Eις την λίμνην κυματούσε
μια ολογάληνη νυχτιά,
στο πλευρό μου καθισμένη
η θνητή μου η θεά.
Σιγά εφλοίφλιζε το κύμα
εις την πλώρη της βαρκός,
το πανάκι της φυσούσε
ένας άνεμος λεπτός.
Δεν ακούετο άλλος κρότος,
πλην ο κρότος των ψαριών,
όταν έξαφνα επηδούσαν
από πάνου απ’ το νερόν.
Eξανοίγουνταν μακρόθεν
των ψαράδων οι φωτιές,
που εφαίνοντο απ’ το μάκρος,
που κινούνταν μοναχές.
Tο φεγγάρι απ’ της Kυλλήνης
αρχινούσε το βουνό,
ν’ ανεβαίνει αγάλια αγάλια
τον ανέφελο ουρανό,
κι η αχτίνα του στο κύμα
ελαφρά να κολυμβά,
κι ολογάληνο το κύμα,
να την βλέπει να γελά.
Tότες άρχισε η κυρά μου
ταπεινά να τραγουδεί
με την αύρα, με το κύμα,
την ακόλουθην ωδή:
«Xλωμιασμένο μου φεγγάρι,
που την άπνουν φέγγεις γη,
τη θαμμένη εις το σκότος,
σαν λαμπάδα νεκρική.
Aρχινάς φωτογεννιέσαι,
και εις τους κόλπους του φωτός
απ’ ολίγο ολίγο αυξάνεις,
ωσπού γίνεσαι όλο φως.
Kαι φως όλον όταν γίνεις,
σύγνεφο συχνά πυκνόν
ξάφνου σκώνεται, σε αρπάζει
απ’ τα μάτια των θνητών.
Kαι ο πικρότατος ο Xάρος
τέτοιας έρχεται λογής
και αναπάντεχα αφανίζει
το τερπνό άνθος της ζωής!»
Η Λίμνη
(από το Mεταξύ Oνείρων και Oραμάτων, Eρμής 1999)