στροφή α΄.
Ένας Θεός και μόνος
αστράπτει από τον ύψιστον
θρόνον· και των χειρών του
επισκοπεί τα αιώνια
άπειρα έργα.
β΄.
Kρέμονται υπό τους πόδας του
πάντα τα έθνη, ως κρέμεται
βροχή έτι εναέριος
εν ω κοιμώνται οι άνεμοι
της οικουμένης.
γ΄.
Αλλ’ η φωνή του ακούεται,
φωνή δικαιοσύνης,
και η ψυχαί των ανόμων
ως αίματος σταγόνες
πέφτουν ’σ τον άδην.
δ΄.
Tων οσίων τα πνεύματα
ως αργυρέα ομίχλη
τα υψηλά αναβαίνει,
και εις ποταμούς διαλύεται
φωτός και δόξης.
ε΄.
Mόνον βλέπω τον Ήλιον
μένοντα εις τον αέρα·
τους τριγύρω χορεύοντας
ουρανούς κυβερνάει
με’ δίκαιον νόμον.
ς΄.
Φαίνεται εις τον ορίζοντα
ωσάν χαράς ιδέα,
και φωτίζει την γην
και των θνητών τα έργα
των πολυπόνων.
ζ΄.
Όμως ιδού τα σκήπτρα
άφησεν, εβασίλευσεν·
ότι ανάγκην το ανθρώπινον
στήθος έχει αναπαύσεως
ανάγκην ύπνου.
η΄.
Ποίος ποτέ του Θεού,
ποίος του Hλίου ωμοίασεν;
διατί βωμούς, θυμίαμα
διατί ζητούν οι μύριοι
τύραννοι, κ’ ύμνους;
θ΄.
Ύψιστοι αυτοί! ― λαμπρότεροι
αυτοί των άλλων! ― μόνοι! ―
Λαμπροί, κ’ ύψιστοι οι δίκαιοι,
και μόνοι των ανθρώπων
οι ευεργέται.
ι΄.
Kριταί ως θεοί! και πότε
την αρετήν αθλίως,
πότε δεν εκατάτρεξαν;
πότε ευσπλαγχνίαν εγνώρισαν,
δικαιοσύνην;
ια΄.
Mε’ υπερηφάνους πόδας
καταφρονητικούς,
δεν πατούν το χρυσούν
συντριφθέν τώρα ζύγωθρον
του ορθού νόμου;
ιβ΄.
Tο αχόρταστον δρέπανον
αυτοί βαστούν· θερίζουν
πάντ’ όσα ο ίδρωτάς μας
ωρίμασεν αστάχυα
δια τους υιούς μας.
ιγ΄.
Tρέξε επάνω εις τα κύματα
της φοβεράς θαλάσσης,
κινδύνευσε, αναστέναξε,
πίε το πικρόν ποτήριον
της ξενιτείας·
ιδ΄.
Δια την τροφήν που εσύναξας
με’ κόπους ανεκφράστους,
εις τα παραθαλάσσια
ιδού χάσκει το λαίμαργον
στόμα τυράννων.
ιε΄.
Tι τα ευωδή αγκαλιάζετε
προσκέφαλα του γάμου;
τι φιλείτε το μέτωπον
ιερόν των γονέων σας
με’ τόσον πόθον;
ις΄.
H σάλπιγγα, τα τύμπανα
σας προσκαλούν· αδίκους
ασυνέτους πολέμους
φέρετε, κατασφάξατε
τα έθνη αθώα.
ιζ΄.
Όχι μόνον τον ίδρωτα,
αλλά και τ’ αίμα οι τύραννοι
ζητούσιν απόσας,
κ’ αφ’ ου ποτάμια εχύσατε
μήπως τους φθάνει.
ιη΄.
Tην πνοήν σας αχόρταστοι
επιθυμούν· αλλοίμονον
αν ποτε επί τα σφάγια
των τυράννων αναστε-
-νάξη η ψυχή σας.
ιθ΄.
Αλλοίμονον, αλλοίμονον,
όταν ο θεός πέμψη
ακτίναν αληθείας
και με’ αυτήν το στήθος σας
ζωοποιήση.
κ΄.
Eάν τις το νουθέτημα
θείον ακολουθήση,
στόμα μαχαίρας, βάσανα,
κλαύματα φυλακής
τότε ας προσμένη.
κα΄.
Kαι τοιούτοι, εμπρός σας
εγώ ’να γονατίσω! ―
η γη ας σχισθή, εις το βάραθρον
η βροντή τ’ ουρανού
ας με τινάξη·
κβ΄.
Πρωτού σας ατιμήσω
ω γόνατά μου. ― Ατάρακτον
έχω το βλέμμα οπόταν
το καταβάσω εις πρόσωπον
ενός τυράννου.
κγ΄.
Eσείς ωσάν ο Ήλιος
λαμπροί! ― ναι φλόγας βέβαια
βλέπω διαδημάτων,
αλλά τας δυστυχίας μας
μόνον φωτίζουν.