γειτόνισσαν, και όμως υπέφερε πολλάς δυστυχίας εις την ζωήν της. Ο χάρος την είχε κατατρέξει, και αν δεν είχε και τα δύο εγγόνια της, θα ήτον έρημη εις τον κόσμον. Και όμως εις όλα έλεγε, Δόξα σοι ο Θεός. Είχε και μίαν κόρην, την Αλεξανδρώ, την οποίαν είχεν υπανδρεύσει προ τριών ετών, νέαν είκοσι ετών με τον Κωνσταντή τον Ντάναν. Και εις αυτήν είχε δώσει καλά μαθήματα, και την έκαμε να είναι από πολλάς συνομηλίκους της φρονιμωτέρα. Της έδινε συμβουλάς, εκ των οποίων θα ηδύνατο να ωφεληθή, εάν επέζη εκείνη. «Ζήσης χρονίσης, θυγατέρα, της έλεγε, ποτέ σου να μη ζηλέψης το ξένο στολίδι, να μην πης κακό για την γειτόνισσα, να μην κοιτάζης τι κάνει η πλαγινή σου, να μη βάλης μαναφούκια*, να μη ξευχηθής, να μη βλαστημήσης».
Και άλλα ακόμη της έλεγε. Πλην, εκείνη, η πτωχή, δεν είχε τύχην να ζήση, διά να βάλη εις πράξιν όλας τας καλάς ταύτας συμβουλάς. Προχθές ακόμη το παρθενικόν άνθος είχεν ανοίξει ερυθρόν. Χθες έγινε νύμφη· την άλλην ημέραν μήτηρ, λεχώ, νεκρά. Και όμως η θεια-Αρετώ δεν ήτο στρίγλα· και όμως, αφού επί δέκα έτη τής έδιδεν ευχάς και συμβουλάς, αρχίζουσα πάντοτε από την φράσιν αυτήν, «Ζήσης - χρονίσης, θυγατέρα», την ημέραν καθ’ ην έγινε νύμφη εκείνη, οργισθείσα η μήτηρ από περισσάς ίσως απαιτήσεις του γαμβρού ως προς την προίκα, από διφορουμένην ίσως και παθητικήν στάσιν της κόρης, τίς οίδεν από τι, τέλος, της είπεν εις τον θυμόν της επάνω «Να μη χρονίση!» Και πράγματι δεν εχρόνισε.
Και όμως η γραία δεν ήτο κακής ψυχής· και όμως είχε καταρασθή την κόρην της «να μην την εύρ’ ο χρόνος!» Και δεν την ηύρεν ο χρόνος. Και αφού απέθανεν εκείνη δέκα ημερών λεχώ, απέθανε και το παιδίον δωδεκαήμερον, αφού εβαπτίσθη, η θεια-Αρετώ, την οποίαν τινές των καλών γειτονισσών είχαν επονομάσει «η Χρονίστρα», και άλλαι πάλιν την έλεγαν απαισίως «η Αχρόνιαστη», και πάλιν άλλαι την ωνόμαζον ευφήμως «η Χρονιάρα», έλαβε τα στέφανα του γάμου, έκοψε και μέρος από τους «φωτεινούς χιτώνας» και τα «κουκούλια αγαλλιάσεως» του μικρού, και τα έφερεν αφιέρωμα εις τον ναΐσκον της Παναγίας. Έλαβε και την μεταξωτήν χρυσοκέντητον νυμφικήν στολήν της άμοιρης, και την προσέφερεν όλην εις τον παπα-Μπεφάνην τον συνήθη ιερουργόν του παρεκκλησίου. Και το μεν κόκκινον εκ μεταξωτής σκέπης* υποκάμισον με την τραχηλιάν και τα μανίκια κεντητά εκ χρυσού, το έκαμε στιχάριον, διά να το φορή ο ιερεύς ποδήρες, όταν προσφέρη τας λογικάς θυσίας. Το δε ποδογύρι* του φουστανίου, ολόχρυσον, τρεις σπιθαμάς παρά δύο δάκτυλα πλατύ, με αδράς εκ χρυσού κλάρας και με άνθη, το έκαμεν επιτραχήλιον, διά να το φορή ο λειτουργός τας καλάς ημέρας. Την δε χρυσήν ζώνην με τα αργυρά τορευτά και αμυγδαλωτά τσαπράκια*, την έκαμε περιζώνιον, διά να το ζώνεται ο ιεροφάντης περί την οσφύν του. Και τα χρυσοΰφαντα προμάνικα* του βαβουκλιού*, τα αναδιπλωμένα περί τας ωλένας των νυμφών, τα έκαμεν επιμάνικα, διά να συστέλλη ο θύτης τους καρπούς των χειρών του, όταν εν φόβω έμελλε να προσφέρη τα άγια. Και το ωραίον πολύπτυχον φόρεμα, το χαρένιο* με το γλυκύ βυσσινί χρώμα, και το οποίον έκαμνε νερά-νερά εις το βλέμμα, το έκαμε φαιλόνιον διά να σκέπη ο ιερεύς τα νώτα και το στέρνον του, όταν ίσταται ενώπιον του ιερού θυσιαστηρίου. Και όλην αυτήν την αλλαξιάν των ιερών αμφίων, την είχε προσφέρει εις τον παπα-Μπεφάνην, τον συχνόν λειτουργόν και σχεδόν εφημέριον του μικρού βορεινού παρεκκλησίου. Και δύο φοράς την εβδομάδα έπαιρνε το ραβδάκι της εις την δεξιάν χείρα και το καλαθάκι της εις τον αγκώνα του αριστερού βραχίονος, και οδηγούσα και μίαν αμνάδα και μίαν αίγα, τας οποίας έβοσκεν η ιδία, κατήρχετο από το Μεγάλο Ορμάνι, και έφθανεν εις την κρημνώδη θαλασσόπληκτον ακτήν, κ’ επήγαινε ν’ ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης.
Είχε σιγήσει ο φοβερός τυφών, και είχε κοπάσει η λαίλαψ, και η θάλασσα έβραζεν ακόμη με υπόκωφον βοήν, δεχομένη τα χωματόχροα και θολά ρεύματα των χειμάρρων, και ο άσπιλος πόντος είχε μιανθή από της γης τας ύλας. Ο ήλιος είχε φανή εις μίαν γωνίαν του ουρανού, τα σύννεφα είχαν συμμαζευθή εις μίαν άλλην γωνίαν. Ο ταύρος του Θεοδόση ο φιλέρημος, με το έν κέρατον (είχε χάσει το άλλο προ ετών, όταν ήτο νέος ακόμη, εις μάχην με άλλον ταύρον), εξηκολούθει να βλέπη τας καλλικατζούνας, αίτινες είχον κατέλθει προ ολίγου τίς οίδεν από ποίαν ανήλιον σπηλιάν, από τα ύψη των φοβερών αλιπλήκτων βράχων, και έκαμναν ως να εβουτούσαν τα ράμφη επιπολής του κύματος, και ετίναζαν τα πτερά διά να στεγνώσουν, και πάλιν έκαμναν ως διά να βουτήξουν. Τέλος εβούτηξαν όλαι εν σώματι, και ανελθούσαι εις το κύμα, ήρχισαν να πλέωσι κανονικώς, ως μικρός στολίσκος τελείως ωργανισμένος, ηγουμένης μιάς, είτα δευτέρων ερχομένων δύο, και ακολουθουσών των λοιπών, δέκα ή δώδεκα, δύο μόνων ουραγών επομένων. Ο ταύρος αφήκε μακρόν μυκηθμόν, εσηκώθη και αυτός, ετίναξε τα μέλη, και στραφείς ήρχισε ν’ ανέρχηται το ρεύμα, επιστρέφων εις την στάνην του Θεοδόση, ως έκαμνε καθημερινώς, όταν δεν είχεν εργασίαν.
Αι αίγες του Στάθη Μπόζα αίτινες είχον καταυλισθή, ενόσω διήρκει η καταιγίς, υποκάτω εις το μέγα Κιόσκι, το σωζόμενον ακόμη, του παλαιού ερήμου χωρίου, όπου το πάλαι συνήρχοντο όλοι οι προεστοί και εβουλεύοντο περί των κοινών, εξήλθον και αυταί διά να βοσκήσωσιν, άμα η καταιγίς έπαυσε. Και δύο εξ αυτών είχαν ξεκαμπίσει, και είχαν απομακρυνθή, και κατέβησαν από ένα υψηλόν κυρτόν βράχον, και έφθασαν εις την μικράν κόγχην, κάτωθεν του ιερού Βήματος της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης, οπόθεν αρχίζει ο φοβερός κάθετος κρημνός εις την θάλασσαν, διακοσίων οργυιών ύψος, κ’ εκεί, αφού εβόσκησαν όλα τα κρίταμα όσα ηύραν, εβραχώθησαν* κ’ έμειναν, μη δυνάμεναι πλέον ν’ αναβώσιν. Εβραχώθησαν καθώς βραχώνεται η μεγάλη χονδρή απετουνιά με το μέγα άγκιστρον και με το γενναίον δόλωμα εις το θαλάμι, κάτω εις τον πυθμένα εις τα ανεξερεύνητα βάθη, ανάμεσα εις βράχους ριζωμένους και εις φύκη και όστρακα. Και το μεν δόλωμα το έφαγεν ο πελώριος ορφός ή η σμέρνα η παρδαλή και μαυρειδερή, η αντιπαθής και άπιαστη, το άγκιστρον εβραχώθη κάτω εις το θαλάμι, και δεν εβγαίνει πλέον, η δε απετουνιά τραβάται και τεντώνεται και κόπτεται, και ο ψαράς μένει με δύο πήχεις σπάγκον εις την χείρα.
Ομοίως και ο Στάθης ο Μπόζας ο βοσκός έμεινε με το μικρόν κοπάδι του κολοβόν και ακρωτηριασμένον, άμα έχασε τας δύο αίγας, τας οποίας έβλεπεν ιστάμενος επάνω εις την κορυφήν του βράχου, κρατών την υψηλήν μαγκούραν του, και ο ίσκιος του έπιπτε μακρός εμπρός του, και η κεφαλή του εφαίνετο πέραν εις μεγάλην εξοχήν του βράχου, μόλις διακρινομένη και χανομένη, καθόσον ο ήλιος εχαμήλωνεν ολονέν εις την δύσιν. Τας έβλεπε φυλακωμένας, εις την φοβεράν πτυχήν του κρημνού, παρά τρίχα εις αυτό το χείλος της αβύσσου, και τας εκάλει εις μάτην, διά των καταληπτών εις εκείνας συνθηματικών μονοσυλλάβων:
– Άι, άι! όι! Ψαρή! ω, χω, Στέρφα!
Εις μάτην. Η Ψαρή και η Στέρφα είχαν καθίσει αδρανείς, ανάλγητοι, αναίσθητοι, και ουδ’ απήντων διά βελασμού εις τας προσκλήσεις του βοσκού.
Και ο Στάθης έκυπτε και έκυπτε προς την άβυσσον, αφειδών της ιδίας ψυχής του, περιφρονών τον ίλιγγον, προκαλών την σκοτοδίνην, διά να τας ίδη καλύτερον. Και τα δύο ζωντανά πράγματα ίσταντο και εκάθηντο και έκαμπτον τα γόνατα επί της στενής προβολής του βράχου, και μόνον η μία, η Ψαρή, απήντησε τέλος διά παραπονετικού βελάσματος εις τας προσκλήσεις του κυρίου της. Η άλλη, η Στέρφα, ούτε φωνήν εξέβαλεν, ούτε κίνημα έκαμεν, ούτε εσκέπτετό τι περί όλης της θέσεως των πραγμάτων.
– Δεν με μέλει για την Στέρφα, είπε τέλος στενάζων ο βοσκός. Την Ψαρή ας ημπορούσα να γλυτώσω!...
Ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο Παρθένης, όστις είχε φθάσει αρτίως, κ’ εκάθητο επί της πεζούλας, έξωθεν του ναΐσκου της Παναγίας, περιμένων να έλθη ο παπα-Μπεφάνης, διά να διαβάσουν τον εσπερινόν –ήτο δε τότε η μέρα του Αγίου Στεφάνου, τρίτη από των Χριστουγέννων– επρότεινε γνώμην ότι έπρεπε να πάρουν λεπτόν αλλά γερόν σχοινί, να κάμουν θηλιάν, τεχνικά, εις την άκρην, και να το ρίψουν κάτω, διά να τραβήξουν τας δύο αίγας. Η θεια-Αρετώ η Χρονιάρα είπε να κατεβάσουν διά σχοινίου μεγάλην υπερμεγέθη κοφίναν, και να σείουν το σχοινίον τοιούτω τρόπω, ώστε να είναι ελπίς να έμβη τέλος η μία γίδα πρώτον, είτα η άλλη, μέσα εις την κοφίναν, και ούτω να τας ανασύρουν, την μίαν μετά την άλλην. Η θεια-Αρετώ διηγείτο ότι παρόμοιόν τι είχε συμβή και εις τον παππούν της προ εξήντα χρόνων, και ότι το μέσον τούτο επέτυχε τότε. Ο Κωνσταντής ο Περηφανάκιας, συνάδελφος του Στάθη βοσκός, εξέφερε γνώμην ότι έπρεπε να πάρουν μέγα χονδρόν άγκιστρον, ωσάν αρπάγην, να το δέσουν εις την άκραν του σχοινίου, και εις το άγκιστρον επάνω να περάσουν κλαδιά και χόρτα και βλαστάρια, και διά του δολώματος τούτου να εφελκύσουν τας δύο αίγας, ώστε ενώ αύται θα εμασούσαν την ορεκτικήν τρυφεράν βοσκήν, το οξύ ακονημένον άγκιστρον θα ήτο πιθανόν να χωθή μέσα εις το κατωσάγονον της μιάς και της άλλης γίδας, και τότε, αιματωμένας μεν, αλλά σωσμένας, θα τας ετραβούσαν επάνω.
– Δεν είναι προκοπή, είπεν αποφασιστικώς ο Στάθης ο Μπόζας· έλα να με καλουμάρετε* κάτω, να ιδώ τι θα κάμω…
Η θεια-Αρετώ ήρχισε να κάμνη πολλούς σταυρούς, εξισταμένη διά τον τολμηρόν λόγον του βοσκού.
– Πού να σε κατεβάσουν, γυιέ μ’, Στάθη μ’, έλεγε· πώς να σε κατεβάσουν! Πού θα πας; Πού θα πατήσης;
Ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο Παρθένης ετανύσθη ακουμβών εις τον τοίχον της εκκλησίτσας, εις το προσήλιον, και αφήκε παρατεταμένον θορυβώδες χάσμημα, ηνωμένον μετά στεναγμού.
Ο Κωνσταντής ο Περηφανάκιας ήρχισεν ευγλώττως ν’ αποτρέπη τον Στάθην τον Μπόζαν.
– Δε βολεί, να σ’ πω, Στάθ’, απ’ λέει ου λόους, τάχα, να πούμε. Γλέπ’ς, κειδά κάτ’ είν’ οι γίδις στριμουμένες κι οι δυο, τουλόου σ’ πού θα πατήσης να τς δέσης να τς ανεβάσης απάν’;
Την στιγμήν εκείνην έφθασε και ο παπα-Μπεφάνης, με την λευκήν του γενειάδα, με το κοντόν τρίχινον ράσον του, και με το μαύρον σάλι του περί τον λαιμόν. Έμαθε το συμβάν, ήκουσε το σχέδιον του Στάθη, κ’ έσεισε την κεφαλήν.
– Αποκοτιά, είπε, μεγάλη αποκοτιά.
– Αποκοτιά, μαθές, επανέλαβε και η θεια το Αρετώ.
Συγχρόνως δε κατέβη εις τον νουν της μία ιδέα.
–Αμμή σαν το αποφασίσης, γυιέ μ’, κάμε το σταυρό σ’ και τάξε τίποτε στην Παναγιά, να σε φυλάξη.
– Έταξα εγώ μέσα μου, είπεν ο Στάθης· έταξα να της την πάγω ασημένια τη μια τη γίδα, σαν την γλυτώσω, την Ψαρή. Την Ψαρή ας γλύτωνα!
Ο ιερεύς έκαμε διφορούμενον νεύμα.
– Δεν είναι πρέπον, είπε, να παρακινούμεν τους άλλους να τάζουν… Το τάξιμον είναι προαιρετικόν… «Όση πέφυκεν η προαίρεσις», που λέει και το τροπάρι… Μα ας είναι… αν ήθελε να κάμη καμμιά λειτουργία…
Την τελευταίαν φράσιν την είπε παραπονετικώς μέσα του. Είτα επανέλαβε:
– Και το καλύτερο που έχει να τάξη κι αυτός κι όλοι τους είναι να μην αφήνουν τα γίδια τους να μβαίνουν μέσα εις τα ξωκκλήσια και τα γεμίζουν βιρβιλιές*… Να είναι προσεκτικώτεροι και να έχουν περισσότερον σέβας… Να μην πατούν τα ξένα κτήματα με τα κοπάδια τους και τρώγουν τις ελιές και τα θηλιάσματα* των χριστιανών. Αυτά πρέπει να τάξη.
– Τάζω, είπεν ο Στάθης.
– Καλά, να ’χης την ευχή… Τώρα, αν σε καλουμάρουν, έχε θάρρος.
– Η ευχή σ’, παπά μ’.
Εφαίνετο αποφασισμένον ότι ο Στάθης θα κατεβιβάζετο διά σχοινίου εις τον βράχον, διά να ζητήση τας δύο χαμένας αίγας του. Μόνον ο Περηφανάκιας έλαβε πάλιν τον λόγον:
– Να σ’ ορίσου, απ’ λέει ου λόους, παπά μ’, να σ’ πω, Στάθη μ’, αυτό, τι λογάτε*, είναι, απού ’πε κ’ η αϊωσύνη τ’, απ’ λέει κ’ η θεια τ’ Αρετώ, μιγάλη απουκουτιά. Ένα πάτ’μα είναι κειδά μέσα, έν’ απλόχερο* χούμα κι δυο δάχ’λα κουτρώνι, πού θα πατήσ’, πώς θα πιάσ’ τς γίδις να τς δέσ’, απ’ λέει ου λόους, να σ’ ορίσου, παπά μ;
– Εγώ δεν τον παρακινώ να κατεβή, είπεν ο ιερεύς… Εις πράγματα τόσον λεπτά, οπού αποβλέπουν την ζωήν και το συμφέρον του ανθρώπου, κανείς δεν πρέπει ν’ αναγκάζη τον άλλον. Ο ίδιος θα δώση λόγον.
– Κι λες, παπά μ’, σαν πάθω τίποτα, θα πάω κολασμένος; ηρώτησεν ο Στάθης.
– Αυτό ο Θεός το ξέρει, είπεν ο ιερεύς. Εσείς, οι πλειότεροι, είσθε αλιβάνιστοι. Δεν ζυγώνετε σ’ εκκλησία!
– Κάθε κακό φεύγει· εψιθύρισεν αποφθεγματικώς ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο Παρθένης, όστις είχε σηκωθή από την πεζούλαν, και ίστατο στηριζόμενος επί της βακτηρίας του, έξω της θύρας του ναΐσκου.
– Κανείς σας δεν ήρθε να ξομολογηθή αυτές τες ημέρες. Αχ! οι γονείς σας δεν ήσαν τέτοιοι… Αχ! οι παλιοί, οι παλιοί!
– Οι παλιοί, οι πρωτινοί, ήταν άνθρωποι, είπεν επιβεβαιωτικώς η θεια τ’ Αρετώ.
– Εγώ δεν είμαι και τόσο φευγάτος απ’ τα θεία, παπά, είπε παραπονετικώς ο Στάθης.
– Εσύ έχεις κάποια μικρή διαφορά… Μα ακόμα, ακόμα…
– Έχουμε ταμένα, μαζί με τον Κωνσταντή τον Άγγουρο, να ξανακτίσουμε και την εκκλησίτσα τ’ Άι-Παντελέημονα… Την είχε ονειρέψει του Κωνσταντή τη γυναίκα.
– Άμποτε, ο Θεός να σας αξιώση, είπεν ο ιερεύς.
– Μακάρι, άξιος ο μισθός σας, είπε και η θειά τ’ Αρετώ.
Ο Αγκούτσας δεν ήτο ιδιοκτήτης ποιμνίων, ούτε γεωργός, ούτε καν βοσκός, ούτε οικίαν είχεν, ούτε φαμιλιάν, τίποτε. Ήτο πλάνης, άστεγος. Πότε εδούλευε με ημεροκάματον σιμά εις τους κολλήγας, τους καλλιεργητάς, πότε έμβαινε παραγυιός εις τους βοσκούς διά να φυλάγη τας αίγας. Τον περισσότερον καιρόν εγύριζεν από μάνδραν εις μάνδραν, από καλύβι εις καλύβι, από κατάμερον* εις κατάμερον, χωρίς εργασίαν, και του έδιδαν οι ποιμένες ξινόγαλα κ’ έτρωγε. Κάποτε του έλεγαν:
– Δεν πας, καημένε Αγκούτσα, να βγάλης τίποτε πεταλίδες, κάτω στο γιαλό, ή τίποτε καβουράκια, στο ρέμα μέσα;
Τούτο ήτο ασφαλές σημείον ότι τον έδιωχναν. Ο Αγκούτσας το εκαταλάβαινε κ’ έφευγε.
– Καλά που μου το θύμισες, έλεγε.
– Κ’ ήτανε μεγάλο πράγμα να το θυμηθής;
– Όχι· μα κάνει ζέστη· τόση ζέστη.
Και θα ήτο μόνον Μάρτιος· πλην ο Αγκούτσας δεν ημπορούσε να υποφέρη την ζέστην. Έλεγεν ότι, τουκάκου, αδύνατον ήτο να κάμη τις δουλειά το καλοκαίρι. Και όλος ο καιρός, εκτός ολίγων εβδομάδων, μοιρασμένων σποραδικώς εις τρεις ή τέσσαρας μήνας, ήτον καλοκαίρι.
Έφευγε λοιπόν από κάθε στάνην, οπόθεν τον έστελλαν να βγάλη πεταλίδες. Και δεν επήγαινε μεν να βγάλη πεταλίδες, αλλ’ επήγαινεν εις άλλην στάνην, εις άλλο κατάμερον.
Την ημέραν εκείνην συνέβη ο Αγκούτσας να ενθυμηθή τον Στάθην τον Μπόζαν. Και αφού τον ενθυμήθη, ήλθε να τον επισκεφθή.
Εύρε δε την ομάδα των επτά ή οκτώ ανθρώπων, έξω της θύρας του ναΐσκου της Παναγίας, ακριβώς καθ’ ην στιγμήν η θεια τ’ Αρετώ ηύχετο εις τον Στάθην να είναι άξιος ο μισθός του.
– Τι τρέχει; ηρώτησεν ο Αγκούτσας.
Ο Περηφανάκιας, του οποίου η γλώσσα ήτο καταληπτή εις τον Αγκούτσαν, του διηγήθη εν ολίγοις τα τρέχοντα.
Ο Αγκούτσας, με το ηλιοκαές και ρικνόν πρόσωπον, με τα πυκνά ακτένιστα μαλλιά, έμεινε σύνοφρυς επ’ ολίγα δευτερόλεπτα, και είτα είπε:
– Τι μ’ δίνεις, Στάθη, να κατιβώ εγώ να σ’ τς ανεβάσω;
– Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ο Στάθης.
– Τουλόου σ’, Στάθη, έεις γ’ναίκα και πιδιά… Άφσε να κατιβώ ιγώ απ’ δεν έχου στουν ήλιο μοίρα.
Ο Στάθης εσιώπα.
– Να μ’ δώσης εμένα τη μια γίδα, την Ψαρή, κι να μι καλ’μάρετε κάτ’, να κατιβώ να τς ανεβάσου.
– Την Ψαρή εγώ την έταξα στην Παναγία, απήντησεν ο Στάθης. Ο Αγκούτσας έδειξεν ότι δεν ενόει.
– Την έταξα ασημένια, προσέθηκεν ο Στάθης. Η Ψαρή εμένα μ’ χρειάζεται.
Ο Αγκούτσας έμεινεν επ’ ολίγας στιγμάς σύννους.
– Ας είναι, μ’ δίνεις τη Στέρφα… Καλή είναι και η Στέρφα… Α δε βρω να την πουλήσω να κάμω χαρτσ’λίκι, την ξεφαντώνουμε κανένα μεσ’μέρι με την παρέα εδώ.
– Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ισχυρογνώμων ο Στάθης… Ελάτε, παιδιά, να μη χασομερούμε.
Έφεραν μακρόν σχοινίον δέκα οργυιών. Έδεσαν την μίαν άκρην εις μέγαν κορμόν πελωρίου σχοίνου, θάλλοντος δίπλα εις το παρεκκλήσιον. Ο Στάθης έλαβε την άλλην άκρην, έκαμε θηλιάν, κ’ εδέθη μοναχός του υπό τας μασχάλας.
Τρεις άνδρες, ο Περηφανάκιας, ο άλλος βοσκός, όστις ήτο ο Ντάνας, ο συμπέθερος της θεια-Αρετώς, και ο Αγκούτσας, όστις δεν εμνησικάκει διά την απόρριψιν της προσφοράς του, κρατούντες σφιγκτά το σχοινίον, εκαλουμάρισαν σιγά-σιγά τον Στάθην εις το ιλιγγιώδες κενόν, εις τον τρομακτικόν κρημνόν, εις την αιώραν της αβύσσου.
Ο Στάθης είχεν ωχριάσει κατ’ αρχάς. Έκαμε τρεις σταυρούς, και ήλθεν εις την όψιν του. Κατέβαινε κάτω, ταλαντευόμενος, προσπαθών να ψαύη με τας χείρας και με τους πόδας τον βράχον.
Μίαν φοράν εκτύπησε το δεξιόν πλευρόν, όχι πολύ σφοδρώς, κατά του βράχου.
– Αγάλι’ αγάλια! μαλακά, παιδιά· εκέλευεν ο Αγκούτσας. Λάσκα*, λάσκα· καλούμα*!
– Πού έμαθες πώς μιλούν οι καραβάδες, διαόλ’ Αγκούτσα; Είπεν ο Περηφανάκιας.
– Σιώπα, μη βλαστημάς· λάσκα, λάσκα.
Ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας, ανοιγοκλείων τα όμματα, κρατούμενος σφιχτά από το σχοινίον. Δεν εφαίνετο να εδειλίασε.
– Κοίταξέ τονε πώς κατεβαίνει, είπεν ο Ντάνας· σα νύφη καμαρωμένη!
Τέλος ο Στάθης επάτησεν επί της εσοχής του βράχου.
Εκάθισε καλώς, συνεμαζεύθη, με τα δύο σκέλη περιβάδην επί της Ψαρής, ήτις εβέλασεν άμα τον είδεν. Έλυσε την θηλιάν από τας μασχάλας του, έδεσε καλά την Ψαρήν περί το στέρνον, και υπό τους προσθίους πόδας.
Έκαμε σημείον, και οι τρεις άνδρες άνωθεν του βράχου ήρχισαν να ανασύρωσι σιγά-σιγά την Ψαρήν.
Μετά δέκα λεπτά της ώρας κατήλθε πάλιν κενόν το σχοινίον.
Ο Στάθης έδεσε την Στέρφαν, και οι τρεις άνδρες ανέσυραν την Στέρφαν.
Η Στέρφα τότε μόνον εδοκίμασε να εκβάλη βελασμόν, όταν ήρχισε να ταλαντεύηται εις το κενόν με το σχοινίον.
Ο Στάθης έμεινε μοναχός του επί δέκα λεπτά της ώρας, χωρίς την Ψαρήν, και χωρίς την Στέρφαν.
Κατά τα δέκα ταύτα λεπτά υπέφερε φοβερώς. Ο ίλιγγος ήρχισε να τον καταλαμβάνη. Έκλειε τα όμματα διά να μη ζαλίζεται. Έσφιγγε τα δόντια. Έλεγε το Πάτερ ημών, το Θεοτόκε Παρθένε, και δύο ακόμη προσευχάς, όσας ήξευρε.
Ο άνεμος, ο σφοδρός άνεμος του μεγάλου κενού και του πελάγους, εφύσα μετά βοής εις τα ώτα του. Ανέπνεε δυνατά, ήσθμαινε, και η καρδία του έπαλλεν, έπαλλε σφοδρώς.
Τέλος, εφάνη το σχοινίον.
Ο Στάθης το έδραξε πεταχτά, εδέθη σπασμωδικώς, εσφίχθη. Εξέχασε να σείση το σχοινίον, διά να δώση σημείον εις τους άνδρας. Πλην εκείνοι ησθάνθησαν το βάρος, και ήρχισαν να τραβούν.
Ο Στάθης ανέπεμψεν ένθερμον, εσχάτην προσευχήν, προσευχήν αγωνίας, εκρατήθη με τρεμούσας χείρας από το σχοινίον, και αφέθη εις το κενόν.
Εταλαντεύετο σφοδρώς. Ο άνεμος είχε δυναμώσει. Εκτύπησε δύο ή τρεις φοράς, την κεφαλήν, τους ώμους και τους πόδας εις τον βράχον.
Όταν έφθασεν εις το ύψος του βράχου, είχε ξεπιάσει ήδη τας χείρας από το σχοινίον. Ήτο λιπόθυμος, αδρανές σώμα, ωχρός και μόλις αναπνέων.
Οι άνδρες τον έλυσαν, τον επλάγιασαν υπό τον σχοίνον, του έδωκαν να πίη ρούμι, τον έβρεξαν με νερόν.
Ευτυχώς, δεν εβράδυνε να συνέλθη.
Η Ψαρή ήτο εκεί, και τον εζέσταινε με την πνοήν της.
Η Στέρφα ίστατο ολίγον παραπέρα, και εκοίταζεν ηλιθίως.
Η θεια-Αρετώ εθαύμαζε, και έλεγεν ακόμη:
– Τι αποκοτιά! τι αποκοτιά!
Ο ιερεύς, βοηθούμενος από τον μπάρμπ’ Αναγνώστην τον Παρθένην, είχε ψάλει την Μικράν Παράκλησιν εμπρός εις την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης.
Ο Περηφανάκιας έλεγε:
– Να σας ορίσου βρε παιδιά, πουτέ μ’ δεν είδια τέτοιου πράμα, απ’ λέει ου λόους. Κακή δ’λειά, να σας ’πω, βρε παιδιά!
Ο Αγκούτσας εκοίταζε μετά πόθου την Στέρφαν.
– Άξιζεν, άξιζεν, είπε μέσα του· θα τ’νέ ξεφαντώναμε μια χαρά!
Ο Ντάνας είπε:
– Κ’ είδιατε πώς κατέβαινε, σαν καμαρωμένη νύφη. Κι τώρα ζαλίστηκε, το παιδί· δεν πειράζει, περαστικά να ’ναι.
Όταν συνήλθεν, ο Στάθης, έκαμε τον σταυρόν του, εστράφη προς τους άνδρας και είπε:
– Τώρα, την Ψαρή την έταξα ασημένια στην Παναγία, και θα την δώσω… Μα, ώς τόσο, ένα κατσικάκι που μου βρίσκεται ακόμα απ’ τα πρώτα γεννητούρια, αξίζετε, θα σας το θυσιάσω. Ελάτε, παιδιά, πάμε στο μαντρί να σας φιλέψω.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
ανασφουγγώνομαι: σηκώνω τα ρούχα μου ίσαμε τους αγκώνες ή ίσαμε τα γόνατα.
απλόχερο: χεριά, χουφτιά, όσο χωράει η παλάμη.
αρμυρίζω: (συνήθως λέγεται για ζώα) τρώω αλάτι, πίνω θάλασσα.
βαβουκλί: είδος γυναικείου ενδύματος.
βιρβιλιά, η: κόπρος των αιγών και των προβάτων.
βραχώνομαι: «βραχώθ’κι η γίδα» = περιπλανήθηκε σε κρημνώδη βράχο, που δεν μπορεί να επιστρέψει· «βραχώθ’κι η απιτουνιά» = πιάστηκε από τα βράχια.
θήλιασμα: το νεοεμβολιασμένο δέντρο, ο εμβολιασμός.
καλούμα: βλ. καλουμάρω.
καλουμάρω: αφήνω ελεύθερο περισσότερο σχοινί.
κατάμερον: εξοχική περιοχή που ανήκει σε κάποιον, η περιφέρεια που μένει με το κοπάδι του κανείς.
λάσκα: προστακτική του λασκάρω, χαλαρώνω.
λογάτε· τι λογάτε: ως επιφώνημα απορίας και θαυμασμού.
μαναφούκια, τα: ραδιουργίες.
ποδογύρι: ποδόγυρος, φραμπαλάς από στόφα χρυσοΰφαντη ή κλαδωτή του εμπορίου.
προμάνικα, τα: τα εσωτερικά κάτω μέρη του βαβουκλιού ντυμένα με χρυσοΰφαντο ύφασμα ή από κλαδωτό μεταξωτό.
προσκεφαλάδα: μακρύ προσκέφαλο, ίσο με το πλάτος του κρεβατιού.
σκέπη: το ολομέταξο ύφασμα που χρησιμοποιείται για γυναικεία υποκάμισα.
τσαπράκια: πόρπες ασημένιες ή επίχρυσες, διακοσμημένες.
χαρένιος: από «χαρέ»· ο χαρές είναι ειδικό μεταξωτό ύφασμα.
Η Γλυκοφιλούσα
(από τα Άπαντα, Γ΄, Δόμος 1989)