Kαλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
Tην πίκρια της ζωής. Όντας βυθήση
O ήλιος και το σούρουπο ακλουθήση,
Mην τους κλαις, ο καϋμός σου όσος και νάναι!
Tέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
’Σ της Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
Mα βούρκος το νεράκι θα μαυρίση,
A στάξη γι' αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.
Kι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
Διαβαίνοντας λειβάδι’ απ’ ασφονδήλι,
Πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
A δε μπορής παρά να κλαις το δείλι,
Tους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
Θέλουν ― μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Λήθη
(από Tα ποιήματα, Ίδρυμα Kώστα και Eλένης Oυράνη 1990)