Λιγνές σαλεύει, ολάργυρες φωτίζει τις σημύδες
μέσα στο δάσος ως περνά δροσόπνοη η αυγή,
με τα σφεντάμια εφτάχρωμες παίζουν του ήλιου οι αχτίδες,
λούζονται ξανθοπράσινα τα φράξα στην πηγή.
Κοτσίφια γύρω στα κλαδιά και κίχλες τραγουδούνε,
προς τον αέρα και στο φως σκορπούν σκοπό φαιδρό·
και τα ελάτια ολόγυρα τη θλίψη τους ξεχνούνε,
θαρρείς, μπροστά στο ολόφωτο της λίμνης το νερό.
Αυγή, είσαι συ που μέσα μου σε νιώθω όλη χυμένη,
στο στήθος μου ως να βλάστησαν τα φύτρα σου χλωρά,
ή εσείς, που κάθε μου χαρά σε σας έχω κλεισμένη,
ωραία μάτια, μου σκορπάτε εδώ τόση χαρά;
Ω αν είστε σεις, γελάτε μου, γελάτε μου· ο αυλός μου,
τη δροσερή σας τη χαρά μες στην αυγή λαλεί·
κι ανίσως έκοψες γι’ αυτόν τ’ αγριόροδα εδώ μπρος μου
σκύψε κοντά και στόλισ’ τον γύρω μ’ αυτά, καλή.
[Λιγνές σαλεύει, ολάργυρες]
(από Τα ποιήματα, Νεοελληνική Βιβλιοθήκη-Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1992)