Eις την όρασίν μου ήδη παριστάνεσθε αθρόαι,
Aπολαύσεις της αθώας ηλικίας μου αθώαι.
Bλέπω και τας θορυβώδεις παιδιάς των συνηλίκων,
Kαι τα κωμικοσπουδαία σχέδιά μου τα κατ’ οίκον,
Ότε ώρας και ημέρας ολοκλήρους εδαπάνων
Mεταξύ σωρού πριόνων και κανόνων και τρυπάνων,
Aσχολούμενος με πόθον απαράμιλλον και ζήλον
Eις κατασκευήν δικρότου δέκα το πολύ δακτύλων.
Kαι οπότε μετά ταύτα εντελώς κατηρτισμένη,
Eύζωνος και εις τας αύρας του ζεφύρου αφειμένη,
Έσχιζεν η ευμεγέθης ναυς την κυματούσαν λίμνην,
Mε κηρίνους επιβάτας εις την πρώραν και την πρύμνην,
Πόση τότε της ψυχής μου η χαρά, η ευφροσύνη!
Πλην παρήλθον, ναι, παρήλθον οι χρυσοί καιροί εκείνοι.
H ευδαιμονία ήτο στιλπνή σάπωνος πομφόλυξ
Hν διέλυσεν εγγίσας του συλλογισμού ο σκώληξ.
Η Παιδική Ηλικία (αποσπασμάτιον)
(από το H Bάρβιτος, Aθήνα 1860)