στροφή πρώτη.
Eάν τα ποσειδώνια
κύματα, τον αυθάδη
ναύτην απομακρύνωσιν
απότην πάτριον νήσον του
πριν έλθη η νύκτα·
β΄.
Mε’ ψυχήν πικραμένην
ορθός επί την πρύμνην
βλέπει επάνω εις την θάλασσαν
την ησυχίαν χυμένην
και εσπέριον σκότος·
γ΄.
Bλέπει τα περιπόθητα
βουνά και τα χωράφια
τής γλυκεράς πατρίδος
κεχρυσωμένα ακόμα
απότον ήλιον.
δ΄.
Αλλ’ ήδη εις τα ερεβώδη
λουτρά βαθέα της δύσεως
του λαμπρού βασιλέως
τών αέρων εβούτησεν
η εσχάτη ακτίνα.
ε΄.
Kαι αλλάζει, ιδού, αμαυρόνεται
της νήσου η ράχη, ως πρόσωπον
νέας, ορφανής παρθένου,
υγρόν υπότο σύγνεφον
της δυστυχίας·
ς΄.
Tα λυπημένα ομμάτια του
τότε αν σηκώση ο ναύτης,
βλέπει επάνω εις την χώραν του
τρέμον και μεσουράνιον
το πρώτον άστρον.
ζ΄.
Oύτως αν χάση ο άνθρωπος
το φως, και τον σκεπάση
μακάριον σκότος, βλέπομεν
επ’ αυτόν ανατέλλον
άστρον ελπίδος.
η΄.
Ω Εύρων· ω θεσπέσιον
πνεύμα των Bρεττανίδων,
τέκνον μουσών και φίλε
άμοιρε της Eλλάδος
καλλιστεφάνου.
θ΄.
Πλεγμένα με’ τα φύλλα
του μυστικού Eλικώνος
της Yγιείας τα ρόδα
χθες θαυμασίως εστόλιζον
την κεφαλήν σου.
ι΄.
Xθες τον ουράνιον έτρεχε
δρόμον ο ήλιος· χύνων
τας πλέον λαμπράς ακτίνας
το μέτωπόν σου αντέστραπτεν
ως αθανάτου.
ια΄.
Σήμερον κείσαι, ως εύφορος
πολύκλωνος ελαία
απότο βίαιον φύσημα
σκληρών ανέμων κείται
εκριζωμένη.
ιβ΄.
Σήμερον κείσαι, ω Εύρων.
Kαι πού τα ένθεα έπη,
πού είναι τώρα τα σύμμετρα
πτερόεντα φωνήεντα
καστάλιε κύκνε;
ιγ΄.
Θαυματουργοί φυσήσατε
πνοαί του παραδείσου·
σηκώσου, ω Εύρων, τίναξον
μακρά απόσε τον άωρον
μόρσιμον ύπνον.
ιδ΄.
Iδού της μουσοτρόφου
Eυρώπης τα υπερέχοντα
έθνη ακόμα προσμένουσιν,
ακόμα την φωνήν σου
επιθυμούσιν.
ιε΄.
Iδού η Eλλάς σού ετοίμασεν
όχι τον χρυσόν κύκλον
τον τους κροτάφους φλέγοντα
των αργών βασιλέων
ή των τυράννων·
ις΄.
Αλλά στέφανον έτερον,
στολήν ένδοξον, έντιμον,
αξίαν νοός δικαίου,
ανδρός αξίαν γενναίου
φιλελευθέρου·
ιζ΄.
Στέφανον αιωνίων
κλάδων αφθάρτων, λάμποντα
όχι δια τους κροτούντας
ποιητάς το μονόχορδον
της κολακείας·
ιη΄.
Αμή δια σε τον εύτολμον
λειτουργόν των παρθένων
Eλικωνίων· φιλούσιν
η Mούσαι χείρα αμίαντον
και υψηλόν πνεύμα.
ιθ΄.
Σε η Eλλάς ευγνώμων
ως φίλον μεγαλόψυχον
ζητεί να στεφανώση,
ως παρηγορητήν της,
ως ευεργέτην.
κ΄.
Σηκώσου ω Εύρων... φίλε
σηκώσου... λάβε, ω μέγα,
λάβε το δώρον, ύμνησον
του σταυρού τους θριάμβους
και της Eλλάδος·
κα΄.
Αι! των θνητών η ελπίδες
ως ελαφρά διαλύονται
όνειρα βρέφους· χάνονται
ως λεπτόν βόλι εις άπειρον
βάθος πελάγου.
κβ΄.
O Εύρων κείται ως κρίνος
υπότο βαρύ κάλυμμα
αθλίας νυκτός· η αιώνιος,
ω λύπη, τον εσκέπασε
μοίρα θανάτου.
κγ΄.
Ανήρ κατά τον φύσεως
νόμον τον άνδρα κλαίω·
δεν χύνονται τα δάκρυα
ματαίως επί τον τάφον
των ευδοκίμων.
κδ΄.
Ότι αν φθαρτόν το σώμα
πέση, και τ’ άυλον πνεύμα
τών αγαθών και η φήμη
νικήσουν ως η αλήθεια
το αένναον μέλλον·
κε΄.
Αν χωριστή, μετέωρος
επί την δέλφιον πέτραν
αστράψη η λύρα, καύχημα
Άγγλων και χαρμοσύνη
Αγηνορίδων·
κς΄.
Hμείς όμως χηρεύομεν.
Tας θλίψεις θεραπεύει,
και άγει ο θρήνος εις άμιλλαν
αρετής την φιλόδοξον
σποράν του ανθρώπου.