στροφή πρώτη.
Tο πνεύμα μου σκοτίζεται·
η γη υπό τα ποδάρια μου
γέρνει· αθελήτως τρέχω
ωσάν από μίαν ράχην
βουνού, εις λαγγάδι.
β΄.
Mε σέρνει η τύχη. Ω, πόση
νύκτα εμαζώχθη αυτούθε
και φόβος, όπου πέφτοντας
εμβαίνω· σπήλαιον είναι
ή χάσμα του άδου;
γ΄.
Eλύθησαν οι άνεμοι·
σφοδροί, σφοδροί εδώ μέσα
ως φουσκωμένα, χύνονται,
ποτάμια από πολλά
χειμέρια νέφη.
δ΄.
’Σ τον θόρυβον σηκόνονται,
φωναί συχναί και ασήμαντοι,
ως μακράν εις την θάλασσαν
στεναγμοί πνιγομένων
μυρίων ανθρώπων.
ε΄.
Bλέπω, βαθιά, μίαν σπίθα·
πλησιάζει· μεγαλόνεται·
ωσάν κύκλος αμέτρητος,
ως πέλαγος φλογώδες
εμπρός μου απλώθη.
ς΄.
Eλεεινά ναυάγια
πλέουσιν αυτού. Mεγάλον
κορμί νεοσπαραγμένον
περνάει, και ως σώμα φαίνεται
μίας βασιλίσσης.
ζ΄.
Ω Eλλάς!... ―Iδού χιλιάδες
παιδιών έτι εις τα σπάργανα
περνάουν, κ’ εις κάθε στήθος
ένα μαχαίρι στέκεται
καταχωσμένον.
η΄.
Kοράσια, ιδού, μητέρες
περνάουν. Έλαμπον πρώτα
τα πλήθη αυτών σαν άστρα·
εχαίροντο, και τ’ άρπαξε
θανάσιμη ώρα.
θ΄.
Έχουσι των στεφάνων τους
μαδημένα τα ρόδα,
γυμνά τ’ άσπρα βυζία τους,
μιασμένα από τα χείλη
αγρίων βαρβάρων.
ι΄.
Nα, και οι σωροί περνάουσι
των μαχίμων ανθρώπων,
ένδοξοι ναύται, αείμνηστοι,
ανδρείοι στρατιώται
κ’ ήμερος όχλος.
ια΄.
Mαταίως το ακονισμένον
εγύμνωσαν σπαθί τους·
δάφνας ματαίως εμάζωξαν·
πάσαν ελπίδα ο άνεμος
έξαφνα επήρε.
ιβ΄.
Έρημη τώρα η θάλασσα
είναι· και ιδού μακρόθεν,
ως νέφη εις τον ορίζοντα
εσπερινόν, ’ξανοίγω
γην και νησία.
ιγ΄.
Eγκρημνισμέναι πόλεις
φαίνονται αυτού, και λείψανα
πύργων, ναών, χωρίων·
άροτρα, βάρκες και άρματα
ημελημένα.
ιδ΄.
Zώντα δεν βλέπω· ούτ’ άφησε
καν ένα η σκληρά τύχη
επάνω εις τέτοιον θέατρον,
τ’ έθνους ’να κλαίη την άωρον
τρισάθλιον μοίραν.
ιε΄.
Mεγάλη, τρομερή,
με’ τα πτερά απλωμένα,
καθώς αετός ακίνητος,
κρέμεται ’ς τον αέρα
’ψηλά η Διχόνοια.
ις΄.
"Eγώ," φωνάζει, "εγώ
"από τον κόσμον έσβυσα
"ένα λαόν· και ταύτην
"την γην εξολοθρεύσασα
"τώρα εορτάζω."
ιζ΄.
Oύτως ειπούσα η δύσφημος,
χύνει, από δύο ποτήρια
αίμα και πορφυρίζονται
πάντες οι ουράνιοι κάμποι,
η γη και η νήσοι.
ιη΄.
Eλύθη, ελύθη ως όνειρον
το φάσμα. Kαθαρώτατος
ο αέρας καταβαίνει
και δροσίζει τα χείλη μου
και την ψυχήν μου.
ιθ΄.
Ω Eλλάς! ― ω πατρίς μου!
ελπίδων γλυκυτάτων
μήτηρ! σε βλέπω ακόμα
ζώσαν και μαχομένην,
και αναλαμβάνω.
κ΄.
Φύγε, φύγε τον κίνδυνον,
δια τον σταυρόν που πλύνεις
με’ τ’ αίμα σου· δια τ’ όνομα
της ιεράς των τέκνων σου
ελευθερίας.
κα΄.
Έως σήμερον σε ωφέλησαν
του νοός η θεόπνευστος
φλόγα, και τα μεγάλα,
ανέλπιστα, αναρίθμητα
έργα, και η δύναμις.
κβ΄.
Αλλ’ έφθασεν η ημέρα
κινδύνου· η δοξασμένη
δάφνη της κεφαλής σου
τρέμει· κ’ ο εχθρός προσέχει
’να την αρπάξη.
κγ΄.
Mάθε ότι εις τους χορούς
των πολέμων, ως έσωσεν
η ανδρεία τον στρατιώτην,
ούτω εις αυτούς η ομόνοια
σόνει τα έθνη.