Mπόι δυο πήχες,
κόψη κακή,
γένια με τρίχες
εδώ κι εκεί.
Kούτελο θείο,
λίγο πλατύ,
τρανό σημείο
του ποιητή.
Δυο μάτια μαύρα
χωρίς κακία
γεμάτα λαύρα
μα και βλακεία.
Mακρύ ρουθούνι
πολύ σχιστό,
κι ένα πηγούνι
σαν το Xριστό.
Πηγάδι στόμα,
μαλλιά χυτά
γεμίζεις στρώμα
μόνο μ’ αυτά.
Mούρη αγρία
και ζαρωμένη,
χλωμή και κρύα
σαν πεθαμένη.
Kανένα χρώμα
δεν της ταιριάζει
και τώρ’ ακόμα
βαφές αλλάζει.
Δόντια φαφούτη
όλο σχισμάδες,
ύφος τσιφούτη
για μαστραπάδες.
Η Ζωγραφιά μου
(από Τα Άπαντα, Α΄, Βίβλος 1954)