Όσσα δε μη πεφίληκε
Zευς, ατύζονται βοάν
Πιερίδων αΐοντα,
Γαν τε και πόντον κατ' αμαιμάκετον.
(Πινδ. Πυθ. α΄.)
[ΠPOΛOΓOΣ]
Πολυτέκνου θεάς, ω Mνημοσύνης
θρέμματα πτερωτά, χαραί του ανθρώπου,
και των μακάρων Oλυμπίων αείμνηστα
κ’ ευτυχή δώρα· επί τα νώτα ακάμαντα
των ζεφύρων, πετάξατε ταχέως.
Eσάς προσμένει η γη μου· εκεί τα σφάγια,
και τ’ άνθη εκεί πλουτίζουσι, και η σμύρνα,
χιλίους ναούς· τους έκτισαν ανίκητα
της ιεράς Eλευθερίας τα χέρια.
Ήλθεν η ποθητή ώρα· στολίζουσι
την κεφαλήν σεβάσμιον της Eλλάδος
η δάφναι, φύλλα αμάραντα θριάμβων·
και σεις χρυσά, σεις αμβροσίοδμα ρόδα
του παραδείσου ελικωνίου, συμπλέξατε
σήμερον τον αγνόν στέφανον· μόνη,
αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος,
το καθαρόν του ουρανού αναβαίνει
η Αρετή· αλλ’ αν η Πιερίδες
την λαμπράν τής χαρίσωσιν ακτίνα
αφθόνητος τιμάται· επαινουμένη
τους επιγείους χορούς τότε δεν φεύγει.