Κισσέ που απάνω σέρνεσαι στο σπίτι και το ζώνεις
με τ’ άνανθα, τα σκοτεινά κι ανεύωδα κλαδιά
κι ολόγυρα στη θύρα του πένθιμο θόλο απλώνεις,
σα νάχη στο κατόφλι της καθίσει η ωχρή βραδιά.
Κι ούτε πουλί δεν έρχεται, μήτε του ηλιού το χάδι,
και μήτε ένα ψιθύρισμα δε σου ξυπνά η πνοή·
άχαρα πάντα απάνω σου περνούν αυγή και βράδυ,
λες ίδια ζούμε θλιβερή κι εσύ κι εγώ ζωή.
Και τώρα, το φθινόπωρο που, δες, έχει μαδήσει
τη λεύκα και το αγιόκλημα, που φαίδρυνε κι εσέ
πλάι σου το Μάη σαν άνθιζε, αμάδητα έχει αφήσει
σέ μόνο και τη θλίψη μου, χλομόμαυρε κισσέ.
Και πεταλούδα, σκοτεινή ωσάν εσέ κι εκείνη,
σα μιαν ακτίνα από κρυφή ν’ αποζητά ομορφιά,
στ’ άχαρα φύλλα σου πετά κι εκεί τη θλίψη πίνει
που της σταλάζει απ’ την υγρή και στείρα συννεφιά.
Και μου είναι ωσάν απάνω μου τους κλώνους νάχης ρίξει,
όπως μια μέρα θ’ απλωθής σε αξύπνητη σιγή,
όταν στα μάτια τα κλειστά λευκό μπροστά θ’ ανοίξη
το φως της η ασυννέφιαστη που θα χαράξη αυγή.
[Κισσέ που απάνω σέρνεσαι]
(από Τα ποιήματα, Νεοελληνική Βιβλιοθήκη-Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1992)