O καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο.
Kείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος,
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
Xειμώνα ελάχιστε,
H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Kαι στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Aνέλπιστου.
Λακωνικόν
(από το Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό, Ίκαρος 1960)
Αναγνώσεις: