Ο χρόνος δεν με θέλει πια. Πάει, τώρα, πολύς καιρός που βλέπω μοναχά την πλάτη του.
Κρυφές αρρώστιες με διεκδικούν, μα συνεχίζω, όπως μπορώ, ετούτη τη μακρά θητεία.
Τριάντα έξι χρόνια πέρασαν κιόλας από τη μέρα εκείνη που είδα για πρώτη και τελευταία φορά τον παππού μου δίχως ο ίδιος να με βλέπει. Ήταν μια μέρα με βροχή και κατηφόριζε στη μυστική πλαγιά των Φιλανθρωπηνών.
Από ώρες σφηνωμένος στο σανιδένιο τελευταίο παλτουδάκι του και με το πρόσωπό του κίτρινο και άκαμπτο, λες κι ήταν σκαλισμένο σε σκληρό τυρί, κυμάτιζε πάνω απ’ τα χόρτα της πλαγιάς και τις βρεγμένες πέτρες, καθώς εκείνοι που τον σήκωναν δεν έτυχε να έχουνε το ίδιο ύψος. Τα μάτια του ήταν κλειστά κι απ’ το πικρό του στόμα, δεν έβλεπα να ανεβαίνουν πια οι δαχτυλήθρες του καπνού που, τόσα χρόνια, έμοιαζαν να είναι η μόνη ορατή προέκτασή του προς τον ουρανό. Μόνο κάτι μαβιά λουλούδια τρέμανε δίπλα στα κίτρινα ―απ’ τον πολύ καπνό― μουστάκια, λες και δυνάμεις σκοτεινές είχαν βαλθεί, την ώρα εκείνη, να του κάνουν πλάκα.
Από τη μέρα αυτή και ύστερα, το δρόμο του παππού μου ακολούθησαν ―δίχως σειρά προτεραιότητας― και οι υπόλοιποί μου συγγενείς που βρίσκονταν ―στην αλυσίδα που μας ένωνε― μπροστ’ από μένα.
Προχτές το βράδυ κι ενώ πήγαινα, ακόμη μια φορά, επίσκεψη στο σπίτι του αδερφού μου, στάθηκα στο περίπτερο που μένει ανοιχτό στη γειτονιά του μέχρι αργά τη νύχτα, γιατ’ είχα μείνει από τσιγάρα.
Κάθε φορά που πάω στον αδερφό μου, την πατάω. Το βλέμμα μου καρφώνεται σε κείνη την παλιά φωτογραφία που έχει κρεμασμένη πάνω απ’ τον καναπέ. Κοιτάζω μέσα εκεί, λοιπόν, τα ηλιοτρόπια του πατρικού μας κήπου, που, σαν υπέροχα φωτιστικά, σκύβανε από πάνω μας ρίχνοντας φως ασπρόμαυρο στου κεφαλιού μας τη φουντίτσα και μένω, πάντα, με την αίσθηση πως δεν περάσαν ούτε δύο λεπτά απ’ τη στιγμή εκείνη: από τη μέρα, δηλαδή, αυτή της άνοιξης που, κρατημένοι απ’ το χέρι, στέκαμε μπροστά στο φωτογραφικό φακό που μας απαθανάτισε ―σαράντα πέντε χρόνια πριν― μέσα σ’ αυτό τον κήπο.
Ας είναι. Αγόρασα, λοιπόν, απ’ το περίπτερο το δεύτερο πακέτο της ημέρας και τ’ άνοιξα πηγαίνοντας προς τη μεριά που είχ’ αφήσει τ’ αυτοκίνητο.
Ένας αέρας κρύος φύσαγε τα μίζερα δεντράκια που, σφηνωμένα στο τσιμέντο, έμοιαζαν σαν να φυλάγανε σκοπιά έξω απ’ το κλειστό και φωτισμένο, μ’ ένα φως πρασινωπό, κρεοπωλείο της απέναντι πλευράς.
Χωρίς να ξέρω το γιατί, αμέσως πέρασα απέναντι και στάθηκα μπροστά στις παγερές βιτρίνες με τα κρέατα, ανάβοντας τσιγάρο.
Πίσω απ’ το τζάμι ―στην κάθετη κολόνα αυτού του μαγαζιού― ένας καθρέφτης μ’ έδειχνε να με κοιτώ έτσι όπως ήμουν ακριβώς, αυτή την ώρα: ένας άντρας που ’χει περάσει από πάνω του ολόκληρη η ζωή, πενήντα πέντε χρόνων, μόνος του κι άναυδος στην ερημιά αυτής της συνοικίας, με το πικρό τσιγάρο του να κρέμεται στην άκρη των χειλιών, κι όλο να στέλνει προς το νυχτωμένο ουρανό εκείνο τον λεπτό καπνό, λες και συνέχιζε την προσευχή που είχ’ αφήσει ατέλειωτη, πριν από χρόνια, ο παππούς του σ’ άλλο μέρος.
Βλέποντας την εικόνα αυτή, συνειδητοποίησα ακαριαία, πως είχα μείνει μόνος πια, δίχως κανέναν συγγενή μου προς τα πίσω. Η αλυσίδα που με ένωνε μ’ αυτούς είχε κοπεί από καιρό κι εγώ στεκόμουν τώρα απορημένος κι άναυδος στην άκρη αυτής της κλίμακας ―που οδηγεί με τρόπο μαθηματικό προς την ανυπαρξία― αφού η ζωή το θέλησε να είμαι πια ο μεγαλύτερος σε ηλικία απ’ όλους μου τους συγγενείς που ζουν σ’ αυτήν εδώ τη χώρα, παρόλο που, από καιρό πιο πριν, θα έπρεπε να το ’χα υποπτευθεί πως θα συνέβαινε κι αυτό, καθώς ο θειος μου ο Χαρίλαος μου τηλεφώναγε ―το καλοκαίρι που μας πέρασε― συνέχεια και μου ζητούσε αν ήταν δυνατόν να επαναλάβουμε, για μια φορά ακόμη, εκείνη την παλιά βολτίτσα στους αγρούς έξω απ’ τη γενέθλια πόλη.
Εκείνη την ανέμελη ποδηλατάδα του ’56 μου ζήταγε να επαναλάβουμε ―πηγαίνοντας αργά και κουβεντιάζοντας οι δυο μας― μέχρι τη βρύση του Πασά, άσχετα αν τώρα πια ο τόπος εκεί γύρω έχει αλλάξει εντελώς αφού χτιστήκαν οι αγροί και μπλοκ, ολόκληρα, κατοικιών ορθώθηκαν σ’ αυτό το μέρος, μέχρι ψηλά, στην τάφρο εκείνη με τα χαμομήλια, όπου παλιά ήταν το σύνορο για τους φυματικούς: εκείνους τους φυματικούς που ζούσανε, συχνά, κλεισμένοι πίσω απ’ τα κάγκελα του σανατόριου, μα κατεβαίνανε κρυφά μέχρι την τάφρο αυτή ―ιδίως τις γιορτές της άνοιξης― και, με τα μάτια φλογισμένα απ’ τον πυρετό, κοιτάζανε με πόθο κι αγαπούσαν νοερά όλες εκείνες τις απόκρημνες γυναίκες, που, κάποτε, αγαπήσαμε κι εμείς απελπισμένα.
Αν δεν το είχα από τότε υποπτευθεί θα έπρεπε, τουλάχιστον, να το’χα καταλάβει πια, δυο μήνες ακριβώς αργότερα, όταν εκείνη η γυναίκα στο Θησείο θα έβλεπε, στα κατακάθια του καφέ που μόλις είχα πιει, το θάνατο του θείου μου τρεις ώρες πριν με πάρει στο τηλέφωνο ο ξάδερφός μου ο Βασίλης για να μου πει, ότι στ’ άλήθεια τώρα πια, ο θειος μου ο Χαρίλαος, είχε δυο ώρες που ’χε φύγει από τούτη τη ζωή οριστικά, και έκανε ποδηλατάδα μόνος του στον ουρανό.
Απέναντί μου, στο κομό, δίπλα στον μαύρο ελέφαντα, που πήρα απ’ το Μοναστηράκι, ένα ρολόι του μεσοπολέμου χωνεύει, ηχηρότατα, τα δευτερόλεπτα που ―με επιφωνήματα, μεταλλικά, μονότονα― πέφτουν νεκρά, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, μέσα εκεί, στη σιδερένια του κοιλιά, υπενθυμίζοντάς μου, με τον τρόπο τους, πως τίποτε δεν σταματά. Ο θάνατος εργάζεται ακατάπαυστα όπως, εξάλλου, κι η ζωή, αφού, την ίδια ώρα στο μπαλκόνι μου βλέπω τα πρώτα φύλλα της κληματαριάς που ξεπηδήσαν ήδη τρυφερά και καταπράσινα ―στις άκρες του στεγνού της του κορμού, υπηρετώντας στα τυφλά, για μια φορά ακόμη, της φύσης το πανάρχαιο και σκοτεινό καθήκον.
Και νά που ήρθε πάλι η άνοιξη· θα ’ρθει και το καλοκαιράκι.
Το νιώθω. Κάποιος μέσα μου άρχισε να σφυρίζει σιγανά εκείνο τον παλιό σκοπό που ήξερε κι η μάνα μου.
Κάποιος σφυρίζει μέσα μου έναν παλιό σκοπό
(από το Στο σπίτι του εχθρού μου, Nεφέλη 1995)