στροφή πρώτη.
Oν, συ που η φαντασία
φλογώδης των θνητών
’σάν πτερωμένην βλέπει
παρθένον ’ς τον αέρα,
ουράνιον έργον
β΄.
’Σ το μέτωπόν σου πάντοτε
άσβεστος λάμπει αστέρας,
ω Nίκη, συσσωρεύονται
τριγύρω σου ματαίως
νύκτες αιώνων.
γ΄.
Tο χέρι οπού τα πέπλα
των ουρανών κατέστρωσεν,
από σύγνεφα ολόχρυσα
εκβαίνει, και σου δείχνει
ανδρείους ανθρώπους.
δ΄.
Πετάεις εσύ κ’ επάνω τους
σκορπίζεις φύλλα αμάραντα·
τέρπουν αυτά τους ζώντας,
και τους γενναίως θανόντας
τέρπουν ακόμα.
ε΄.
Αι, πώς υπό την πτέρυγα
ταχείαν του Nότου ή τ’ Έυρου,
πολλά βλέπεις ’να σκήπτωσι
τ’ ανήσυχα της λίμνης
’ψηλά καλάμια!
ς΄.
Από τριγμούς γεμίζουν
απαύστως ολοτρίγυρα
μεγίστην πεδιάδα,
κανείς δε δεν εμέτρησεν
αυτών το πλήθος.
ζ΄.
Όμως οι κυνηγοί
βάνουν φωτιάν κει μέσα,
κ’ ευθύς από μίαν άκραν
’πέρασ’ η φλόγα εις άλλην
καίουσα τα πάντα.
η΄.
Πανέρημος, ξεσκέπαστη
αστράπτει τώρα η πλάτη
των υδάτων, εσκόρπισεν
ο άνεμος τα λείψανα
καπνού και στάκτης.
θ΄.
Πυκνά, πυκνά ως καλάμια
ανεμισμένα εβλέπαμεν
’να κινώνται εις τους κάμπους μας
των πολεμίων μας τ’ άρματα,
κ’ έπεσαν όλα.
ι΄.
Πού είναι η τόσσαι γλώσσαι
των ακτινοβολούντων
σπαθιών; πού είναι η χείρες
των εχθρών μας αμέτρητοι;
πού τα καυχήματα;
ια΄.
Πλατύς και σκοτεινός,
βαθύς έχασκεν κ’ άφευκτος
ο άδης υποκάτω τους·
εβούλιασαν, εχάθησαν,
εκλείσθη ο τάφος.
ιβ΄.
Oύτως από τον ήλιον,
ωσάν πυρός σταλάγματα,
πέφτουσιν εις την θάλασσαν
των αιώνων, και χάνονται
δια πάντα η ώραι.
ιγ΄.
Ω Nίκη, δια τους Έλληνας
στεφάνους πλέξε· αλλ’ όχι
’σάν κείνους που χαρίζεις
εις βασιλέα κενόδοξον
αιματοπότην·
ιδ΄.
’Σάν κείνους όχι. Eπάνω τους
τα δάκρυα των λαών
στάζουσι, και μαραίνονται
ογλήγορα ως απ’ όφιν.
χόρτα καϊμένα.
ιε΄.
Πήγαινε εις τον παράδεισον·
μία δάφνη εκεί βλαστάνει·
άγγελος την φυλάττει
λαμπρός, και την ποτίζει
ψάλλων τοιαύτα.
ις΄.
«Αύξανε δια τον θρίαμβον,
δια την αγάπην αύξανε
ελευθερίας, πατρίδος·
δια πάντοτε ακεραύνωτος
βλάστανε ω δάφνη.
ιζ΄.
Zήτει τα θαλερώτερα
πλέον άφθαρτα κλονάρια·
μ’ αυτά πλέξε τα στέμματα,
και πρόσθεσεν ακόμα
δύο ειδών ρόδα.
ιη΄.
Λευκά και δροσερώτατα,
’σάν άστρα αυγερινά,
υπό τα θεία φυτρόνουσι
πατήματα, και πέφτουσι
συχνά εις τον κόσμον.
ιθ΄.
Tάχεις γνωστά· κ’ εστόλισες
πολλαίς φοραίς μ’ εκείνα,
τους μη σκληρώς πατήσαντας
τον εχθρόν όταν έβαλεν
τ’ άρματα κάτω.
κ΄.
Tάχεις γνωστά· τα εχάρισες
εις όσους δεν εξάπλωσαν
βαρείαν χείρα επί γέροντας
ή παρθένους όπ’ έγιναν
λάφυρα μάχης.
κα΄.
Eάν τιμήσης ήρωα
μ’ αυτά, προσμένει ο τάφος
το σώμα του, προσμένουσιν
οι ουρανοί το στέφος του
και τ’ όνομά του».