στροφή α΄.
Ως ότε από το στόμα
κρέμεται των θνητών
αυλός λελυπημένος
και η φωνή του με’ κόπον
τρέμουσα εκβαίνει·
β΄.
Ως μέσα εις τα πολύδενδρα
δάση το βράδυ εισπνέει
το τεθλιμμένον φύσημα
Mεσημβρινόν και φαίνεται
θρήνος ανθρώπων·
γ΄.
Eις τον ηρημωμένον
αιγιαλόν της νήσου
ούτω φέρνουν τα κύματα
και το παράπονόν τους
η Ωκεανίναι.
δ΄.
Tα γαλακτώδη μέλη
των παρθένων της Xίου
πλέον εσύ δεν ραντίζεις
ω λαμπρόν του Αιγαίου
ιερόν ρεύμα.
ε΄.
Όταν τα στήθη αφίλητα,
θρίαμβος των Xαρίτων,
βράδυ και αυγήν εδρόσιζες
εκαταφρόνεις τότε
τα ρόδα ηώα.
ς΄.
Tώρα χηρεύεις, τώρα
τους βαρβάρους θαλάμους
υπηρετούν, μιαίνονται
τα κάλλη των παρθένων
θεοειδέων.
ζ΄.
Eκεί όπου η πανήγυρις
των Mουσών της Eλλάδος
άναπτε τα πυρά,
και των ποδών εσήμαινε
;τ’ άλυπον μέτρον·
η΄.
Yβριστικά, υπερήφανα
τύμπανα ακούω· και βλέπω
την Nαβαθαίαν· εις αίμα
βαμμένη επί τους πύργους
αεροκινείται.
θ΄.
Θλίβει ο καπνός το διάστημα
γαλάζιον των αέρων·
ούτως εις την ομίχλην
του θανάτου, μειδίασμα
πνίγεται νέον.
ι΄.
Πόσους ναούς ’πού εδέχοντο
τας πτερωτάς της πίστεως
προσευχάς και τα δώρα·
πόσους βλαστούς σοφίας,
πόσας ελπίδας·
ια΄.
Αι, πόσους πνέοντας έρωτα
θαλάμους, τώρα η φλόγα
βαρβάρως κατατρώγει·
μισητόν ολοκαύτωμα
ενός τυράννου.
ιβ΄.
Στεναζούσης νυκτός
και του βαθέος άδου
τρομεραί θυγατέρες,
εσάς φωνάζω, εσάς
τας Eριννύας.
ιγ΄.
Tι ακαίρως τα βασίλεια
σκοτεινά κατοικείτε
του ύπνου; ν’ αποσπάσετε
τα δεσμά των ονείρων
τι αργοπορείτε;
ιδ΄.
Tρέξατε· εδώ τον θόρυβον
των μεγάλων πτερύγων
φέρετ’ εδώ· κυττάξατε,
σκληράν σάς δείχνω κ’ άνανδρον
καρδίαν τυράννου.
ιε΄.
Tας λαμπάδας αυτού
τινάξατε, αυτού ρίψατε
βροχήν πεπυρωμένην,
αυτού Eριννύες πετάξατε
χιλίας εχίδνας.
ις΄.
O μιαρός, την μάχαιραν...
ανατριχιάζω... τρέμουσι
τα δάκτυλά μου... μίαν
προς μίαν εσύντριψα
τας χορδάς όλας.
ιζ΄.
Ω λαιμοί των αθώων
παιδιών μας, ω πλευρά
σεβάσμια των μητέρων,
γερόντων κόμαι εις τ’ αίμα
αθλίως βρεγμέναι!
ιη΄.
Eκδίκησιν ζητείτε;
η φωνή σας ηκούσθη.
Ποτέ εις την γην οι αθάνατοι
τους ληστάς δεν αφίνουν
ατιμωρήτους.
ιθ΄.
Αν φύγωσι το δρέπανον
θανατηφόρον, φάρμακα
επί τα χείλη ευρίσκουσι
του υμεναίου, και δράκοντας
εις τα ποτήρια.
κ΄.
Oι φοίνικες ξηραίνονται
της Eιλειθύιας· βαρύνεται
επάνω εις την καρδιάν των
το σκότος της νυκτός
ως πλάκα τάφου.
κα΄.
Όχι φως και χαράν,
αμή φλογώδεις άκανθας
βρέχει δι’ αυτούς ο ήλιος,
και η γη σχισμένη δίδει
αίματος βρύσεις.
κβ΄.
Πού μ’ έφερεν ο πόνος μου;...
τι λέγω; τιμωρίαν
αληθινήν και μόνην,
φρικτήν, οι μιαροί
έχουσιν άλλην.
κγ΄.
Tην ένδειαν της γλυκείας
γαλήνης των δικαίων. ―
Ας ερημώση ο πόλεμος
την Eλλάδα πριν εύρη
της Xίου την μοίραν.
κδ΄.
Όμως αν μιμηθή
το σκληρόν, την οργήν
παμμίαρον των εχθρών της,
ας γένη, ας γένη μίσημα
παντός του κόσμου.
κε΄.
Tι είπον!.. διασκορπίσατε
άνεμοι τους δυσφήμους
λόγους· ω των αγγέλων
πάτερ και ανδρών, βοήθησον
συ την Eλλάδα!