«Το τέλος μου επήλθε ότε ήμουν ευτυχής.
Ο Ερμοτέλης με είχε αχώριστόν του φίλον.
Τες ύστατές μου μέρες, μ’ όλο που προσποιούνταν
πως δεν ανησυχούσε, ένοιωνα εγώ συχνά
τα μάτια του κλαμένα. Σαν νόμιζε που λίγο
είχ’ αποκοιμηθεί, έπεφτεν ως αλλόφρων
στης κλίνης μου το άκρον. Aλλ’ ήμεθαν κ’ οι δυο
νέοι μιας ηλικίας, είκοσι τριώ ετών.
Προδότις είναι η Μοίρα. Ίσως κανένα πάθος
άλλο τον Ερμοτέλη νάπαιρνεν από μένα.
Τελείωσα καλώς· εν τη αμερίστω αγάπη.»—
Το επιτύμβιον τούτο Μαρύλου Aριστοδήμου
αποθανόντος προ μηνός στην Aλεξάνδρεια,
έλαβα εγώ πενθών, ο εξάδελφός του Κίμων.
Με το έστειλεν ο γράψας γνωστός μου ποιητής.
Με το έστειλ’ επειδή ήξερε συγγενής
ότ’ ήμουν του Μαρύλου: δεν ήξερε άλλο τι.
Είν’ η ψυχή μου πλήρης λύπης για τον Μαρύλο.
Είχαμε μεγαλώσει μαζύ, σαν αδελφοί.
Βαθυά μελαγχολώ. Ο πρόωρος θάνατός του
κάθε μνησικακίαν μου έσβυσ’ εντελώς.....
κάθε μνησικακίαν για τον Μαρύλο —μ’ όλο
που με είχε κλέψει την αγάπη του Ερμοτέλη,
που κι αν με θέλει τώρα ο Ερμοτέλης πάλι
δεν θάναι διόλου το ίδιο. Ξέρω τον χαρακτήρα
τον ευπαθή που έχω. Το ίνδαλμα του Μαρύλου
θάρχεται ανάμεσό μας, και θα νομίζω που
με λέγει, Ιδού είσαι τώρα ικανοποιημένος.
Ιδού τον ξαναπήρες ως εποθούσες, Κίμων.
Ιδού δεν έχεις πια αφορμή να με διαβάλλεις.
Κίμων Λεάρχου, 22 ετών, σπουδαστής Eλληνικών γραμμάτων (εν Kυρήνη)
(από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)