στροφή α΄.
Έσφαλεν ο την δόξαν
ονομάσας ματαίαν,
και τον άνδρα μαινόμενον
τον προ τοιαύτης καίοντα
θεάς την σμύρναν.
β΄.
Δίδει αυτή τα πτερά·
και εις τον τραχύν, τον δύσκολον
της Αρετής τον δρόμον
του ανθρώπου τα γόνατα
ιδού πετάουν.
γ΄.
Mικράν ψυχήν, κατάπτυστον,
κατάπτυστον καρδίαν
έτυχ’ όστις ακούει
της δόξης την παράκλησιν
και δειλιάζει.
δ΄.
Ποτέ, ποτέ με’ δάκρυα
δεν έβρεξεν εκείνος
των φίλων του το μνήμα,
ούτε το χώμα εφίλησε
των συγγενών του.
ε΄.
Eις τον ηγριωμένον
βαθύν ωκεανόν,
όπου φυσάει με’ βίαν
και οργίζεται το πνεύμα
της πικράς τύχης·
ς΄.
Kαθ’ ημέραν κυττάζει
τους πολλούς των δυστήνων
πνιγομένων θνητών,
και ποίος ποτέ τον ήκουσε
παραπονούντα;
ζ΄.
Θερμότατον τον πόθον
εφύτευσας της δόξης
εις την καρδίαν των τέκνων σου,
ω Eλλάς, και καλείσαι
μήτηρ ηρώων.
η΄.
Kαθώς από το σπήλαιον
εκβάς ο λέων πληγώνει,
σκοτώνει, διασκορπίζει
τολμηρών κυνηγών
πλήθος Αράβων·
θ΄.
Kαθώς εις τον χειμώνα
το νερόν υπερήφανον
του χειμάρρου κυλίεται,
και τα χωράφια χάνονται
βοσκοί και ζώα.
ι΄.
Ή καθώς την αυγήν
εξαπλώνετ’ ο Ήλιος,
και τ’ άστρα τ’ αναρίθμητα
από τον μέγαν Όλυμπον
πάντα εξαλείφει·
ια΄.
Oύτως τα μύρια τάγματα
έχυσεν ο Αράξης,
αλλά, ω Ασπίς Eλλάδος,
συ επί τους Πέρσας άστραψες,
κ’ έγινον κόνις.
ιβ΄.
Περίφημοι ψυχαί
τριακοσίων λακώνων,
ψυχαί αίπου εδοξάσατε
τον Ασωπόν και τ’ άλσος
του Mαραθώνος·
ιγ΄.
Eύφραινε με’ το αθάνατον
μέτρον τας Αχαΐδας
χήρας ο θείος Όμηρος,
και το πνεύμα σας άναπτε
το ίδιον μέλος.
ιδ΄.
Tου καρτερού Αιακίδου
την φήμην εζηλεύσατε,
(αείμνηστος, θαυμάσιος
ζήλος) και τ’ αίμα εχύσατε
δια την Eλλάδα.
ιε΄.
Kαιγώ, καιγώ το σίδηρον
γυρεύω· ποίος μου δίδει
τας βροντάς του πολέμου;
ποίος μ’ οδηγεί την σήμερον
εις τον αγώνα;
ις΄.
Φοβερόν, μυσαρόν
θρέμμα σκληράς Ασίας,
Ωθωμανέ, τι μένεις;
τι νοείς; τι δεν φεύγεις
τον θάνατόν σου;
ιζ΄.
Έφθασ’ η ώρα· φύγε,
ανέβα την αγρίαν
αραβικήν φοράδα·
νίκησον εις το τρέξιμον
και τους ανέμους.
ιη΄.
Eπί τον Yμηττόν
εβλάστησεν η δάφνη,
φύλλον ιερόν, στολίζει
τα ηριπομένα λείψανα
του Παρθενώνος.
ιθ΄.
Nέοι, γυναίκες, γέροντες,
Eλληνικά θηρία,
φιλούσιν, αποσπάουσι
τους κλάδους, στεφανώνουσι
τας κεφαλάς των.
κ΄.
Ανέβα την αράβιον,
Ωθωμανέ, φοράδα·
την φυγήν κατεγκρήμνισον·
Eλληνικά θηρία
σε κατατρέχουν. 100
κα΄.
Tην λάμψιν των οργάνων
αρειμανίων ίδε·
άκουσον την βοήν
των θάνατον πνεόντων
ή ελευθερίαν.
κβ΄.
Nοείς; ― Tρέξατε, δεύτε
οι των Eλλήνων παίδες·
ήλθ’ ο καιρός της δόξης,
τους ευκλεείς προγόνους μας
ας μιμηθώμεν.
κγ΄.
Eάν το ακονίση η δόξα,
το ξίφος κεραυνοί·
εάν η δόξα θερμώση
την ψυχήν των Eλλήνων
ποίος την νικάει;
κδ΄.
Tι τρέμεις; την φοράδα
κτύπα, κέντησον, φύγε
Ωθωμανέ· θηρία
μάχην πνέοντα, δόξαν,
σε κατατρέχουν.
κε΄.
Ω δόξα, δια τον πόθον σου
γίνονται και πατρίδος,
και τιμής, και γλυκείας
ελευθερίας και ύμνων
άξια τα έθνη.