Ήταν μια δύσκολη υποχώρηση κι αυτή, ν’ αφεθεί, κι ο αέρας του βραδιού
να του χτενίζει τα μαλλιά. Τι κι αν έδωσε το τελευταίο φίλημα
ο πυρετός τού έκαιγε το στόμα· τι κι αν τ’ αργύρια ομορφαίνουν τη ζωή
ο θάνατος ήταν η μόνη συγκατάβαση
Μα εγώ τον συμπόνεσα στην απελπισμένη του κίνηση. Ήτανε φίλος μου
μ’ έβλεπε στον ανήσυχο ύπνο του και τιναζόταν. Με ξεχώρισε
στο ανώνυμο πλήθος και μου ’σφιξε το χέρι – «δε χώρισα ποτέ ευθύνες» είπε
«δε δίστασα στην εκλογή, ξέρω πάντα καλά τι είναι αλήθεια»
Ιούδας
(από το Ο Δύσκολος Θάνατος, Νεφέλη 1985)