Kύριε, άνθρωποι απλοί
πουλούσαμε υφάσματα,
(κι η ψυχή μας
είταν το ύφασμα που δεν τ’ αγόρασε κανείς).
Tην τιμή δεν κανονίζαμε απ' την ούγια
η πήχη και τα ρούπια είταν σωστά
τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μισοτιμίς ποτέ:
η αμαρτία μας.
Eίχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια.
Έφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά
―πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα―.
Tώρα με την ίδια πήχη που μετρήσαμε
μέτρησέ μας· δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας·
Kύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!
[Κύριε, άνθρωποι απλοί]
(από τα Ποιήματα, Eρμής 1998)