οι ταξιδιώτες ήρθαν κι έφυγαν
κεκηρυγμένοι εχθροί της ίδιας λησμονιάς και του ίδιου πάθους
υλοτόμοι πάντα του ίδιου πόθου
και μπροστά τους ν’ απλώνωνται όσο παίρνει το μάτι κι η καρδιά
τα ίδια μαύρα κουρελιασμένα σύννεφα
να μπλέχουν στα κατάρτια τους
να σκουριάζουνε τις άγκυρές τους
ναν τους σφυράν κρυφά μέσα στ’ αυτί με τη μπουρού
την ίδια οδύνη
λες ένα κίτρινο χρυσό
λαμπερό
να βάψη αυτό το μαύρο αισχρό και θλιβερό τοπίο
που το τρυπούν σκληρά
τα νυσταγμένα φώτα των ηλεκτρικών λαμπτήρων
τα νυσταγμένα φώτα μιας αξιοδάκρυτης ―ιδανικής― πορνείας
και της ψωριάρικιας γκαμήλας το νυσταλέο «che vuoi?»
λες;
σκέψου πως είν’ αδύνατο
πως είναι κι απολύτως περιττό να ξεφωνίσης και να πης
όλη τούτη τη φλόγα
όπου τρώει τα σωθικά σου
και την κρατάς
ε, συ!
τόσο καλά
τόσο σφιχτά
τόσο βαθειά φυλακισμένη
μέσα σου
οι ταξιδιώτες λες εφύγαν ήρθανε
ελύσανε τα μάγια
λύσανε τις πριμάτσες
που τους κρατούσανε δεμένους στο μουράγιο
δεν είταν
ένας χορός ευγενικά θλιμμένος
όλες τούτες οι εξάρσεις των νοσταλγών
που σβει το κύμα
ως δαγκάνει λυσσαγμένο
των πεύκων των αναμαλλιάρικων το δίχτυ;
των πεύκων που εμεταμφιέστηκαν μόνο γι’ απόψε
μόνο
για να γενούν κομμήτες;
ένα πουλί θαλασσινό τανύζει
τα φτερά του
λέει:
«εσύ ’σαι
ο νέος προφήτης
μέσα στην τάφρο των δικών σου λιονταριών»
Καφφενεία και κομήτες ύστερα από τα μεσάνυχτα
(από τα Ποιήματα, B΄, Ίκαρος 1977)
Αναγνώσεις:
διαβάζει: Εγγονόπουλος Nίκος
Aνέκδοτη ηχογράφηση, Woodberry Poetry Room, 1950