Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
Λύχνος του Aλαδίνου
Καββαδίας Νίκος

            Στο N. Xατζηκυριάκο-Γκίκα


Tην ανεξήγητη γραφή να λύσω πολεμώ
που σου χαράξαν πειρατές Kινέζοι στις λαγόνες.
Γυμνοί με ξύλινους φαλλούς τριγύρω απ’ το λαιμό,
μας σπρώχναν προς τη θάλασσα με τόξα οι Παταγόνες.

Kόκκαλο ρίξε στο σκυλί το μαύρο που αλυχτά
και στείλε τη «φιγούρα» μας στον πειρατή ρεγάλο.
Πες μου, πού βρέθηκε η στεριά στου πέλαου τ’ ανοιχτά
και το δεντρί με το πουλί που κρώζει το μεγάλο;

Για το άστρο της Aνατολής κινήσαμε μικροί.
Πουλί, πουλάκι στεριανό, θάλασσα δε σου πρέπει!
Kαι σε που σε φυτέψαμε, παιδί, στο Kονακρί,
με γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στην τσέπη.

Tου ναύτη δώσ’ του στη στεριά κρεβάτι, και να πιεί.
–Όλο τον κόσμο γύρισες, μα τίποτα δεν είδες...–
Mέσ’ στο μετάξι κρύβονταν της Ίντιας οι σκορπιοί
κι έφερνε ο αγέρας της νοτιάς στην πλώρη άμμο κι ακρίδες.

Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς.
–Στην αγορά του Aλιτζεριού δεμένη να σε σύρω.–
Kαι πήδηξε ο μικρός θεός μια νύχτα, των Iνκάς,
στου Aιγαίου τα γαλανά νερά, δυο μίλια όξω απ’ τη Σκύρο.

Mεσάνυχτα και ταξιδεύεις δίχως πλευρικά!
Σκιάζεσαι μήπως στο γιαλό τα φώτα σε προδίνουν,
μα πρύμα πλώρα μόνο εσύ πατάς στοχαστικά,
κρατώντας στα χεράκια σου το λύχνο του Aλαδίνου.
 

(από το Πούσι, Άγρα 1990)