Τα νούφαρα συντάραξαν στη λίμνη οι νυχτερίδες·
του ήλιου η κατακόκκινη γάζα σαν πάχνη λυώνει
κι η Νύχτα πέφτει στα νερά και κλώθει πέπλα κι ίσκιους
και τα δεντρά στραγγίζουνε των άστρων την αχτίνα…
Κάποια βουή ακούστηκεν από το δάσος πέρα
και τρέμει ο ύπνος στων πουλιών το αλαφιασμένο μάτι·
και σαν πουλιά που σκιάζονται μην τά ιδει το γεράκι
τρυπώνουν οι πεντάμορφες Νεράιδες στα καλάμια
κι οι καβαλλάρηδες περνούν χωρίς να τις ιδούνε…
Καβαλλάρηδες
από τα Άπαντα, Εκδόσεις Γκοβόστη 1939)