Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
Κυνομυομαχία
Ροΐδης Εμμανουήλ

Εξ όλων των πόλεων της Δύσεως και της Ανατολής, όπου έτυχε να κατοικήσω, η καθαρωτάτη είναι ή τουλάχιστον ήτο προ ημίσεος αιώνος, προ της ιταλικής δηλ. ενότητος και της εφαρμογής του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, η Γένοβα, πρωτεύουσα της Λιγουρίας. Η ιστορία της πόλεως ταύτης συνδέεται στενώς μετά της ημετέρας μεσαιωνικής. Οι Γενοβέζοι υπήρξαν πιστοί σύμμαχοι του αυτοκράτορος Μιχαήλ του Παλαιολόγου κατά των Ενετών, και επί μακρόν χρόνον δυνάσται της Χίου, όπου, αν υπάγης, αναγνώστα, δύνασαι να συναντήσης επιζώντας τινας απογόνους του Ιουστινιάνη και του Γριμάλδη διατηρούντας ακόμη τα οικόσημα, τα γενεαλογικά δένδρα και την πίστιν εις τον πάπαν, κατ’ ουδέν όμως άλλο διακρινομένους από των γειτόνων αυτών, των οποίων η περιουσία περιορίζεται εις κτήμα, ουχί πολύ μεγαλείτερον της αιθούσης χορού των ανακτόρων του βασιλέως Γεωργίου, αποδίδον κατ’ έτος εκατοντάδας τινάς πορτοκαλίων και σακκίδιον αμυγδάλων.
    Δια την μοναδικήν εν τούτοις και απαστράπτουσαν της Γενούης καθαριότητα ελάχιστα δαπανώσι το κράτος και η δημαρχία, χάρις εις την πρακτικωτάτην και αξίαν μιμήσεως ιδέαν ν’ αναθέσωσι την φροντίδα ταύτην εις τους καταδίκους εις ισόβια ή πρόσκαιρα δεσμά. Τρις της ημέρας αντηχεί εις τας οδούς βαρύς κρότος αλύσεων και τροχών και μετ’ ολίγον εμφανίζεται μέγα κάρρον συρόμενον υπό ευρώστων ημιόνων, τούτο δε παρακολουθούσιν υπό την επιτήρησιν δύο αστυνομικών κλητήρων περί τους είκοσιν αλυσίδετοι ανά ζεύγος δεσμώται, οι μεν εν ερυθρά οι δε ισόβιοι εν κιτρίνη στολή, ωπλισμένοι δια μακρών σαρώθρων, τα οποία δεν διαφεύγει ίxνος βορβόρου ή σκιά κονιορτού, ούτε κόπρισμα ίππου, ούτε απόρριμμα σιγάρου, ούτε τεμάχιον χαρτίου, ουδέ καστάνου φλοιός, ώστε μετά την διέλευσιν του κάρρου δύναται η επιφάνεια των ασπίλων πλακών να χρησιμεύση ως κάτοπτρον εις τας φιλαρέσκους διαβατρίας. Προς πλήρη εκτίμησιν της μοναδικής ταύτης καθαριότητος έν μόνον δύναμαι να προσθέσω, ότι εις επισήμους τινάς λιτανείας επικρατεί η συνήθεια να ραίνωνται οι ιερείς εκ των παραθύρων δια βροχής ρόδων, κρίνων, υακίνθων και γαρυφάλων, αλλά μετά το τέλος της τελετής σαρώνονται αμέσως και ταύτα θεωρούμενα ως ευώδεις ακαθαρσίαι. Πολλάκις συνέβη να επιφοιτήση εις τον νουν μου ως όνειρον και οπτασία των νεανικών μου χρόνων η μαρμαρυγή των γενουηνσιακών πλακών, ενώ επιπόνως αναρριχώμαι εις τον ανήφορον της οδού Νικοδήμου, προσκόπτων ανά παν βήμα εις ζωντανάς ή νεκράς όρνιθας, εις λόφους κονιορτού, εις πυραμίδας σκουπιδίων, εις απόμαχα υποδήματα, εις φλοιούς καρπουζίων, εις μαύρους ρύακας παρά το πεζοδρόμιον ή ερυθρούς προ των μακελλείων. Αλλά και πολλάκις διερχόμενος την οδόν Αδριανού και βλέπων χάσκοντας εις τον εξώστην του Παλαιού Στρατώνος πλήθος ευρώστων δεσμωτών, αναλογίζομαι πόσον χρησιμωτέρα θα ήτο η καταδίκη αυτών ως εν Γενούη εις καθαρισμόν των πεζοδρομίων. Ου μόνον δε εις απολύμανσιν της πόλεως, αλλά και εις σπουδαίαν ελάττωσιν του αριθμού των εγκλημάτων θα συνετέλει πιθανώς το θέαμα της καθημερινής παρελάσεως ανά τας οδούς των Αθηνών των εμπρηστών της οικίας Μελά, των ληστών του ταμείου της Λαμίας, των απίστων ταμιών και άλλων μεγαλοσχήμων ομοτέχνων των αλυσιδέτων, μετ’ ερυθρού ή κιτρίνου σκούφου επί της κεφαλής και μεγάλης εις τας χείρας σκούπας.
    Απαραίτητος προς διατήρησιν πόλεως καθαράς είναι η ύπαρξις είς τινα απόστασιν απ’ αυτής ακαθάρτου προαστίου, προωρισμένου δηλ. εις πάσαν ασυμβίβαστον προς την καθαριότητα βιομηχανίαν. Μόνον οι Αθηναίοι στέργουσι να έχουσιν αμέσους γείτονας χοιροτρόφους, βαφείς, ρακοσυλλέκτας, βουστάσια, βυρσοδεψεία και ελαιοτριβεία. Πάντα ταύτα ως και τας απεράντους αυτών αποθήκας ελαίου, σάπωνος, τυρού, λίπους, τόνου και παστού κρέατος περιώρισαν οι Γενοβέζοι εις το απέχον όσον το Φάληρον από των Αθηνών χωρίον του Αγίου Πέτρου, και έκτοτε η πόλις αυτών απέβη εντελώς άοσμος κατά τα τρία τέταρτα του έτους, μόνον δε κατά την άνοιξιν απόζει εκ της ανθήσεως των δενδροστοιχιών.
    Ουδ’ ήτο τούτο το μόνον της καθαριότητος πλεονέκτημα, αλλά και η βαθμιαία και τελεία σχεδόν έκλειψις του βδελυρωτάτου των παρασίτων. Από της αρχής του παρόντος αιώνος η Γένοβα είναι η μόνη ίσως εν Ευρώπη πόλις, η μη φιλοξενούσα ποντικούς. Ούτοι ήσαν πρότερον εκεί αναρίθμητοι και παμφάγοι. Κατά την παιδικήν μου ηλικίαν έζων ακόμη γερόντισσαι διηγούμεναι περί της θηριωδίας των τετραπόδων τούτων πράγματα απίστευτα και φρικαλέα. Το μέγεθος αυτών ήτο όσον μεγάλης γαλής· ηρήμωσαν ολοκλήρους συνοικίας και εκένωσαν τας αποθήκας του ναυτικού· έπνιγον τους γάτους· κατεβρόχθιζον τας λαμπάδας των ναών· έτρωγον εν τη κοιτίδι αυτών τα βρέφη· ανέσκαπτον τους τάφους, όπως φάγωσι και τους νεκρούς, την δε ηγουμένην της μονής των Καρμηλιτών οσίαν Ροζαλίαν έφαγον εν τω κελλίω της ζωντανήν, ενώ ήτο βυθισμένη εις έκστασιν ουρανίαν.
    Εις ταύτα εδυσπίστουν οι ουδέποτε υπερβάντες τα τείχη της πόλεως, αλλ’ οι εγκύψαντες και εις των περιχώρων την γεωγραφίαν κάλλιστα εγνώριζον ότι ο παρά των γραϊδίων υμνούμενος φοβερός και γιγάντειος ποντικός δεν ήτο μυθώδης, ουδέ καν ευρίσκετο μακράν, αλλά ζη, βασιλεύει και πληθύνεται εις ελαχίστην από των τειχών της πόλεως απόστασιν, μεταναστεύσας από ημίσεος ήδη αιώνος εις τον άγιον Πέτρον μετά των εκεί εξορισθέντων ζωογδαρτών και αλλαντοποιών, μετά των σφαγείων και των αποθηκών στοκοφίσου και αλειμματoκηρίων. Εν δε τω νέω αυτών καταυλισμώ τοσούτον, ως φαίνεται, ηυχαριστήθησαν οι μετανάσται, ώστε ουδέποτε υπερέβαινον τα όρια αυτού, ουδ’ επεχείρησαν ως οι Ηρακλείδαι κάθοδον εις την αρχαίαν αυτών έδραν, την απολέσασαν παν δι’ αυτούς θέλγητρον, αφού έγεινε καθαρά.
    Δυσάρεστος βεβαίως ήτο εις τους κατοίκους του προαστίου η εγκατάστασις τοιαύτης αποικίας, και ζωηρά τα παράπονα κατά της αποφάσεως της κυβερνήσεως να συγκεντρώση παρ’ αυτοίς πάσας τας ρυπαράς βιομηχανίας, μεταβάλλουσα το χωρίον των εις κοπρώνα της πρωτευούσης. Αν υπήρχον τότε βουλευταί, όπως υποστηρίξωσιν αυτά, θα εματαιούτο πιθανώς το σχέδιον της απολυμάνσεως της Γενούης. Μη υπαρχόντων όμως τοιούτων, ηδυνήθη να υπερισχύση το κοινόν συμφέρον κατά πάσης αντιδράσεως των προσωπικών. Μετά ματαίας τινάς αναφοράς και διαμαρτυρήσεις ηναγκάσθησαν οι διαμαρτυρόμενοι να υποταχθώσιν, αναλαμβάνοντες να συμβιβάσωσι την ακαθαρσίαν, εν μέσω της οποίας κατεδικάσθησαν να ζώσι, μετ’ επιμόχθων και πολλάκις ματαίων αγώνων προς απαλλαγήν από της μάστιγος των ποντικών. Εν πρώτοις αντετάχθησαν κατ’ αυτών τα δραστικώτατα των δηλητηρίων, ο φωσφόρος, ο στρύγχνος, η κανθαρίς και το αρσενικόν, και αι παντός είδους και πάσης εφευρέσεως μυάγραι. Ταύτα όμως μόνον κατά τας πρώτας ημέρας απεδείχθησαν κάπως χρήσιμα, τάχιστα δε εδιδάχθησαν τα πονηρά ζώα να δυσπιστώσι προς τα φαρμακερά καταπότια και να διαφεύγωσι τας τεχνικωτάτας παγίδας. Προ πάντων δε απέτυχον κατά τον αγώνα τούτον τα αντιταχθέντα εις αυτούς παντοία είδη γάτων, ου μόνον των εντοπίων, αλλά και τον αδρά δαπάνη εισαχθέντων ανδρειοτάτων της Αγκύρας, της Ισπανίας, της Αιγύπτου και της Περσίας. Πλείστους εκ τούτων έπνιξαν και τους λοιπούς έτρεψαν εις επαίσχυντον φυγήν, μετ’ ολίγον δε απέβη αναμφισβήτητον, ότι από κυνηγουμένων μετεβλήθησαν εις φοβερούς γατοδιώκτας οι ποντικοί.
    Ταύτα δύνανται να φανώσι απίστευτα εις μόνους τους τελείως στερουμένους ιστορικών γνώσεων, αλλ’ οι παρακολουθήσαντες τας από των μέσων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων πολιτικάς επαναστάσεις της ευρωπαϊκής ηπείρου κάλλιστα γνωρίζουσιν ότι η ιστορία των ποντικών συνδέεται αναποσπάστως προς τας εισβολάς των εξ Άρκτου και Ανατολών βαρβάρων, των Σκανδιναβών, των Γότθων, των Ερούλων, των Βανδάλων, των Ούννων, των Αβάρων, των Μογγόλων και των Τατάρων. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι εγνώριζον μόνον τον μικρόν και ήμερον μυν, όστις έχει προς τον έπειτα επιδραμόντα δεκαπλάσιον το μέγεθος και εκατονταπλάσιον κατά την κακουργίαν βάρβαρον ποντικόν, ως η γαλή προς την τίγριν και ως προς τον κροκόδειλον η αθώα σαύρα. Εκάστη από του Αττίλα και του Γελιμέρου μέχρι των νεωτέρων χρόνων εισβολή συνωδεύετο υπό εισβολών του ανήκοντος εις την πατρίδα αυτών γένους τρωκτικών τετραπόδων, τα οποία δυστυχώς δεν συναπήρχοντο μετά των επιδρομέων, αλλ’ ενέμενον εις την κατακτηθείσαν χώραν, μέχρις ού επήρχετο νέα εισβολή άλλου ισχυροτέρου γένους, οίτινες διεδέχοντο και έτρωγoν τους προκατόχους. Πρώτη μνημονεύεται υπό της ιστορίας η των Νορβηγών, οίτινες διαπλεύσαντες την Βαλτικήν επί των πλοίων των Νορμανδών και Δανών πειρατών, απέβησαν εις τας ακτάς της Αγγλίας και της Αμερικής και εκείθεν επεξετάθησαν εφ’ όλης της Ευρώπης, από των πάγων της Σκωτίας μέχρι των ισπανικών παραλίων. Ούτοι ήσαν, ως φαίνεται, σιδηρόχροοι και ωνομάσθησαν εκ τούτου υπό των λογίων χρoνoγράφων Ήφαιστοι ή λατινιστί Vulcani.
    Τους Ηφαίστους έφαγον και διεδέχθησαν οι έπειτα εισορμήσαντες κατόπιν των Ούννων τεφρόχροοι Ασιάται. Τους επανακάμπτοντας εις τας εστίας στρατούς των Σταυροφόρων παρηκολούθησαν απειράριθμα πλήθη ποντικών, ιδρυσάντων νέαν εν Ευρώπη δυναστείαν, καταλυθείσαν, ήτοι φαγωθείσαν μετά δύο αιώνας υπό των και πάλιν εκ της Βαλτικής επελθόντων. Αλλ’ ανιαρόν θα ήτο να παρακολουθήσω κατά χρονολογικήν σειράν πάσας ταύτας τας επιδρομάς και αλληλοφαγίας. Παραπέμπων λοιπόν τους ορεγομένους εις τους Bυζαντινούς και Λατίνους χρoνoγράφους και συναξαριστάς, περιορίζομαι να μνημονεύσω την φοβερωτάτην πασών και σχεδόν σύγχρονον τελευταίαν.
    Περί το έτος 1725 σειρά αλλεπαλλήλων καταστρεπτικών σεισμών διέσεισαν πάσαν την παρά την Κασπίαν θάλασσαν χώραν, ορύξαντες βαθύτατα εις τας πέριξ πεδιάδας χάσματα. Εκ των βαράθρων τούτων ανεπήδησαν αναρίθμητα σμήνη ποντικών, οίτινες υπερβάντες τον Βόλγαν, είτε νηχόμενοι είτε επί αλιευτικών πλοίων, ετράπησαν έπειτα προς δυσμάς. Έκτοτε ουδέποτε εστείρευσε το ρεύμα της εισβολής, ουδ’ έπαυσαν αι άβυσσοι της Παρακασπίας ερευγόμεναι μυριάδας κακοποιών τετραπόδων. Η παρ’ αυτών κατάκτησις της Ευρώπης συνετελέσθη μετά ταχύτητος ναπολεοντείου και ταύτην διεδέχθη η πανωλεθρία των προκατόχων. Εν Σουηδία, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ιταλία και Ισπανία, από της Υρκανείας θαλάσσης μέχρι των οχθών του Ατλαντικού, οι επί πολλούς αιώνας επικρατήσαντες Ήφαιστοι, οι φαιοί, οι τεφροί, Σκανδιναυοί, Σταυροφόροι και πάντα τα λοιπά γένη κατεπόθησαν υπό των επηλύδων και κατήντησαν ήδη τόσον σπάνιοι, ώστε αγοράζουσι τους επιζώντας τα μουσεία.
    Προς σωτηρίαν από βεβαίου ολέθρου των άλλων επί της γης εμψύχων ηυδόκησεν η Θεία Πρόνοια να καταστήση πάντα τα είδη των ποντικών ποντικοφάγα, αλλ’ ουδέν άλλο ήτο κάλλιον των Παρακασπείων ή Μοσχοβιτών ωπλισμένων προς τοιαύτην θανάσιμον πάλην. Το μήκος αυτών, συμπεριλαμβανομένης της ουράς, φθάνει ενίοτε τα τεσσαράκοντα εκατοστά του μέτρου, ήτοι το σύνηθες της γαλής1, ανάλογος δε του αναστήματος είναι το θράσος και η θηριωδία. Πλην τούτου υπερβαίνουσι πάντας τους άλλους κατά την πολυτοκίαν. Κατ’ εξαίρεσιν των λοιπών ζώων έχουσι κοινόν προς τον άνθρωπον, ότι δεν υπάρχει δι’ αυτούς ωρισμένη εποχή ερώτων, αλλ’ ερωτεύονται και πληθύνονται κατά πάσαν ώραν, τρις δε ή τετράκις του έτους γεννά η Μοσχοβίτισσα ουχί ολιγώτερα των δεκαπέντε τέκνων. Ο μόνος περιορισμός του φοβερού τούτου πολυπλασιασμού έγκειται εν τη διαφθορά των ηθών και τη τελεία παρά τοις ζώοις τούτοις ελλείψει συγγενικού φίλτρου. Αι μητέρες εν ελλείψει άλλης τροφής τρώγουσι τα ίδια τέκνα, ταύτα δε τους γηράσαντας γονείς, απαραλλάκτως ως έπραττον, κατά τον Ηρόδοτον, οι πρόγονοι των παρακασπείων Μοσχοβιτών, οι αρχαίοι Μασαγέται.
    Εις τας ιστορικάς ταύτας λεπτομερείας ηναγκάσθην να ενδιατρίψω, όπως μη φανώσιν απίθανα όσα απομένουσι να διηγηθώ. Πρέπει δε και να προσθέσω, ότι περί την εποχήν εκείνην ήρχιζεν εισαγόμενος παρά τοις Ιταλοίς εξ Αγγλίας ο νεωτερισμός ν’ αντιταχθή αντί του γάτου ο σκύλος κατά της ογκουμένης πλημμύρας των τρισμεγίστων ποντικών. Εις το κυνήγιον τούτο επετύγχανε προ πάντων μιγάς τις γενεά έλκουσα την καταγωγήν εκ των ερώτων Aγγλίδος βουλδογίσσης μετά του ιθαγενούς μολοσσού των Απεννίνων. Τα φοβερά ταύτα ζώα εκαλούντο Αρλεκίνοι εκ του ομοιάζοντος το προσωπείον Αρλεκίνου μαύρου αυτών ρύγχους και, πριν ή χρησιμοποιηθώσιν ως μυοκτόνοι, εξετέλουν καθήκοντα οία τα των αρχαίων μονομάχων εν τω ρωμαϊκώ αμφιθεάτρω, σπαράσσοντες αλλήλους κατά τας πανηγύρεις προς διασκέδασιν του πλήθους, ή και παλαίοντες κατά ταύρων.
    Τω καιρώ εκείνω είχα το μέγα ευτύχημα να ήμαι δεκαπενταέτης και το ουχί μικρότερον να κατοικώ τέσσαρας κατ’ έτος μήνας εξοχικήν οικίαν περικυκλουμένην υπό μικρού δάσους γηραλέων καστανεών, του ωραιοτάτου των δένδρων, είτε όταν ανθή την άνοιξιν, είτε όταν κύπτωσιν οι κλάδοι του υπό το βάρος του φθινοπωρινού καρπού. Ο Οκτώβριος επλησίαζεν εις την λήξιν, ο καιρός ήτο ψυχρός και εις την εστίαν εσπινθήριζεν η πρώτη του έτους εκ ξηρών κλημάτων πυρά, ότε αντήχησεν ο κώδων της εξωθύρας και ευθύς έπειτα επί της κλίμακος βαρύ πάτημα μετά κλαγγής σπάθης επί των λιθίνων βαθμίδων. Ο απροσδόκητος επισκέπτης ήτο γιγάντειος υπαξιωματικός των Kαραβινιέρων, όστις χαιρετίσας ευγενέστατα παρουσίασεν ημίν διαταγήν του φρουραρχείου, «όπως χορηγήσωμεν επί τρεις ημέρας κατάλυμα εις τον αποσπασματάρχην Ταραβόκιαν, εκτελούντα μεταβατικήν υπηρεσίαν». Αι τοιαύται φιλοξενίαι επεβάλλοντο συνεχώς εις τους κατοικούντας μεμονωμένας εξοχικάς επαύλεις, αλλ’ εις ουδένα επροξένουν ανησυχίαν ή τρόμον, ως εις τας ελληνικάς επαρχίας η διάβασις των προς καταδίωξιν της ληστείας μεταβατικών αποσπασμάτων, η τρέπουσα εις φυγήν αθρόους τους χωρικούς εκ του φόβου της παροιμιώδους ’κοτοπίττας'. Οι ανήκοντες εις το επίλεκτον σώμα των Kαραβινιέρων εφημίζοντο ως ευγενέστατοι· εσέβοντο των ξενιζόντων τας όρνιθας και δεν ησπάζοντο άνευ της αδείας των τας γυναίκας. Οι υπαξιωματικοί ήσαν πάντες εγγράμματοι, αν και ουδείς πτυxιούxος του Πανεπιστημίου, διότι η Ιταλία δεν ηυτύxει, ως η Ελλάς, να έχη τοσαύτην πληθώραν διδακτόρων, ώστε να ψηφίση νόμον περί απονομής εις αυτούς θέσεων υπενωμοταρχών και υπαστυνόμων. Πάντες εγνώριζον ανάγνωσιν, γραφήν, τα τέσσαρα πάθη της αριθμητικής και τους πρώτους κανόνας της καλής συμπεριφοράς, να μη μεταχειρίζωνται δηλ. ούτε τους δακτύλους ως ρινόμακτρα ουδέ τους γρόνθους ως επιχειρήματα επί της ράχεως των φορολογουμένων. Ο δε παρ’ ημών ξενιζόμενος ήτο και κατά τι λογιώτερος. Περιποιούμενος ημάς ως Έλληνας εθεώρησε πρέπον να μας πληροφορήση, ότι η Ελλάς ήτο τον παλαιόν καιρόν ένδοξον έθνος, πατρίς εξόχου ποιητού καλουμένου Ομήρου υμνήσαντος τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
    Ακριβέστεραι όμως ήσαν αι γνώσεις του περί άλλα χρησιμώτερα πράγματα, τα οποία ευηρεστήθη κατά την διαμονήν του να με διδάξη: την δια κατόπτρου προσέλκυσιν των κορυδαλλών, την διάκρισιν των φαγωσίμων από φαρμακερών αμανιτών, την εις τα κοιλώματα των κουφοκαστανεών σύλληψιν των γλαυκών και την κατασκευήν παγίδων προς άγραν των κουνελλίων. Αλλ’ η μεγίστη του αγαθού xωροφύλακος προς εμέ χάρις ήτο να με προσκαλέση εις το δραματικώτατον των όσα έτυχε να ίδω θεαμάτων, εις την υπ’ αυτού σχεδιασθείσαν μεγάλων ποντικών κυνηγεσίαν. Aύτη έμελλε να διεξαχθή την προσεχή Κυριακήν κατά παράκλησιν του δημοτικού συμβουλίου υπό την στρατηγίαν του φίλου μου ενωμοτάρχου, συνοδευομένου υπό της ημιλοχίας του και επικουρίας χωρικών.
    Πλην εμού είχον προσκληθή οι συντάκται δύο ή τριών εφημερίδων και νέος τις ποιητής, όπως περιγράψωσι και υμνήσωσι πεζώς και εμμέτρως το αξιομνημόνευτον γεγονός. Τόπος συναθροίσεως είχεν ορισθή η μικρά πλατεία του Αγίου Πέτρου, η ολίγον απέχουσα από του σφαγείου των ίππων, και ώρα η τετάρτη της πρωίας, η συνήθης προς τοιαύτας κυνηγεσίας. Περιττόν δε είναι να προσθέσω, ότι επεκράτει ακόμη το βαθύ σκότος ασελήνου και ομιχλώδους φθινοπωρινής νυκτός, την δε πορείαν ημών εφώτιζον χωρικοί κρατούντες μεγάλας εκ πίσσης λαμπάδας. Τούτους ηκολούθουν περί τους τριάκοντα Kαραβινιέροι, φέροντες πλην της σπάθης βαρείαν ράβδον και σύροντες έκαστος δια λωρίου ζεύγος των ανωτέρω περιγραφέντων φοβερών μανδροσκύλων. Ούτω βαδίζοντες εν σιωπή ομοιάζομεν συνωμότας.
    Η νυξ και το κόκκινον φως των δάδων μετέδιδον εις την παράταξιν ημών χροιάν Κατιλιναϊκήν. Εφ’ όσον επλησιάζομεν προς τα σφαγεία, το έδαφος νοτισθέν υπό της προσφάτου βροχής καθίστατο σπογγωδέστερον. Ο πιτυλίζων ημάς βόρβορος είχε την ρευστότητα του ύδατος και το ύδωρ την πυκνότητα του βορβόρου. Αυτός δε ο αήρ εφαίνετο πυκνωθείς εκ των παντοίων πνιγηρών αναθυμιάσεων και, όπως δυνηθή τις ν’ αναπνεύση ηναγκάζετο να φράξη την μύτην.
    Επί τέλους εφθάσαμεν προ χαμηλού τινος περιτοιχίσματος, εφ’ ού στηρίξαντες κλίμακα ανήλθομεν και εκαθίσαμεν επί της κορυφής του τοίχου. Ούτος περιέφρασσεν ικανώς ευρύχωρον κυκλικόν περίπου χώρον, είδος τι αμφιθεάτρου, του οποίου το πλακόστρωτον έδαφος διετέμνετο δι’ αυλακίων αποληγόντων εις κιγκλιδοφράκτους προς εκροήν του αίματος οπάς. Ο τρόπος ούτος εχρησίμευε προς σφάξιμον και εκδοράν των ίππων, ως υπεδείκνυεν ο εν γωνία τινί σωρός κρανίων. Οι ίπποι δεν εθεωρούντο ακόμη κατά την εποχήν εκείνην ανήκοντες εις το γένος των φαγωσίμων, αλλ’ εν τούτοις αντί να γείνωσι συνταξιούχοι εσφάζοντο οι γηράσαντες προς αμοιβήν των μακρών αυτών εκδουλεύσεων εις το αχάριστον ανθρώπινον γένος. Νεκρός ίππος έμελλε να πρωταγωνιστήση κατά τήν πανήγυριν της νυκτός εκείνης, ουδ’ εβράδυνε να εμφανισθή επί της σκηνής, συρόμενος δια σχοινίων μέχρι του κέντρου του αμφιθεάτρου υπό τεσσάρων των συνοδευόντων ημάς χωρικών. Ούτοι έσπευσαν να κλείσωσι το δρύφρακτον, δι’ ού είχε εισαχθεί το πτώμα, συγχρόνως δε ν’ ανοίξωσι τας οπάς του τοίχου, δι’ ού έμελλον να εισπηδήσωσιν εις το στάδιον οι αναμενόμενοι ιπποφάγοι, ελκυόμενοι υπό της οσμής του παρατεθέντος αυτοίς μεγαλοπρεπούς συμποσίου.
    Οι πρώτοι εμφανισθέντες ποντικοί ήσαν εν αρχή ολίγοι και εφαίνοντο δυσπιστούντες και κάπως δειλοί. Αλλ’ ούτοι ήσαν απλοί πρόσκοποι αποσπασθέντες προς κατόπτευσιν του εδάφους. Η έκθεσις αυτών υπήρξεν, ως φαίνεται, ενθαρρυντική. Μετ’ ολίγον εξώρμησαν εκ πάσης ανοιχθείσης οπής και εξ άλλων πιθανώς υπογείων οχετών, διότι εφαίνοντο ως αναδυόμεναι εκ της γης πυκναί φάλαγγες τρωκτών τετραπόδων. Άξιον δε σημειώσεως είναι ότι, εφ’ όσον ηύξανεν ο αριθμός, εφαίνετο συναυξάνον και το μέγεθος αυτών. Eνώ οι πρώτοι εισελάσαντες ηδύναντο να θεωρηθώσιν ως μεγάλοι μόνον ποντικοί, το ανάστημα πλείστων εκ των ήδη εισορμώντων δεν εφαίνετο κατώτερον του των γάτων. Μετά τινα δε λεπτά ολόκληρος άνευ του ελαχίστου κενού η επιφάνεια του ευρυτάτου εκείνου περιβόλου εκαλύπτετο υπό εμψύχου και αεικινήτου τάπητος παρδαλοχρόου, διότι τα ζώα ταύτα διεκρίνοντο ου μόνον δια του αναστήματος αλλά και δια του χρώματος την ποικιλίαν. Υπήρχον ποντικοί ολόμαυροι, καστανοί, ξανθοί, oρφνοί, μολυβδόχροοι καί τινες λευκοί, ίσως εκ των γηρατείων.
    Ο νεκρός του ίππου δεν εφαίνετο πλέον. Eκεί όπου έκειτο, ουδέν άλλο έβλεπέ τις ή πυκνότερον σωρόν ποντικών έχοντα περίπου του πτώματος το σχήμα. Eκ του σωρού τούτου ανήρχετο παράδοξός τις ήχος ομοιάζων τον κροταλισμόν των πηρουνίων και των σιαγόνων κατά την ώραν του γεύματος εν τη αιθούση πολυανθρώπου ξενοδοχείου. Το συμπόσιον διήρκει από μιας ήδη ώρας. Αλλ’ ημείς ουδέν άλλο ηδυνάμεθα να διακρίνωμεν πλην του αμόρφου, αεικινήτου και ανά πάσαν στιγμήν ογκουμένου εκείνου σωρού. Ουδ’ έπαυσαν να προσέρχονται πανταχόθεν νέα αδηφάγα σμήνη. Οι καταφθάνοντες ανέβαινον και έτρεχον επί της ράχεως αλλήλων και επί τούτων άλλοι. Ο ζωντανός εκείνος τάπης ωμοίαζεν ήδη προς τα νώτα τρικυμιώδους θαλάσσης.
    Κατά την στιγμήν εκείνην ερρίφθησαν κατά διαταγήν του αρχηγού τρεις αναμμέναι δάδες επί του αποκρύπτοντος το πτώμα σωρού και η ζέουσα ρητίνη έσταξεν επί των δαιτυμόνων. Περί αυτήν εσχηματίσθη τότε ευρεία οπή και εις το βάθος του λάκκου διεκρίνομεν ουχί πτώμα ίππου, διότι ούτος είχε φαγωθή ολόκληρος, μη εξαιρουμένων του δέρματος και των σπλάγχνων, αλλ’ άσαρκον ήδη και λευκάζοντα σκελετόν. Εντός της κοιλότητος αυτού απέμενον εν τούτοις σκληροτράχηλοί τινες συμποσιασταί, μη πεισθέντες ουδ’ υπό της βροχής πυρός να εγερθώσι της τραπέζης.
    Καιρός ήτο ήδη να επιδείξωσι την ανδρείαν αυτών οι σκύλοι. Ούτοι ανυπομόνουν προ πολλού, ωρύοντο, ηνωρθούντο και έσειον τους ιμάντας μετά τοσαύτης ορμής, ώστε εκινδύνευον να παρασυρθώσιν οι κρατούντες αυτούς άνδρες. Ότε απελύθησαν επί τέλους, δεν ανέμειναν να ανοιχθή αυτοίς η πύλη του αμφιθεάτρου, αλλά κατεκυλίσθησαν από της κορυφής του τοίχου εις την παλαίστραν ως καταρράκτης οι εξήκοντα μολοσσοί, και ήρχισεν αξία επικής ανυμνήσεως ποντικοσφαγή. Φοβερά ήτο η μανία και άσβεστος η δίψα αίματος των σκύλων. Έδακνον, έπνιγον, εσπάρασσον και εσκόρπιζον περί αυτούς εκατοντάδας ασπαιρόντων πτωμάτων. Τούτο διήρκεσεν επί δέκα περίπου λεπτά, κατά τα οποία ασφαλής εφαίνετο η έκβασις του αγώνος. Τί όμως ήσαν εκατοντάδες τινές νεκρών, ενώ εις μυριάδας ανήρχοντο οι περικυκλούντες αυτούς εχθροί;
    Μετ’ ολίγον αντήχησαν γαυγίσματα, ομοιάζοντα μάλλον προς γοερόν παράπονον ή αλαλαγμόν θριάμβου. Οι ποντικοί συνελθόντες εκ της εκπλήξεως ήρχιζον ήδη ν’ αμύνvνται κρατερώς, αναρριχώμενοι και προσηλούμενοι ως βδέλλαι επί των νώτων των μολοσσών, οίτινες εξηκολούθουν μεν να σπαράττωσι τους περί αυτούς, αλλά μάτην ηγωνίζοντο ν’ αποτινάξωσι τους επικαθημένους. Ολόκληρον το σώμα τινών εκ των σκύλων εκαλύπτετο υπό ποντικών ως προ μικρού ο νεκρός του ίππου, και άδηλος απέβαινεν η έκβασις της μάχης. Ανδρείοι μεν και ρωμαλέοι ήσαν οι βουλδόγοι, αλλά και πολύ ολιγώτεροι των εν Θερμοπύλαις συντρόφων του Λεωνίδα κατά των αμετρήτων περσικών στιφών. Όπως λοιπόν μη πέσωσιν ούτοι έστω και ενδόξως υπό τους οδόντας των ποντικών, κατεπείγουσα ήτο η ταχίστη παροχή εις αυτούς επικουρίας. Ανοίξαντες τότε την μεγάλην πύλην εισ΄vρμησαν αθρόοι εις την παλαίστραν οι Kαραβινιέροι, μετά της εφεδρείας των χωρικών. Τρεις ή τέσσαρες μόνον εξ αυτών εγύμνωσαν την σπάθην, αλλ’ οι πλείστοι επροτίμησαν ως όπλον τας μακράς και βαρείας ράβδους.
    Ταύτας μετεχειρίζοντο ως κατά το αλώνισμα του σίτου οι γεωργοί. Εκάστη της ράβδου καταφορά ανετίνασσεν εις τον αέρα ολόκληρον ορμαθόν ποντικών και εξ ίσου δραστηρίως ειργάζοντο οι πόδες. Οι Iταλοί Kαραβινιέροι είναι, ως γνωστόν, κολοσσοί· τα μέχρι του γόνατος βαρύτατα υποδήματα ησφάλιζον τας κνήμας αυτών από των δηγμάτων και έκαστον επί των πλακών βήμα απέβαινε θανατηφόρον. Άλλοι μεν διεσκέδαζον χορεύοντες επί του ποντικοστρώτου εδάφους είδος τι φονικωτάτης μαζούρκας, και άλλοι εμιμούντο τας κινήσεις των πατούντων εις τον ληνόν τας σταφυλάς.
    Αλλά και οι σκύλοι αναθαρρήσαντες εκ της παρουσίας των κυρίων αυτών ηγωνίζοντο και πάλιν ηρωικώς. Η νίκη αυτών ηδύνατο ήδη να θεωρηθή ως ασφαλισθείσα, αλλ’ ο αγών παρετείνετο, διότι εξίσου δύσκολος ήτο εις τους ηττηθέντας και η αντίστασις και η ταχεία αποχώρησις εκ του πεδίου της μάχης. Αι οπαί του τοίχου, δι’ ων είχον εισέλθει ήσαν τόσον στεναί, ώστε υπέρ την μίαν ώραν είχε διαρκέσει η εισέλασις των αλλεπαλλήλων ταγμάτων και αδύνατος εκ τούτου ήτο η αθρόα φυγή. Άλλως δε μεταξύ αυτών και των εξόδων ωρθούντο οι Kαραβινιέροι και έχαινον τα στόματα των μολοσσών. Τα εμπόδια ταύτα επεχείρησαν να υπερπηδήσωσιν αντλούντες θάρρος εκ της απελπισίας. Επήδων επί των νώτων των σκύλων, ανερριχώντο εις τους ώμους των ανδρών, έδακνον τας ράβδους μέχρις εκριζώσεως των οδόντων, πολλοί δε και ερρίφθησαν κατά του τοίχου μετά τοσαύτης ορμής, ώστε συνετρίβη η κεφαλή αυτών. Ίσως ήτο τούτο αυτοχειρία.
    Το θέαμα απέβη τοσούτον απεχθές και φρικαλέον, ώστε απέστρεψα τους οφθαλμούς. Η σφαγή παρετάθη επί ημίσειαν περίπου ώραν. Αριθμός τις θυμάτων κατώρθωσε να σωθή δια τοιχαναβάσεως ή δια των υπογείων οχετών. Αλλ’ ο κατά την στιγμήν εκείνην ανατέλλων ωχρός ήλιος φθινοπώρου εφώτιζε κατά τον προχείρως γενόμενον υπολογισμόν υπέρ τας δέκα χιλιάδας πτωμάτων. Μετά των νεκρών έκειντο και δύο μολοσσοί, είς είχε τυφλωθεί κατά την μάχην, τρεις ή τέσσαρες εχώλαινον και πάντων αι πλευραί εστίζοντο δι’ αιματηρών κηλίδων. Αλλά και πολλών ανδρών αι χείρες έφερον τα ίχνη των οδόντων των ποντικών. Πάντες εφαίνοντο κατάκοποι και απέσταζεν άφθονος εκ του μετώπου των ο ιδρώς, αν και ήτο παγερά η ομίχλη της πρωίας, ερριγούμεν δε ημείς της ομηρικής μάχης οι αργοί θεαταί.
    Υπάρχει παροιμία, καθ’ ην αι σφοδραί συγκινήσεις ανοίγουσι την όρεξιν. Ταύτην, ως φαίνεται, εγνώριζε της πανηγύρεως ο οργανωτής, διότι κατά την επιστροφήν ημών εις το υπαίθριον καφενείον, ανέμενεν ημάς μικρός αγριόχοιρος στρεφόμενος επί της πυράς, νωπός τυρός, μέγας λέβης βραστών καστάνων καί τινες φιάλαι οίνου του τελευταίου τρυγητού, κάπως μεν θολού, αλλά γλυκού και αφρώδους ως καμπανίτου. Το πρόγευμα ήτο βεβαίως ορεκτικόν, αδύνατον όμως υπήρξε να τιμήσω αυτό, ενοχλούμενος υπό της διακεχυμένης καθ’ όλον το προάστιον οσμής των παντοίων εκεί βιομηχανιών, του συμμιγούς αρώματος μακελλείου, παντοπωλείου, αλείμματος, σάπωνος, δερμάτων και λαϊκών μαγειρείων. Από της υπερβολικής ταύτης ευαισθησίας της οσφρήσεως μ’ εθεράπευσεν, ως ελπίζω, ριζικώς η δεκαετής ήδη εν τη συνοικία της Πλάκας διαμονή.


1. Tοιούτους εν Eλλάδι γιγαντείους ποντικούς έτυχεν άπαξ να ίδω εν Σύρω κατά την ανασκαφήν υπογείου οχετού εν τοις θεμελίοις ηρειπωμένης οικίας. Oι Συριανοί ονομάζουσι τούτους «νυφίτσας», φαίνονται δε αντιστοιχούντες εις τους παρά τοις Γάλλοις λεγομένοις surmulots ή rats de Montfaucon, κατά τινας όμως παρ’ ημίν λογίους η νυφίτσα ανήκει εις άλλο συγγενές είδος. Προ τριακονταετίας περίπου αντήχει την νύκτα εν τη επί της λεωφόρου Aμαλίας οικία του αοιδίμου Δ. Mαυροκορδάτου ανεξήγητος θόρυβος, τον οποίον απέδιδον αι γραίαι γειτόνισαι εις επιφοιτήσεις βρυκολάκων και εθεώρουν την οικίαν ως στοιχειωμένην, τούτο δε συνετέλεσε ν’ απομακρύνη τους ενοικιαστάς. Aλλά κατά την γενομένην υπό του κληρονόμου επισκευήν ανεκαλύφθησαν εν υπογείω οχετώ οι ταράσσοντες τον ύπνον των κοιμωμένων θορυβοποιοί, οίτινες ουδέν άλλο ήσαν ή τεραστίου μεγέθους ποντικοί.

(από τα Άπαντα, Ε΄, Eρμής 1978)