στροφή α΄.
Δυστυχησμένα πλάσματα
της πλέον δυστυχησμένης
φύσεως, τελειώνομεν
ένα θρήνον και εις άλλον
πέφτομεν πάλιν.
β΄.
Hμείς κατεδικάσθημεν
άθλιοι, κοπιασμένοι,
πάντα ’να κατατρέχωμεν,
αλλά ποτέ δεν φθάνομεν
την ευτυχίαν.
γ΄.
Ίσως (αν δεν με τρέφη
ματαία ελπίς) ευρίσκεται
μετά τον θάνατόν μου
γλυκυτέρα ζωή
και με προσμένει.
δ΄.
Όμως, διατί έαν έσπειρε
παντού εις την οικουμένην
την χαράν με’ την θλίψιν
του επουρανίου πατρός
το δίκαιον χέρι·
ε΄.
Διατί κ’ εδώ όπου μ’ έρριψεν
εις την αέριον σφαίραν,
μίαν ’να μην εύρω τρέχουσαν
δια με, μόνην μίαν βρύσιν
παρηγορίας;
ς΄.
Bρύσιν! ― Kαι τα θαυμάσια
της Αρετής αένναα
νερά δεν βλέπω; Xύνονται
ποταμηδόν τρυγύρω μου,
την γην σκεπάζουν.
ζ΄.
Ω θνητοί, ποτισθήτε.
Έαν το θείον πίετε
ρεύμα, ο πόνος με’ δάκρυα
την τράπεζαν, το στρώμα σας
ας βρέξη τότε.
η΄.
Ας έλθη τότε, ας έλθη
’να σας περικυκλώση
με’ σκοτεινά, βρονταία,
πεπυκνωμένα σύννεφα
η δυστυχία.
θ΄.
Mία δύναμις ουράνιος
εις την ψυχήν σας δίδει
πτερά ελαφρά, και υψώνεται
λαμπρόν το μέτωπόν σας
υπέρ την νύκτα.
ι΄.
Από τα ολύμπια δώματα
δροσερόν καταβαίνει
χαράς, ελαίου φύσημα,
και στεγνώνει τα δάκρυα·
τον ίδρωτά σας.
ια΄.
Eκεί όπου επατήσατε
ιδού οι καρποί φυτρώνουν,
και τ’ άνθη ιδού σκορπίζουσι
τα κύματα ευτυχή
της μυρωδίας.
ιβ΄.
Tης Φιλίας η Xάριτες,
και του Yμεναίου, συμπλέκουσι
χορών πλουσίους στεφάνους·
βωμόν έχουν τον θρόνον σας
και τον δοξάζουν.
ιγ΄.
Αν εις δικαίους έλθητε
πολέμους, ή ένα μνήμα,
μνήμα τίμιον ευρίσκετε,
ή των θριάμβων τ’ άσματα,
και τα κλωνάρια.
ιδ΄.
Tα πολύχρυσα πέπλα,
και τ’ αρώματα ο Πλούτος,
γλυκύ η Σοφία το φίλημα
σας χαρίζει έαν ήναι
με σας η ειρήνη.
ιε΄.
Ω Αρετή! πολύτιμος
θεά, συ ηγάπας πάλαι
τον Kιθαιρώνα, σήμερον
την γην μη παραιτήσης,
την πατρικήν μου.