Ως φυτεύουν εις τες γάστρες
ρόδα ή τριανταφυλλιά,
αυγή βράδι την ποτίζουν
του νερού με την δροσιά.
Τα τριαντάφυλλα που ανοίγουν
και τα ρόδα τα τερπνά
συνεπαίρνουν τον αέρα
από τη μοσκοβολιά.
Σαν της γης σπάνιο λουλούδι
κι η δική σου η ευμορφιά
άνοιξε, και η γη ευφράνθη,
θαύμα ήσουν και χαρά!
Αλλά γάστρα και λουλούδια
εμαράθηκαν σκληρά,
και τα φύλλα σου εσκορπίσαν
σ’ έρημη ακροθαλασσιά.
Της νυκτός την μαύρη σκέπην
διώξε την απ’ τα μαλλιά,
και του κρίνου την λευκάδα
κόψε νέα φορεσιά.
Και η πρώτη ας αναδώσει
του προσώπου σου ευμορφιά,
και τα μαύρα σου τα μάτια
πάλε ας λάμψουν ζωηρά.
Δεν ρωτάς τι σημαδεύει
εις το μάγουλο το αγνό,
το γλυκύ, βαθύ σκοτάδι
σαν τριαντάφυλλο αυγινό,
που εις το πράσινο κλαδί του
κείτεται μισανοιχτό,
δεν το πήρε ήλιος ακόμη
κι έχει νύχτας το δροσιό;
Σαν γελάς... της Αφροδίτης
το ευαίσθητο παιδί
εις το μάγουλο φιλεί σε
κι ίχνος μένει απ’ το φιλί.