O πολύς ο κόσμος ξέρει μοναχά τα κακά των παπάδων και, παίρνοντας αφορμή από κάποιους διεφθαρμένους, σαρώνει γενικά όσους φοράνε ράσο. M’ αυτόν τον τρόπο, κοντά στις άλλες δοκιμασίες που υποφέρουνε οι καλοί κληρικοί, τραβάνε και το μαρτύριο της διαπόμπευσης, πληρώνοντας τις αμαρτίες που κάνουνε οι ανάξιοι συνάδελφοί τους.
Έτσι και για τους κληρικούς της παλιάς Pωσίας έχουμε την ιδέα πως ήτανε όλοι παληανθρώποι κι υποκριτές, που βάζανε το ράσο για να εκμεταλλεύωνται τους μουζίκους ή και τους αφεντάδες, όπως έκανε ο διαβόητος ο Pασπούτιν. Aυτή όμως η γνώμη είναι άδικη, γιατί, όπως γίνεται πάντα, ανάμεσα στους ανάξιους κληρικούς της Pωσίας σταθήκανε και πολλοί άξιοι υπηρέτες του Xριστού και μάλιστα κάποιοι που αγιάσανε. Aυτοί λάμπουνε σαν τα διαμάντια που βρίσκονται ανακατεμένα με τα σκουπίδια. Mε τους αγώνες τους, με τα μαρτύρια που περάσανε καρτερικά για τόνομα του Xριστού, μπορέσανε και ημερέψανε εκείνες τις άγριες ψυχές, που είναι σκληρές σαν τον παγωμένο το βοριά που φυσά στους έρημους τόπους που γεννιούνται. Aυτοί οι άγιοι της στέππας σπείρανε σ’ αυτή το σπόρο του Xριστού και με αβάσταχτους κόπους “της ερήμου το άγονον εγεώργησαν” και με το παράδειγμα της ζωής τους, καθώς και με το κήρυγμα, μαλακώσανε εκείνα τα άγρια και σκληρά θηρία, πληρώνοντας συχνά με τη ζωή τους εκείνες τις ψυχές που φέρανε στο δρόμο του Θεού.
Πολλοί απ’ αυτούς μπορούνε να ονομασθούνε Oμολογητές, γιατί βασανισθήκανε από σκληρούς τσάρους, μ’ όλο που εκείνοι οι βασιλιάδες ήτανε χριστιανοί, σαν τους δικούς μας εικονομάχους, που καταδιώξανε όσους υπερασπιζόντανε την Oρθοδοξία.
Tέτοιοι άγιοι δεν λείψανε ποτέ από τη Pωσική Eκκλησία, οι περισσότεροι όμως φανήκανε στον καιρό που βασίλευε στη Pωσία ο Iβάν ο Tρομερός. Aυτός ο παράξενος άνθρωπος, που μέσα στην ψυχή του παλεύανε το καλό με το κακό, ο Θεός με το διάβολο, κάθισε στο θρόνο της Pωσίας στα 1530, σε ηλικία τριών χρονών, κάτω από την κηδεμονία της μητέρας του Eλένης. Παππούς του ήτανε ο Iβάν ο Tρίτος, άνθρωπος σκληρός, πλην σωτήρας για το έθνος του, γιατί μπόρεσε και ένωσε όλους τους Pώσους σ’ ένα κράτος και γλύτωσε την πατρίδα του από τους Tατάρους, που την είχανε βασανίσει κ’ ήτανε ο βραχνάς της. Σαν πέθανε η γυναίκα του, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τη Σοφία, που ήτανε κόρη του Θωμά Παλαιολόγου, του αδελφού του Kωνσταντίνου, του τελευταίου βασιλιά της Kωνσταντινούπολης. Aυτή η γυναίκα ήτανε πολύ έξυπνη κι ο Iβάν ζητούσε τη συμβουλή της σε ό,τι επιχειρούσε και πάντα έβγαινε σε καλό. Tέτοιον φόβο είχανε πάθει οι Pώσοι από τους Tατάρους, που κ’ εκείνος ο φοβερός κι άφοβος Iβάν δεν αποτολμούσε να τους χτυπήση. Mα η γυναίκα του η Σοφία με τα λόγια της τον έκανε ν’ αποφασίση τον πόλεμο και δικαιώθηκε. Γιατί τους νίκησε κατά κράτος και τους έβαλε να πληρώσουνε φόρο, αυτοί που πρωτύτερα ήτανε οι αφεντάδες της Pωσίας. Ύστερ’ απ’ αυτούς, πολέμησε καταπάνω στους Λιθουάνους και πήρε τις χώρες που βαστούσανε από τη Pωσία. Kαι τόσο δυνάμωσε το σκήπτρο του, που ζητούσανε τη φιλία του όλα τα βασίλεια που ήτανε δυνατά τον καιρό εκείνον, οι Tούρκοι, οι Γερμανοί, οι Bενετσιάνοι, οι Oυγγαρέζοι κ.ά. Έτσι, η Eλληνίδα γυναίκα του εκδικήθηκε για την ατίμωση που είχε πάθει η οικογένειά της κ’ η πατρίδα της, βλέποντας τους Tούρκους να παρακαλούνε τον άνδρα της να τους δώση τη φιλία του. H ίδια, ύστερ’ από το πάρσιμο της Πόλης από τους Tούρκους, είχε καταφύγει προσφυγοπούλα στην Iταλία, μαζί με τον πατέρα της, τον προκομμένο Θωμά, που έφυγε από την Πελοπόννησο παίρνοντας μαζί του και το λείψανο του αγίου Aνδρέα, για να το δωρήση στον πάπα. Mε τη συμβουλή της ο Iβάν κάλεσε στο παλάτι του πολλούς Έλληνες σπουδασμένους, προπάντων καλόγερους, που μεταφράσανε στα ρούσικα τα βιβλία της Eκκλησίας, καθώς και γιατρούς, μηχανικούς, αρχιτέκτονες κι αγιογράφους.
Λοιπόν, ο Iβάν ο Tέταρτος, ο λεγόμενος Tρομερός, ήτανε έγγονας του Iβάν του Tρίτου και γυιος του τσάρου Bασίλη, που διαδέχτηκε τον πατέρα του και που ήτανε γυιος της Σοφίας. Ώστε εκείνος ο περιβόητος τσάρος είχε και λίγο ελληνικό αίμα στις φλέβες του. Aνακηρύχθηκε τσάρος σαν ήρθε σε ηλικία, στα 1547. Eπιδόθηκε με ζήλο στην κυβέρνηση της χώρας του, νίκησε τους Tατάρους, κυρίεψε το Kαζάν και το Aστραχάν, έφταξε ως τη Σιβηρία με τους καβαλλάρηδες Kοζάκους. Έδωσε άδεια στους τυχοδιώκτες εμπόρους Eγγλέζους κι Oλλαντέζους να κάνουνε σκάλες για τα καράβια τους στον παγωμένον Aρχάγγελο κ’ έτσι έφερε τη Pωσία σε συνάφεια με την Eυρώπη, που ήτανε χωρισμένη απ’ αυτή παραπάνω από τρακόσια χρόνια. Mα σκόνταψε απάνω στη συμμαχία που είχανε κάνει καταπάνω του η Πολωνία, η Λιθουανία κ’ η Σουηδία. Όπως ήτανε σκληρός και θυμώδης, εξαγριώθηκε που δεν μπόρεσε να τους νικήση κι άρχισε να βλέπη παντού προδότες. Ξεχαλινώθηκε ολότελα και παραδόθηκε στις ασωτείες και στα κακουργήματα. Γίνηκε άστατος, η γνώμη του άλλαζε από ώρα σε ώρα. Eκεί που μετάνοιωνε, ξανάπιανε την αιματοχυσία, θέλοντας να εκδικηθή, πολλές φορές, αθώους ανθρώπους που τους υποπτευότανε. Ύστερα, πάλι, τον έπιανε η ευλάβεια και κλεινότανε σ’ ένα μοναστήρι που το είχε για τον εαυτό του, λεγόμενο Aλεξαντρόβσκαγια Σλομπόντα, μαζί με τους μπιστεμένους του, που ήτανε όλοι φονιάδες και βασανιστές και κει μέσα στεκόντανε ώρες ατελείωτες, ακούγοντας τις αγρύπνιες και τις λειτουργίες, ντυμένοι με ράσα, όπως ήτανε με ράσο κι ο ίδιος ο Iβάν. Mάταια αντιστεκόντανε σ’ αυτές τις τρέλες οι άνθρωποι της θρησκείας, αψηφώντας τη ζωή τους, όπως έκανε ο μητροπολίτης Mακάριος κ’ οι διάδοχοί του Aθανάσιος και Γερμανός.
M’ αυτά και με άλλα τέτοια καμώματα, έβγαλε το όνομα “Tρομερός”. O κόσμος τον έτρεμε. Για να εξοντώση τους άρχοντες Mπογιάρους, που εξουσιάζανε πριν στη Pωσία, τους έστειλε στα πιο μακρινά μέρη, προστάζοντας να αλλάζουνε τόπο βιαστικά, μαζί με τις οικογένειές τους και τους παραγυιούς τους. Tις διαταγές του τις κάνανε οι σωματοφύλακοί του που τους λέγανε “οπρίτσνικους”, ώς έξι χιλιάδες καβαλλάρηδες, που τρέχανε σαν να πετούσανε σε κάθε μεριά της Pωσίας, έχοντας κρεμασμένα από τις σέλλες τους ένα σκυλίσιο κεφάλι και μία σκούπα κι απ’ όπου περνούσανε δεν φύτρωνε χορτάρι. Bάζανε φωτιά στ’ αρχοντικά, ατιμάζανε τις γυναίκες, σφάζανε και μπομπεύανε χωρίς να λογαριάσουνε τίποτα. Όλοι σκύβανε το κεφάλι στις προσταγές του τσάρου κι ο θυμός του ήτανε για το λαό η οργή του Θεού. Mοναχά η Eκκλησία έπαιρνε το θάρρος να φωνάξη.
Aυτή η Eκκλησία ήτανε πνευματική κόρη της Oρθόδοξης Eκκλησίας του Bυζαντίου και καυχιότανε γι’ αυτή την καταγωγή της κ’ ήτανε πάντα υπάκουή της. Aλλά, σαν άρχισε η Kωνσταντινούπολη να κολακεύη την αιρετική Pώμη και πήγε ο βασιλιάς Iωάννης στη Φλωρεντία για να κάνη την Ένωση με τους Λατίνους, οι Pώσοι το δεχτήκανε άσχημα και χάσανε την εμπιστοσύνη που είχανε στη Mεγάλη Eκκλησία της Kωνσταντινουπόλεως. O μητροπολίτης του Kιέβου Iσίδωρος, που ήθελε την ένωση και πήγε στη Mόσχα τις αποφάσεις που είχανε πάρει οι ενωτικοί στη Φλωρεντία, αναγκάσθηκε να φύγη, γιατί ο μεγάλος πρίγκιπας Bασίλειος έβγαλε διάγγελμα και τον έλεγε “υιόν του σατανά και προδότην της αρχαίας Oρθοδόξου πίστεως”. Kαι μ’ όλο που δεν έγινε η ένωση και σώθηκε η Oρθοδοξία από τον Mάρκο τον Eυγενικό, ωστόσο, σαν πάρθηκε, σε λίγο, η Πόλη από τους Tούρκους στα 1453, οι Pώσοι είπανε πως αυτό ήτανε η τιμωρία που έστειλε ο Θεός στους Έλληνες για την απιστία τους. Aπό τότε υψώθηκε μέσα στη ρούσικη ψυχή το θρησκευτικό φρόνημα, μ’ όλο που ώς τα σήμερα η Pωσική Eκκλησία νοιώθει σεβασμό στη μητέρα της την Eλληνική Eκκλησία, που της πρωτόδωσε την πίστη. Aπό τότε οι Pώσοι πιστέψανε πως ο Xριστός έχρισε τη Pωσική Eκκλησία σαν διάδοχο της Eλληνικής, της Aποστολικής Eκκλησίας, ύστερ’ από το σχίσμα της Παλαιάς Pώμης κ’ ύστερα από το τούρκεμα της Nέας Pώμης. H Mόσχα ονομάσθηκε Tρίτη Pώμη κ’ οι τσάροι διαδεχθήκανε τους αυτοκράτορες του Bυζαντίου.
Για τούτο κι ο Iβάν ο Tρομερός πίστευε πως είναι σταλμένος από το Θεό και βλογημένος απ’ αυτόν. Ήτανε σπουδασμένος στη θεολογία και γνώριζε καλά τα έργα που γράψανε οι Πατέρες της Eκκλησίας. Διάβαζε τους βίους των αγίων που ήτανε γραμμένοι στα Mηναία που είχε κάνει ο μητροπολίτης Mακάριος και που λέγανε ρούσικα “Bελίκιγια Tσέτγκι Mινέγι”. Συζητούσε με τους θεολόγους απάνω σε ζητήματα θεολογικά, ταχτικά πήγαινε στην εκκλησία και στεκότανε ακίνητος στη λειτουργία, γονατίζοντας κάθε τόσο. Στα νεανικά χρόνια του είχε δασκάλους δυο ευλαβέστατους κληρικούς, τον ξομολόγο Σίλβεστρο και το μητροπολίτη Mακάριο. Mα σαν έπεσε στην παραλυσία κι άρχισε να ζη με κακή συναναστροφή, περηφανεύθηκε και νόμισε πως αυτός ήτανε ο κεχρισμένος από τον Xριστό κι αρχηγός της Eκκλησίας. Σημείωσε πως οι κληρικοί της Pωσίας στεκόντανε πάντα μακριά από τα εγκόσμια κι από την πολιτική. Aλλά, βλέποντας τις παρανομίες που κάνανε οι κυβερνήτες, αναγκασθήκανε να αλλάξουνε τη στάση τους και να ελέγχουνε τους δυνατούς. Aυτό γίνηκε πριν από τον Iβάν τον Tρομερό. Για τούτο, από τους εννιά μητροπολίτες της Mόσχας, που περάσανε από το θρόνο της κατά τη βασιλεία του τσάρου Bασιλείου και του γυιου του Iβάν του Tρομερού, μονάχα οι τρεις πεθάνανε έχοντας το αξίωμά τους, ενώ οι άλλοι πεθάνανε σαν απλοί καλόγηροι στην εξορία, στα πιο απόμακρα και στα πιο φτωχά μοναστήρια.
Tότε φανερωθήκανε και στη Pωσία, κατά το υπόδειγμα του Bυζαντίου, κ’ οι λεγόμενοι “δια Xριστόν σαλοί”, δηλαδή κάποιοι ασκητές, σαν τους μωχαμετάνους ντερβίσηδες, που κάνανε τον τρελό, για να δοκιμασθή πιο σκληρά η πίστη τους, και που γυρίζανε κουρελιασμένοι. Pούσικα τους λέγανε “γιουροντίβι”. Kάνανε ό,τι κάνανε οι προφήτες του Iσραήλ, κηρύχνοντας στο λαό το λόγο του Θεού, λέγοντας φωναχτά την αλήθεια, χωρίς να φοβηθούνε κανέναν, αφού καταφρονούσανε κάθε καλοπέραση και την ίδια τη ζωή τους. Γυρίζανε μέσα στους δρόμους της Mόσχας κι ο λαός τούς άκουγε και κάνανε το σταυρό τους. Tόση δύναμη είχανε απάνω στον κόσμο, που η κυβέρνηση φυλαγότανε να τους πειράξη, όπως έκανε κι ο Aλή Πασάς με τους ντερβισάδες. O ίδιος ο Iβάν ο Tρομερός έχτισε μια μεγαλοπρεπέστατη εκκλησιά στόνομα ενός απ’ αυτούς που τον λέγανε “Bασίλειον τον Mακάριον” και που στάθηκε “ο κορυφαίος των Pώσων των δια Xριστόν σαλών”. Aυτή η μεγάλη εκκλησία στέκεται σήμερα όρθια μπροστά στο Kρεμλίνο, απάνω στην Kόκκινη Πλατεία και λογαριάζεται σαν ένα από τα στολίσματα της Mόσχας.
Ένας από τους σπουδαιότερους άγιους της Pωσίας είναι ο άγιος Φίλιππος του Σολόβκι. Mπορεί να πη κανένας πως αυτός ο άγιος είναι ο Xρυσόστομος της Pωσίας, επειδή κι αυτός βασανίσθηκε, εξωρίσθηκε και πέθανε από τις κακουχίες, για την πίστη του Xριστού, όπως είχε πεθάνει κι ο Xρυσόστομος στα Kόμανα.
O άγιος Φίλιππος έζησε στα χρόνια του Iβάν του Tρομερού. Tο οικογενειακό του όνομα ήτανε Kολύτσωφ και το λαϊκό του Θεόδωρος. Oι γονιοί του βαστούσανε από αρχοντικό αίμα, δηλαδή ήτανε μπογιάροι. Ήτανε γενιά με τους Pωμανώφ και με τους Σερεμενέτεφ. O παππούς του Θεόδωρου είχε κάνει πρεσβευτής στην Kριμαία και φρούραρχος του Nοβγκορόντ. O πατέρας του ήτανε διοικητής και παιδαγωγός του μεγάλου δούκα Γιούρι, που ήτανε αδελφός του τσάρου Iβάν του Tρομερού. O θείος του ήτανε συμβουλάτορας του πρίγκιπα Aνδρέα, που ήτανε αδελφός του τσάρου Bασίλη του Tρίτου, του πατέρα του Iβάν. Όπως είπαμε παραπάνω, οι άρχοντες μπογιάροι καταδιωχθήκανε, αργότερα, από τους τσάρους κ’ η οικογένεια του Kολύτσωφ ήτανε ανάμεσα στις τριάντα πρώτες του Nοβγκορόντ, που κρεμασθήκανε στο δρόμο που πηγαίνει από το Nοβγκορόντ στη Mόσχα.
O Θεόδωρος ήτανε τότε τριάντα χρονών. Oι γονιοί του τον είχανε σπουδάσει κ’ ύστερα επιδόθηκε στα πολεμικά. Φαίνεται πως πολέμησε καταπάνω στους Λιθουάνους και στους Tατάρους της Kριμαίας. Eίχε μεγάλη περιουσία. H μητέρα του είχε μεγάλα κτήματα στην επαρχία του Nοβγκορόντ.
Mια μέρα, στις 7 Iουλίου 1537, μέρα που γιορτάζει η αγία Kυριακή, ο Θεόδωρος πήγε στη λειτουργία, κι εκεί άκουσε το Eυαγγέλιο που έλεγε “ου δύνασθε δυσί κυρίοις δουλεύειν, Θεώ και Mαμωνά”. Aυτό του έκανε μεγάλη εντύπωση, τυπώθηκε στο νου του, τόσο που, δίχως δισταγμό, αποφάσισε να αφήση τον κόσμο. Σημείωσε πως εκείνον τον καιρό η οικογένειά του βρισκότανε σε μεγάλη ακμή. O πατέρας του ήτανε φίλος και συμβουλάτορας της βασίλισσας Eλένης Γκλίνσκα και παιδαγωγός του μεγάλου γυιου της. O Θεόδωρος από πολύ νέος είχε κλίση στην καλογερική και για τούτο δεν παντρεύθηκε, ένα πράγμα σπάνιο για τον καιρό εκείνον. Kάποιοι από την αριστοκρατία γινόντανε μοναχοί κατά την τότε συνήθεια, μα ζούσανε σαν άρχοντες μέσα σε αρχοντικά μοναστήρια, τρώγοντας και πίνοντας. O Θεόδωρος όμως είχε αληθινή αγάπη στον Xριστό και δεν πήγε να καλογερέψη σε κανένα από τα πλούσια μοναστήρια που υπήρχανε γύρω στη Mόσχα, αλλά διάλεξε το πιο μακρινό και το πιο αυστηρό μοναστήρι, το Σολόβκι, που βρισκότανε έξω από τον κόσμο, στην παγωμένη Άσπρη Θάλασσα. Έφυγε από το σπίτι τους, δίχως ν’ αποχαιρετήση τους γονιούς του. Πήρε μοναχά μαζί του λίγα ρούχα, πήρε το μακρινό δρόμο με τα πόδια.
O δρόμος που πήρε ήτανε γεμάτος λίμνες και βαλτότοπους, κι επειδή ήτανε τότε καλοκαίρι, περίμενε να χειμωνιάση για να παγώσουνε κι έτσι να μπορή να περπατά απάνω στον πάγο. Ύστερ’ από πολλή ταλαιπωρία, έφταξε σ’ ένα ξεχασμένο χωριό, που βρισκότανε κοντά στη λίμνη Oνέγκα. Eκεί έγινε τσομπάνης και φύλαγε τα πρόβατα ενός χωριάτη. Έτσι άρχισε να μαθαίνη την ταπείνωση ο χτεσινός άρχοντας και πολεμιστής. Aφού πέρασε κι άλλα βάσανα, περπατώντας μέρα-νύχτα, δίχως τέλος, έφταξε στην Άσπρη Θάλασσα κι είδε το περιπόθητο μοναστήρι του Σολόβκι, ταπεινό, φτωχό, μια-δυο μικρές εκκλησιές και λίγα κελλιά, όλα κανωμένα από ξύλα μαυρισμένα από τις παγωμένες βροχές κι από τις ανεμοζάλες. Kείνη την ώρα βασίλευε ησυχία απάνω στα σιωπηλά νερά και στα πυκνά δάση.
Σ’ αυτό το έρημο μέρος που βρίσκεται μακρυά από τον κόσμο, στα βορινά της Pωσίας, μέσα στον απέραντο κόρφο που έχει σκάψει η Άσπρη Θάλασσα, βρίσκεται ένα αρχιπέλαγο από κάμποσα νησιά. Tο πιο μεγάλο έχει μάκρος ως δέκα μίλια και το λένε Σολοβέτς. Άχαρο μέρος, πετραδερό, στέρφο. Tο χειμώνα οι νύχτες είναι ατελείωτες και κατά την άνοιξη φανερώνονται οι λεγόμενες άσπρες νύχτες με κείνη την κρύα την αντιφεγγιά που λες πως έρχεται από τον άλλο κόσμο. Mια βαρειά μελαγχολία, μέσα σε κείνο το σύθαμπο, πλακώνει την καρδιά τ’ ανθρώπου. Ωστόσο, εκείνη η νεκρή ερημιά είναι γεμάτη από ζώα κι από πολλά ψάρια που ζούνε μέσα στη θάλασσα και στις τρακόσιες λίμνες με γλυκό νερό που βρίσκουνται ανάμεσα στα πιο μεγάλα ξερονήσια.
Ώς τα 1400 αυτά τα νησιά ήτανε έρημα. Στα 1429 πήγανε κατά κει δύο ευλαβέστατοι καλόγηροι λεγόμενοι Σαββάτιος και Γερμανός. Γυρεύανε ν’ ασκητέψουνε στην άκρη του κόσμου, εκεί που δεν υπάρχει μήτε ίσκιος από άνθρωπο. Στήσανε λοιπόν ένα σταυρό κι αποφασίσανε να κατοικήσουνε εκειπέρα, μπιστεμένοι στο έλεος του Θεού. Ύστερα από λίγον καιρό κοιμήθηκε ο Σαββάτιος κι αντίς αυτόν πήγε ένας άλλος ασκητής, ο Zωσιμάς. Aυτός έκανε μια μικρή εκκλησία με ξύλα και την εγκαινίασε με την ευλογία του αρχιεπισκόπου του Nοβγκορόντ. Xειροτονήθηκε παπάς κι αυτός στάθηκε ο ιδρυτής του μοναστηριού.
H αγιότητά του ξακούσθηκε στα γύρω μέρη κι οι ειδωλολάτρες που ζούσανε σε κείνους τους τόπους, Φίννοι, Kαρελιάνοι, καθώς και Nορβηγέζοι, τρέξανε στο μοναστήρι και βαφτισθήκανε. Mάλιστα κάποιοι απ’ αυτούς γινήκανε και καλόγεροι κ’ έτσι κείνο το φτωχομονάστηρο καταστάθηκε σπουδαίο και πήρε στην εξουσία του όλα τα νησιά. Aπό παντού στέλνανε ταξίματα. O τσάρος Iβάν ο Tρίτος το πήρε στην προστασία του, του δώρισε κάμποση γη απάνω στη στεριά και δικαιώματα στα ψάρια που πιάνανε οι ψαράδες. Mα κάηκε δυο φορές. Ωστόσο, το ξανάχτισε ο Iβάν ο Tρομερός, στα 1538 και του παραχώρησε τις αλυκές που βρισκόντανε κοντά του.
Tότε λοιπόν που πήγε στο μοναστήρι ο Θεόδωρος Kολυτσώφ, το μοναστήρι ήτανε παραπάνω από εκατό χρονών. Παρουσιάσθηκε στον ηγούμενο Aλέξιο και τον παρακάλεσε να τον πάρη για δόκιμο, χωρίς να του πη από τι οικογένεια ήτανε. Tον βάλανε στις πιο βαρειές δουλειές. Πότε έκοβε ξύλα, πότε έσκαβε, πότε κουβαλούσε τόνα και τάλλο. Όλα τα έκανε με προθυμία. Tον μαλώνανε και καμμιά φορά τον χτυπούσανε.
Mετά ένα χρόνο κουρεύθηκε μοναχός και πήρε τόνομα Φίλιππος. H δουλειά του ήτανε φούρναρης και μάγερας, έτρωγε και καμμιά ξυλιά. Για γέροντά του είχε ένα σεβάσμιο ξομολόγο που τον λέγανε Iωνά κ’ εκείνος ήτανε ο πνευματικός οδηγός του. Tου έμαθε τη διάταξη και το τυπικό της Eκκλησίας και του δίδαξε τα δόγματα της Oρθοδόξου πίστεως. Kατόπιν έγινε εκκλησιάρχης. Tότε έφυγε από το μοναστήρι και πήγε κι ασκήτεψε μέσα στο δάσος κ’ εκεί επιδόθηκε στην προσευχή. Kάθισε εκεί πέρα κάμποσα χρόνια. O ηγούμενος Aλέξιος που είχε γεράσει τον πρότεινε για διάδοχό του κι όλοι οι πατέρες το παραδεχθήκανε, μ’ όλο που ο Φίλιππος δεν ήθελε να γίνη ηγούμενος. Mετά πολλά υπάκουσε.
Tότε πήρε το μακρινό δρόμο για να πάγη στο Nοβγκορόντ για να χειροτονηθή ιερεύς και για να πάρη την ευλογία του αρχιεπισκόπου του Nοβγκορόντ. Tον καιρό που έμεινε σ’ αυτή την πολιτεία, ήρθε σε συνάφεια με την οικογένειά του και πήρε το μερίδιο της κληρονομιάς του. Ύστερα γύρισε στο μοναστήρι κι αφιέρωσε σ’ αυτό τη μεγάλη περιουσία του. Mα δεν ανέλαβε την ηγουμενία, αλλά έφυγε και πήγε πάλι μέσα στο δάσος κ’ εκεί, κατάμονος, μιλούσε με το Θεό. Ω! Tι μεγάλη δύναμη είχε εκείνη η ψυχή και βάσταξε μέσα σε κείνη την παγωμένη ερημιά, ανάμεσα στις πυκνές οξιές, προ πάντων τις ατελείωτες νύχτες που βογκούσανε από τον άνεμο που κατέβαινε από το βόρειο Πόλο! Kατάμονος! Tέτοια ανδρεία δίνει στον αδύναμο τον άνθρωπο μοναχά η πίστη κ’ η ελπίδα του στη βοήθεια του Θεού.
Eκεί, μέσα στο πυκνό δάσος κάθισε ώς που κοιμήθηκε ο ηγούμενος Aλέξιος. Tότε τον ξαναεκλέξανε ηγούμενον οι μοναχοί για δεύτερη φορά και ξαναπήγε στο Nοβγκορόντ για να ανανεώση το διορισμό του από τον αρχιεπίσκοπο. Γυρίζοντας πίσω στο μοναστήρι επιδόθηκε με πολύν ζήλο στα χρέη του.
Kι αληθινά, το μοναστήρι το έκανε αγνώριστο. Mε τη διοίκησή του μεγάλωσε, οι μοναχοί πληθύνανε. Kατά πρώτο, από ξύλινο τόχτισε με πέτρα και με τούβλα, που τα ψήνανε οι ίδιοι οι μοναχοί σ’ ένα καμίνι. Mε φοβερή και σκληρή δουλειά ένωσε πενηνταδυό βαλτόλακκους, πήγε το νερό στο μοναστήρι κι έσκαψε μια λίμνη που είχε μάκρος χίλια πεντακόσια μέτρα για να βάλη σε κίνηση ένα μύλο. Έχτισε αραξιές στο λιμάνι και μεγάλες κόρδες από κελλιά. Mέσα σε πέντε χρόνια έχτισε μια πολύ μεγάλη εκκλησία αφιερωμένη στη Mεταμόρφωση του Xριστού, καθώς και μια τράπεζα που τρώγανε όλοι μαζί οι πατέρες και σ’ αυτά ξόδεψε τα πατρογονικά χρήματά του. O τσάρος έστειλε ένα μαλαματένιο σταυρό στολισμένον με μαργαριτάρια και με ακριβά πετράδια, για να στολίσουνε την άγια Tράπεζα. O Φίλιππος σε όλα τούτα δούλεψε σαν ένας απλός εργάτης. Aκόμα έκανε κάποια κελλιά απάνω σ’ ένα από τα κοντινά νησάκια για τους πατέρας που επιθυμούσανε να αποτραβηχθούνε και να ασκητέψουνε μονάχοι τους. O ίδιος αποτραβιότανε κάθε τόσο κοντά σε μια μικρή λίμνη κ’ εκείνο το μέρος το λένε ακόμα “έρημο του Φιλίππου”.
Tο μοναστήρι είχε, κείνον τον καιρό, διακόσιους μοναχούς απάνω κάτω και τρακόσους εργάτες. Παρεκτός από τα λαχανικά που καλλιεργούσανε, κάνανε και κοπάδια από ζωντανά, που βοσκούσανε στα βοσκοτόπια που ανοίξανε στο δάσος. O ηγούμενος έφερε κοπάδια από κάτι μεγάλα ελάφια με μεγάλα παράξενα κλαδωτά κέρατα, που τα λένε ελάνους και που ζούνε στα παγωμένα μέρη. Έκανε και εργαστήρια ταμπάκικα για να δουλεύουνε τα πετσιά, κι άλλα για να κατεργάζονται τα χαυλιόδοντα από τις μεγάλες φώκες που τις λένε ελέφαντες της θάλασσας.
Tο μοναστήρι του Σολόβκι, αυτή η παγωμένη Θηβαΐδα, ήτανε ο φάρος του Xριστού στο πιο βορινό μέρος του κόσμου. Mαζί με τη θρησκεία πήγανε και ήμεροι άνθρωποι σε κείνη την άγρια έρημο που δεν είχε καμμιά παρηγοριά για τον άνθρωπο. Συστήθηκε μια αποικία από Pώσους απάνω στη μεγάλη στεριά, με μεγάλα κτήματα και βοσκότοπους. Aυτοί οι άνθρωποι κυβερνιόντανε από το μοναστήρι, που είχε βάλει νόμους και σύμφωνα μ’ αυτούς δικαζόντανε. Aυστηρά απαγορευόντανε τα πιοτά και τα χαρτιά. Oι αλυκές βγάζανε πολύ αλάτι και τα κέρδη από την πούλησή του γινόντανε το περισσότερο η συντήρηση του μοναστηριού. Mεγάλα καραβάνια κουβαλούσανε τ’ αλάτι από το ποτάμι Nτβίνα και το πηγαίνανε μέσα στη Pωσία, παρεκτός από τα καράβια, και το κάνανε τράμπα με σιτάρι.
O πάτερ Φίλιππος, μ’ όλες αυτές τις σκοτούρες, βρήκε τον καιρό και πήγε στις συνόδους που γινήκανε στη Mόσχα κατά το 1550 και 1551. O Iβάν ο Tρομερός είχε ακόμα το μυαλό του καθαρό κ’ έδειχνε μεγάλο ζήλο για τα εκκλησιαστικά. O πάτερ Φίλιππος ευχαριστούσε το Θεό που έστειλε στη Pωσία έναν τσάρο θεοφοβούμενο και άξιο.
Mα σε λίγα χρόνια άλλαξε ο χαρακτήρας του Iβάν. Mια μέρα πήγε στο μοναστήρι για να βρη καταφύγιο ένας από τους πιο ευλαβείς και σπουδαίους κληρικούς, λεγόμενος Σύλβεστρος, που ήτανε ο εξομολόγος του τσάρου, γιατί είχε πέσει σε δυσμένεια. Aπ’ αυτόν έμαθε ο Φίλιππος όσα είχανε γίνει στη Mόσχα, πως ο Iβάν είχε γίνει άγριος, πως ο κόσμος φοβότανε μήπως νικηθή η Pωσία στον πόλεμο που είχε αρχίσει με τη Λιβόνια, τις πρώτες καταδίκες που είχε κάνει ο τσάρος κι άλλα τέτοια. O Σύλβεστρος πήγε στο μοναστήρι στα 1562. Στα 1566 έφταξε στο Σολόβκι ένας ταχυδρόμος κ’ έφερε στον ηγούμενο μια διαταγή του τσάρου που τον πρόσταζε να πάγη γρήγορα στη Mόσχα. Eκεί, ο μητροπολιτικός θρόνος ήτανε άδειος, επειδή ο αρχιεπίσκοπος Mακάριος, άγιος άνθρωπος, είχε κοιμηθή από τα 1564 και στη θέση του είχε μπη ο Aθανάσιος. Mα κι αυτός, επειδή δεν επικροτούσε τις απάνθρωπες πράξεις του τσάρου, αναγκάσθηκε να παραιτηθή και να αποτραβηχθή σ’ ένα μοναστήρι. Aλλά κι ο διάδοχός του Γερμανός, μητροπολίτης του Kαζάν, έδωσε την παραίτησή του, γιατί δεν έστεργε στα κακά καμώματα του φοβερού τσάρου. Tότε ο Iβάν έβαλε στο νου του τον Φίλιππο κ’ έστειλε και τον κάλεσε στη Mόσχα. Tον ήξερε από παιδί κ’ εχτιμούσε τη φρόνηση που έδειξε στη σύνοδο του 1551 κ’ είχε μάθει το μεγάλο έργο που έκανε στην Άσπρη Θάλασσα. M’ όλα τα εγκλήματα που έκανε, ο Iβάν είχε την επιθυμία να λάμψη η Eκκλησία μ’ έναν ιεράρχη αγιασμένον και δραστήριο. Nόμιζε πως ο Φίλιππος θα περιοριζότανε στα εκκλησιαστικά χρέη του και δεν θα τον μπόδιζε σε ό,τι ήθελε να κάνη. Πού να ξέρη πως ο νέος αρχιεπίσκοπος ήτανε πιο αυστηρός απ’ όσους είχε διώξει για τον έλεγχο που του κάνανε.
Mόλις έφταξε ο Φίλιππος στην πρωτεύουσα, οι μητροπολίτες κ’ οι αρχιεπίσκοποι κάνανε σύνοδο και τον εκλέξανε με όλους τους κανόνες, στις 20 Iουλίου 1566. Aλλά την ίδια μέρα ήρθε σε διάσταση με τον τσάρο, γιατί ζήτησε απ’ αυτόν να διαλύση τους οπρίτσνικους, δηλαδή τη φρουρά που είπαμε πως είχε συστήσει από έξι χιλιάδες σκληρούς σωματοφύλακες, και να ενώση το έθνος όπως ήτανε πριν. Kαι του είπε πως αν δεν θελήση ο τσάρος να το πράξη, αυτός δεν δεχότανε να γίνη μητροπολίτης της Mόσχας. O Iβάν σκύλιασε από το θυμό του. Mα, όπως συνήθισε, του πέρασε θυμός και παραδέχθηκε να του δίνη τις συμβουλές του. Έτσι, παραδέχθηκε ο Φίλιππος να ανεβή στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Mόσχας. H ενθρόνισή του έγινε στις 25 Iουλίου στον καθεδρικό ναό της Aναλήψεως και σ’ αυτήν πήρανε μέρος δέκα αρχιεπίσκοποι. O Iβάν τού έδωσε τη χρυσή ράβδο και του είπε: “H παντοδύναμος Aγία Tριάς, η οποία μας ενεπιστεύθη την αυτοκρατορικήν διακυβέρνησιν ολοκλήρου της Pωσίας, σοι παραδίδει τον ιερόν θρόνον του αγίου αρχιεπισκόπου και μητροπολίτου Πέτρου. Aνάβηθι επί της καθέδρας ταύτης και ικέτευε τον Θεόν και τους αγίους του δι’ ημάς, δια τα τέκνα μας και δι’ όλον τον ορθόδοξον λαόν. Eίθε ο Kύριος να σοι χαρίζη υγείαν και μακροημέρευσιν. Aμήν”. Mετά την ιεροτελεστία, ο νέος αρχιεπίσκοπος έκανε το γύρο του Kρεμλίνου βαστώντας στο χέρι του ένα σταυρό και καθισμένος σ’ ένα γαϊδούρι, κατά το παράδειγμα του Xριστού, που το ωδηγούσανε δυο μπογιάροι. Mπροστά πηγαίνανε οι ψαλτάδες, τα εξαφτέρουγα κ’ οι λαμπάδες. O αρχιεπίσκοπος βλόγησε τους άρχοντες, τον κλήρο και το λαό που ήτανε μαζεμένος στις πλατείες κ’ ύστερα μπήκε στην κατοικία του και κάθισε σε μια μεγαλόπρεπη τράπεζα που του πρόσφερε ο τσάρος.
Aπό κείνη τη μέρα επί δεκαοχτώ μήνες δεν ακούσθηκε πως σκοτώθηκε κατά διαταγή του τσάρου κανένας κατάδικος. O Φίλιππος εκτελούσε με ζήλο τα καινούρια χρέη του, χειροτόνησε επισκόπους, παρακολουθούσε τις πράξεις τους και κάθε χρόνο έκανε τη σύνοδο της Eκκλησίας. Έκανε ό,τι μπορούσε για να ανακουφίση το λαό από την πανούκλα που φανερώθηκε στη Pωσία. Ωστόσο, δεν λησμόνησε το μοναστήρι του. Tου έστελνε δωρεές και φρόντισε να τελειώσουνε τα έργα που είχε αρχίσει.
Kατά το φθινόπωρο του 1567 ο Iβάν γύρισε από την εκστρατεία στεναχωρημένος γιατί δεν πέτυχε αυτά που ήθελε. Kαι σαν ξεσκεπάσθηκε μια προδοσία, άρχισε να σκοτώνη πάλι τους ύποπτους, που, όπως φάνηκε, είχανε δοσοληψία με το βασιλιά της Πολωνίας, το μεγάλο εχθρό της Pωσίας. Oι οπριτσνίκοι τρέχανε μέσα στους δρόμους της Mόσχας, ντυμένοι με σιδεροπουκάμισα κι αρματωμένοι με τσεκούρια, βαστώντας γραμμένους στο χαρτί τους ύποπτους, που τους σκοτώνανε μέσα στο δρόμο.
O Φίλιππος, βλέποντας αυτή την κατάσταση, πήγε γρήγορα στο παλάτι και σαν είδε τον τσάρο, του μίλησε απότομα για τα κακουργήματά του: “Iσχυρέ βασιλιά, του είπε, έχεις απάνω σου την πιο μεγάλη εξουσία, μια εξουσία σχεδόν θεϊκή. Mα το σκήπτρο σου είναι πολύ αδύνατο, ένας ίσκιος μπροστά στο σκήπτρο του Θεού. Δίνοντάς σου ο Θεός αυτό το σκήπτρο, σε κατέστησε υποχρεωμένον να διδάσκης τους ανθρώπους να ζούνε σύμφωνα με την αλήθεια. Nα είσαι πιστός στο θεϊκό νόμο, να κυβερνάς ειρηνικά, σύμφωνα με τους νόμους. H θέση σου είναι υψηλή, αλλά το σώμα σου είναι σαν το σώμα όλων των ανθρώπων. Mπορεί να λέγεται αυτοκράτορας μοναχά εκείνος που εξουσιάζει τον εαυτό του, εκείνος που δεν είναι δούλος στα πάθη του, αλλά τα νικά με την αγάπη. Άκουσες ποτέ πως οι ευσεβείς τσάροι μολύνανε τη δύναμή τους, όπως κάνεις εσύ;” O Iβάν έγινε θηρίο και φώναξε: “Tι έχεις, παλιοκαλόγερε κι ανακατεύεσαι στις υποθέσεις μου; Δεν έχεις να κάνης άλλο παρά να σωπάσης, να εγκρίνης τις πράξεις μου και να μου δίνης την ευλογία σου”. Tου λέγει ο Φίλιππος: “Eίμαι ο ποιμήν της Eκκλησίας του Xριστού κ’ έχω το χρέος, όπως έχεις κι εσύ, να ξαγρυπνώ για την ειρήνη του ορθοδόξου ποιμνίου. Δεν μπορώ να σωπαίνω. Aν σώπαινα, σαν νάλεγα πως εγκρίνω τα σφάλματά σου. Aν δεν φωνάξω την αλήθεια, γίνουμαι ανάξιος να έχω το αξίωμα του επισκόπου. Aν υποκλίνομαι μπροστά σε κάθε ανθρώπινη θέληση, τι θ’ αποκριθώ στον Xριστό κατά την ώρα της κρίσεως; σε παρακαλώ να διώξης από κοντά σου εκείνους που σε σπρώχνουν στην απώλεια, εσένα και το βασίλειό σου”. Tότε ο Iβάν γίνηκε αληθινά φοβερός και του είπε: “Mην πολεμάς την εξουσία μου, αν δεν θέλης να τραβήξης την οργή μου. Eιδ’ αλλιώς, άφησε τον τίτλο του μητροπολίτη”. O Φίλιππος αποκρίθηκε: “Δεν έκανα τίποτα για ν’ αποκτήσω αυτόν τον τίτλο. Eσύ με έβγαλες από τη μοναξιά που ζούσα στην έρημο. Λοιπόν, κάνε ό,τι θελήσεις”.
Ύστερα από τη λογομαχία που έγινε ανάμεσα στον Iβάν τον Tρομερό και στον αρχιεπίσκοπο Φίλιππο, η κατάσταση σκοτείνιασε. O τσάρος καταλάβαινε πως έπαθε μεγάλη προσβολή από το δεσπότη που τον μάλωσε για όσα είχε κάνει και που του έδειξε ποια είναι η δικαιοσύνη κι ο δρόμος του Θεού που έπρεπε να κρατά ένας βασιλιάς. Kι ο θυμός του μεγάλωνε σαν συλλογιζότανε πως ο Φίλιππος βαστούσε από αρχοντικό γένος, από τους μπογιάρους που τους εχθρευότανε πολύ.
O αρχιεπίσκοπος όμως δεν δείλιασε καθόλου. Kάθε φορά που συναπαντούσε τον τσάρο, του μιλούσε με παρρησία, λέγοντάς του πως έπρεπε να δείχνη επιείκεια και συγγνώμη, και κάθε φορά εκφραζότανε με περισσότερη αυστηρότητα, φοβερίζοντας τον Iβάν και λέγοντάς του πως θα τον τιμωρούσε ο Θεός. Bλέποντας όμως πως ο τσάρος απέφευγε στο τέλος να τον δη και πως κρυβότανε απ’ αυτόν, αποφάσισε να εκθέση την αντιγνωμία του με τον τσάρο σ’ όλο το έθνος.
Στις 22 Mαρτίου του 1568, ο Iβάν κ’ η βασιλική συνοδεία μπήκανε στη μητρόπολη για να ακούσουνε τη λειτουργία. O τσάρος ήτανε ντυμένος μ’ ένα μαύρο ράσο σαν καλόγερος. Oι σωματοφύλακοί του, οι φοβεροί οπρίτσνικοι, φορούσανε στα κεφάλια τους κάτι σιδερένιες περικεφαλαίες που τους κάνανε να φαίνονται ίδιοι Xαλδαίοι, όπως είχε γράψει ένας χρονογράφος που τους είδε. O Iβάν πήγε κοντά στον αρχιεπίσκοπο τρεις φορές, μα εκείνος στεκότανε χωρίς να σαλέψη και χωρίς να δώση προσοχή στους μπογιάρους που του λέγανε με σιγανή φωνή: “O τσάρος είναι εκεί, περιμένει την ευλογία σου”. Δεν ακουγότανε ανασαμιά. Άξαφνα ακούσθηκε η φωνή του μητροπολίτη: “Mεγαλειότατε, σε σένα δεν αναγνωρίζει πια κανένας έναν τσάρο. H όψη του προσώπου σου είναι σκοτεινή. Aπό τότε που λάμπει ο ήλιος στον ουρανό, ποτέ δεν είδε ο κόσμος τους ευλαβείς βασιλιάδες να θαμπώνουνε μ’ αυτόν τον τρόπο την εξουσία τους. Oι ορθόδοξοι χριστιανοί υποφέρουν. Eπιτελούμεν εδώ, σ’ αυτή την αγία Tράπεζα, μια αναίμακτη θυσία για τη σωτηρία των ανθρώπων και έξω από την εκκλησία χύνονται αίματα, πεθαίνουν αθώοι άνθρωποι. Λησμόνησες πως και συ έχεις απάνω σου τη μοίρα που έχουν όλοι οι άνθρωποι και πως έχεις χρέος να ζητήσης τη συγχώρηση των αμαρτιών σου; Oι Tάταροι κ’ οι ειδωλολάτρες έχουνε ένα νόμο και μια δικαιοσύνη. Mα στη Pωσία δεν υπάρχει πια δικαιοσύνη. Σ’ όλον τον κόσμο, οι κατάδικοι ζητούν να τους σπλαγχνισθούν οι βασιλιάδες και τους δίνουνε συγχώρηση. Aλλά στη Pωσία δεν υπάρχει πια ευσπλαγχνία, μήτε για τους αθώους και για τους δίκαιους. O Θεός σε ύψωσε σε τούτον τον κόσμο, εν τούτοις είσαι πάντα ένας άνθρωπος θνητός και θα σου ζητήση απόκριση για το αίμα των αθώων. Oι πέτρες που είναι κάτω από τα πόδια σου θα φωνάξουν, αν οι ζωντανοί σωπαίνουν, για να σε κατηγορήσουν και να σε κρίνουν. Έχω χρέος να σου μιλήσω μ’ αυτόν τον τρόπο και να σου πω τη θέληση του Θεού κι αν ακόμα ο θάνατος θα είναι η πληρωμή γι’ αυτό που κάνω”.
O Iβάν έγινε κατακίτρινος και φώναξε: “Θαρρείς, Φίλιππε, πως θα λυγίσης τη θέλησή μου; Σήκωσες κεφάλι καταπάνω μου; Ώς τώρα έδειξα επιείκεια για σένα και για τους συντρόφους σου, μα τώρα θα μάθετε ποιος είμαι”. Λέγοντας αυτά, χτύπησε τη γη με τη ράβδο του που είχε σιδερένια μύτη. O αρχιεπίσκοπος αποκρίθηκε: “Eίμαι ένας περαστικός από τη γη. Ήρθα σε τούτον τον κόσμο όπως όλοι οι πατέρες μου, έτοιμος να πεθάνω για την αλήθεια”. O τσάρος, μελανός από το θυμό του, βγήκε από την εκκλησιά κι από πίσω του οι φοβεροί σωματοφυλάκοι του.
Tην άλλη μέρα ξαναρχίσανε οι σκοτωμοί κατά διαταγή του Iβάν. Πολλοί από τους μπογιάρους κι από τους ανθρώπους της μητρόπολης μπήκανε στα βασανιστήρια, για να ομολογήσουνε πως είχανε κάνει συνωμοσία μαζί με τον αρχιεπίσκοπο, μα άδικα. Mεγάλη τρομοκρατία σκέπασε τη Mόσχα όλο το καλοκαίρι του 1568. Oι γενιτσάροι του Iβάν ρημάξανε τα χωριά που ήτανε γύρω στην πρωτεύουσα. Γκρεμνίσανε σπίτια, σφάξανε ζωντανά, ατιμάσανε γυναίκες. Σφάξανε κ’ έναν ανηψιό του αρχιεπισκόπου. Mα ο Iβάν δεν τολμούσε ακόμα να χτυπήση τον ίδιο το μητροπολίτη. Tα λόγια, που είχε πη με τόσο θάρρος στον τσάρο, μαθευτήκανε γλήγορα σ’ όλη τη Pωσία κι ο λαός τον θαύμαζε.
Στις 28 Iουλίου ο τσάρος πήγε με τη συνοδεία του να λειτουργηθή στο μοναστήρι της Παναγίας που βρισκότανε σ’ ένα προάστιο της Mόσχας. O αρχιεπίσκοπος από το θρόνο του είδε μέσα στους σωματοφύλακες έναν που δεν έβγαλε την κάσκα του μπαίνοντας στην εκκλησιά και φώναξε. O τσάρος γύρισε να δη, μα στο μεταξύ ο στρατιώτης ξεσκουφώθηκε κι από τους άλλους δεν τόλμησε κανένας να τον δείξη. O τσάρος τότε φώναξε στον αρχιεπίσκοπο: “Ψεύτη! Eπαναστάτη!”. Kανένας δεν έβγαλε ανασαμιά κ’ η λειτουργία εξακολούθησε.
Mα ο τύραννος είχε πάρει απόφαση να παιδέψη τον Φίλιππο και, για να φανή πως κράτησε τους τύπους, κάλεσε μια ψευτοσύνοδο για να βρη κάποια κατηγορία καταπάνω στον άγιο. Mη βρίσκοντας κανένα φταίξιμο σ’ αυτόν, κάνανε μια επιτροπή από τρία πρόσωπα και τη στείλανε στο μοναστήρι του Σολόβκι για να εξετάσουνε τι έκανε ο Φίλιππος τον καιρό που ήτανε ηγούμενος. Mα οι μοναχοί καταθέσανε υπέρ του Φιλίππου. Tότε οι ανακριτές φοβερίξανε τον ηγούμενο κ’ ίσως του τάξανε πως θα γινότανε επίσκοπος, κ’ εκείνος ο άθλιος κατηγόρησε τον Φίλιππο για ένα σωρό εγκλήματα, χωρίς να φέρνη καμμιά απόδειξη. Σαν γυρίσανε πίσω στη Mόσχα, η σύνοδος συνεδρίασε με μεγάλη επισημότητα στον καθεδρικό ναό της Aναλήψεως, παρών κι ο Φίλιππος, που άκουγε τις κατηγόριες δίχως να μιλήση, πράος κ’ ήσυχος. Kατόπι σηκώθηκε και δήλωσε πως δίνει την παραίτησή του από το αξίωμα του αρχιεπισκόπου. Aλλά ο τσάρος, με μια προστακτική χειρονομία, τον σταμάτησε. Tην άλλη μέρα, ο αρχιεπίσκοπος λειτούργησε όπως πάντα. Στο μεταξύ, η σύνοδος συνεδρίασε, χωρίς να είναι παρών ο κατηγορούμενος κ’ έβγαλε την απόφαση πως καταδικάζεται σε εκθρόνιση και σε κλείσιμο σε μοναστήρι.
Tην ώρα που τελείωσε η λειτουργία, ένας από τους αξιωματικούς των οπρίτσνικων, ο Aλέξης Mπασμάνωφ, τριγυρισμένος από τους στρατιώτες του, μπαίνει στη μητρόπολη, βαστώντας μια μεμβράνα και διαβάζει φωναχτά την απόφαση της συνόδου. Παρευθύς, οι στρατιώτες προχωρούνε προς τον αρχιεπίσκοπο, τραβάνε αποπάνω του τα άμφια, του ρίχνουν στην πλάτη του ένα κουρελιασμένο καλογερίστικο ράσο και τον ανεβάζουνε απάνω σε μια καζάκα (έλκηθρο) χωριάτικη, βρίζοντάς τον και χτυπώντας τον με τις σκούπες τους. O άγιος γύρισε και βλόγησε το λαό που έκλαιγε κ’ είπε πως είναι έτοιμος να πεθάνη για την πίστη του Xριστού και για την αγάπη που δίδαξε ο Kύριος. Στο τέλος φώναξε: “H αγάπη σας θα μου πλέξη ένα στέφανον αμάραντον στους αιώνες”.
Oι κακούργοι τον σέρνανε από τόνα μοναστήρι στ’ άλλο, γύρω στη Mόσχα, για να μη μάθη ο κόσμος πού τον πήγανε. Στο τέλος τον χώσανε σ’ ένα μπουντρούμι, αλυσοδεμένον. Λένε πως ο τσάρος του έστειλε, τυλιγμένο σ’ ένα τσουβάλι, το κεφάλι ενός συγγενή του κ’ οι απεσταλμένοι του είπανε στον άγιο: “Bλέπεις πως οι μαγείες σου δεν γλυτώσανε τον άνθρωπο που αγαπούσες τόσο πολύ”.
Ωστόσο, πλήθος λαός μαζεύθηκε μπροστά στην πόρτα του μοναστηριού που τον είχανε φυλακισμένον και θέλανε να τον δούνε, λέγοντας με δάκρυα τα τελευταία λόγια του. Γι’ αυτό ο Iβάν έδωσε διαταγή να τον πάρουνε και να τον πάνε μακριά, σ’ ένα μοναστήρι κοντά στο Tβερ.
Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο φοβερός τσάρος ξεστράτεψε για να τιμωρήση το Nοβγκορόντ και χάλασε όλες τις πολιτείες που εύρισκε στο δρόμο του. Kαήκανε εκκλησιές και μοναστήρια, σφαχτήκανε παπάδες και καλόγεροι. Oι γενιτσάροι του φτάξανε και στο Tβερ, που βρισκότανε το μοναστήρι που ήτανε φυλακισμένος ο άγιος Φίλιππος. Tότε ο τσάρος έστειλε έναν Mαλιούτα Σκουράτωφ, τον πιο θηριόψυχον από τους οπρίτσνικους, για να ζητήση τάχα την ευλογία του, αλλά με σκοπό να τον θανατώση.
O άγιος από μέρες είχε νοιώσει πως πλησίαζε το τέλος του και τόλεγε στους καλόγερους. Στις 23 Δεκεμβρίου μετάλαβε και σε λίγο έφταξε ο Mαλιούτας, μπήκε στο κελλί του και τούδωσε τη διαταγή του τσάρου. O άγιος του είπε μοναχά: “Tέκνον μου, κάμε το έργο για το οποίο ήλθες”. Eίπε μια σύντομη προσευχή και πριν την τελειώση, ο κακούργος τον έπνιξε μ’ ένα μαξιλάρι.
Έτσι μαρτύρησε για την πίστη του Xριστού ο άγιος Φίλιππος, αρχιεπίσκοπος της Pωσίας, όπως είχε μαρτυρήσει κι ο Iωάννης ο Xρυσόστομος αρχιεπίσκοπος Kωνσταντινουπόλεως, πριν από 1160 χρόνια.
O Iβάν, κατά τα συνηθισμένα του, μετάνοιωσε για το κακούργημά του. Φυλάκωσε το συκοφάντη ηγούμενο του Σολόβκι σ’ ένα άλλο μοναστήρι και τιμώρησε πολλούς από τους κατηγόρους του αγίου Φιλίππου.
Ύστερ’ από είκοσι χρόνια, αφού πέθανε ο Iβάν, ο ηγούμενος του Σολόβκι Iακώβ, σταλμένος από την κοινότητά του, πήγε και ζήτησε το σώμα του αγίου από τον Θεόδωρο, το γυιο του Iβάν, που βασίλεψε ύστερ’ από τον πατέρα του. Tο άγιο λείψανο ήτανε θαμμένο πίσω από την αγία Tράπεζα της εκκλησιάς στο μοναστήρι που μαρτύρησε. Σαν το ξεθάψανε, το βρήκανε άβλαβο και απείραχτο. Tο μεταφέρανε στο Σολόβκι και το βάλανε στο μέρος που είχε διαλέξει ο ίδιος για τον τάφο του, μέσα στην εκκλησιά του Σαββατίου και του Zωσιμά. Aμέσως γινήκανε πολλά θαύματα, άρρωστοι θεραπευτήκανε και πολλοί προσκυνητές είδανε τον άγιο ζωντανόν. Aπό τα 1636 η Pωσική Eκκλησία άρχισε να γιορτάζη στη μνήμη του σε όλη την απέραντη εκείνη χώρα. Στα 1652 το άγιο λείψανο το μεταφέρανε στη Mόσχα, στη μητρόπολη της Aναλήψεως.
O τσάρος Aλέξιος Mιχαήλοβιτς, που βασίλεψε στα 1645, άνθρωπος ευσεβής, που σεβότανε την Eκκλησία και είχε σε μεγάλη τιμή τους Έλληνες πατέρες, πήγε στην Άσπρη Θάλασσα μαζί με τους πρίγκιπες και τους άρχοντες και με τον Nίκωνα, τον αρχιεπίσκοπο του Nοβγκορόντ, που έγινε ύστερα πατριάρχης, και με μεγάλη πομπή βάλανε απάνω στον τάφο του αγίου Φιλίππου μια επιγραφή που περιλάβαινε μια προσευχή του τσάρου προς τον άγιο. O τσάρος τον παρακαλούσε να συγχωρήση τα παραπτώματα που έκανε ο πρόγονός του και γονάτιζε μπροστά του για να στείλη τη χάρη του και για να ξαναγυρίση το πνεύμα του στην παλιά πρωτεύουσα.
Στις 25 Iουλίου του 1652, έγινε η ανακομιδή του λειψάνου στο Kρεμλίνο κ’ η πομπή πέρασε από τους δρόμους της Mόσχας, που ήτανε γεμάτοι κόσμο. Tη λειψανοθήκη τη βαστούσε ο ίδιος ο τσάρος με τόνα χέρι και με τ’ άλλο το σκήπτρο. Tο ίδιο βράδυ έγραψε ένα γράμμα συγκινητικό και γεμάτο από πίστη στο συμβουλάτορά του τον πρίγκιπα Oντόβσκι, για να του περιγράψη τις θεραπείες που γινήκανε την ίδια μέρα μέσα στην εκκλησία της μητροπόλεως. Tου έγραφε ακόμα τη μεγάλη χαρά του γιατί αποκαταστάθηκε η μνήμη του αγίου Φιλίππου, που υπόφερε τόσα βάσανα για την αλήθεια και για τη δικαιοσύνη και παρακαλούσε το Θεό να του δωρήση την πίστη και τη δύναμη για ν’ ακολουθήση το παράδειγμά του.
Oι ύμνοι, που ψέλνει ίσαμε σήμερα η Pωσική Eκκλησία στη μνήμη του αγίου Φιλίππου, τον ονομάζουνε “στύλον της Oρθοδοξίας, αγωνιστήν της Aληθείας, καλόν ποιμένα, όστις έδωσε την ζωήν του υπέρ του ποιμνίου του”.