Στου ερημικού του πνεύματος τους σκοτεινούς διαδρόμους
άνασσα ωχρή, λυσίκομη, περιδιαβάζει η Τρέλα.
Απ’ το ραβδί της τραγικά κρουσμένη η ωχρή του σκέψη,
σ’ έρημα εστοίχειωσε νησιά με ρόδα ωραία που χύναν
τον πορφυρό τους λήθαργο στην έρημη ψυχή του.
σε πύργους, διάγλυφα όνειρα, όπου η πικρή του ρέμβη,
χρυσή τολύπη, επύκνωσε κάτω από τ’ άστρινα άλση.
Της Βαυαρίας τον άρρωστο ονειρεύομαι ηγεμόνα,
μόνο και ξένο στο «Νησί των ρόδων» κάποια νύχτα.
Σιωπή. Σε τάφους πορφυρούς που έξαλλα ρόδα ανοίγουν
κάτω απ’ τα ράμφη τα χαλκά μιας μυστικής σελήνης,
θα ξεφυλλίζει ο βασιλιάς τις σκοτεινές του σκέψεις.
Άθυμος, αυτεξόριστος και χαοτικός θα νιώθει
μια νύχτα ασφάλτινη στυγνά το νου του να κυκλώνει.
Κι ενώ στ’ αυτοκρατορικά θα τρέμει δάχτυλά του
γυμνή ενός ρόδου περσικού η ερεθισμένη σάρκα,
η ερωτική, αστροκέντητη της Ελισάβετ μνήμη
γλυκά θ’ αυγάζει το θολό κι αβυσσαλέο του πνεύμα,
και τ’ όνομά της, μουσικό θρόισμα, θα σβει στο βάθος
της υπνωμένης πολιτείας των εξορίστων ρόδων.