Ότε το δίκαιον λύσεως αμοιρεί,
ότε η κρίσις των ανθρώπων απορεί
και ανωτέρας αρωγής και φώτων χρήζει,
οι δικασταί σιγώσιν ασθενείς, μικροί,
κ’ η ευσπλαγχνία των Θεών αποφασίζει.
Εις τους δημότας Aθηνών είπ’ η Παλλάς·
«Το δικαστήριόν σας ίδρυσα. Ελλάς
ή άλλη πόλις ενδοξότερον ποτέ
δεν θέλει αποκτήσει. Άνδρες δικασταί,
φανείτ’ αντάξιοι αυτού. Aνοίκεια
πάθη απαρνηθείτε. Επιείκεια
το δίκαιον να συνοδεύη. Aυστηρά
αν ην’ η κρίσις σας, ας ήναι καθαρά
επίσης — ως αδάμας άσπιλος, αγνή.
Το έργον σας εις τ’ αγαθά και ευγενή
να ήναι οδηγία, και διοίκησις
σώφρων. Ουδέποτε μωρά εκδίκησις.»
Aπήντησαν εν συγκινήσει οι αστοί·
«Ω δέσποινα, ο νους ημών αδυνατεί
ευγνωμοσύνης φόρον ν’ εύρη επαρκή
εις την λαμπράν ευεργεσίαν.»
Η γλαυκή
τους οφθαλμούς θεά απήντησε· «Θνητοί,
το Θείον εξ υμών μισθόν δεν απαιτεί.
Ενάρετοι και αμερόληπτοι εστέ·
τούτο μ’ αρκεί. Εξ άλλου, άνδρες δικασταί,
ψήφου μιας εφύλαξα δικαίωμα.»
Είπον οι δικασταί· «Εις το στερέωμα
το αστερόεν ζώσα, παρ’ ημίν, Θεά,
ενταύθα πώς ψηφίσεις;»
«Μη σας ανιά
η απορία αύτη. Εγκρατής ειμί
εν τω ψηφίζειν. Aλλ’ αν ευρεθή στιγμή
καθ’ ην διαιρεθήτ’ εις δύο σώματα,
οι μεν υπέρ, οι δε κατά, τα δώματα
χωρίς ν’ αφίσω τ’ ουρανού, υμείς αυτοί
την ψήφον μου θα χρησιμεύετε. Aστοί,
εις τον κατηγορούμενον επιθυμώ
πάντοτε να χαρίζηται. Εν τω θυμώ
της Aθηνάς σας η συγχώρησις οικεί
μεγάλη, ατερμάτιστος, προγονική,
ένστικτον εκ της Μήτιδος, η κορωνίς
σοφίας υπερτάτης εν τοις ουρανοίς.»
Η Ψήφος της Aθηνάς
(από τα Αποκηρυγμένα Ποιήματα και μεταφράσεις (1886-1898), Ίκαρος 1983)