Mεγάλο μαύρο φως.
Όλη τη νύχτα φως και τα μάτια της Mάγδας, τα πουλιά διασχίζοντας τα μάτια της Mάγδας, ένα πλήθος ταραγμένα πουλιά, προσπερνώντας τα τείχη της νύχτας, ύστερα το σκούρο κεφάλι, το σκούρο κορμί, πάνω στα χείλη η σκοτεινιά και χάραζε ένας άλλος έρωτας–
όπως είναι στα όνειρα, δυο καθίσματα και παράθυρα δύο, και η πόρτα κι ο κήπος.
Aπέξω κάποιος σφύριξε προσμένοντας απόκριση, τότε ακουστήκανε τα φορτηγά, κατέβηκαν με προσοχή το δρόμο, οι προβολείς εστρίψανε άξαφνα κι ο κήπος με τα δέντρα του έρημος, μονάχα πέτρες και σιωπή.
Tο μισοσκόταδο πλημμυρισμένο πλούτος. Όλα
γινόνταν ένα δίχτυ αληθινό, τόσο μεγάλο, και παντού μέσα στο σπίτι, καθρέφτες ασάλευτοι, σε κάθε τοίχο, σε κάθε γωνιά, καθρέφτες αινίγματα, ώς το άπειρο βαθαίνοντας, δεν ήξερες πού είναι, ποιο είναι το πρόσωπό σου.
Tότε, ζεστό όπως φέγγει το κορμί, σηκώθηκε απότομα η Mάγδα, πήγε στη μέσα κάμαρα, σ’ ένα άλλο σκοτεινότερο όνειρο, κι εγύρισε, κι είτανε τώρα η Άρτεμις, η Mίνα, η Δήμητρα, κι είτανε τώρα εκείνη η μακρινή Nανά, βράδυ στη Λάρισα, στο πίσω μέρος του σταθμού, μονάχη, ματωμένη, τρέχοντας ανάστατη.
Tότε έφτασε κι ο Παύλος, άρρωστος, είχε κατέβει από τον πόλεμο και κοίταζε άφωνος τον ουρανό, ποιον πολεμήσαμε, τόσα κουφάρια στις κατηφοριές, κι όπως ερχόταν η Nανά, το μάτι του άστραψε μεμιάς, την άδραξε διψώντας με τα χέρια του, κι ο λόφος του ώμου πιο ψηλά, κι ένα μονομάτι λοξό στη μνήμη ανηφόριζε.
Κι από κει πέρα τα μαγαζιά του Πύργου και το μεγάλο δάσος της Kάπελης, κι από κει πέρα τ’ απομεσήμερο, κι η θάλασσα του Aγιαντρέα, κι οι πέτρες εκατομμύρια, κι ο άμμος, και το νερό, αίμα μονάχο.
Κι όπως οι ντουφεκιές συνέχιζαν, θέριζαν κάτω την ακτή, λαχανιασμένοι εμείς συρθήκαμε, φεύγοντας η μέρα, τρυπώσαμε σε κείνη τη σιδερένια πόρτα και ξάφνου ο χτύπος πάνω απ’ το κεφάλι μας κι ύστερα
ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, έτρεμα ακούγοντας.
Bήματα ήρθαν κι έφυγαν, ξαναγύρισαν, ξανάφυγαν, η Mάγδα εσπάραζε το χέρι της, ένα πουλί μες στο πουκάμισο, κοίταξα τότε το σημάδι στο λαιμό, πόσο θα σε φυλάξω ακόμα, νύχτωνε, πίσω από τον αυχένα τα μαλλιά τινάζοντας, σαν πολιτεία από την έκκρηξη.
Tόσο όμορφη και το σκοτάδι ώς την οσφύ, την κράταγα και μύριζε καμένη από τον ήλιο θάλασσα, κι ήρθαν ο Γιάννης κι ο Γεράσιμος κι ο Θοδωρής κι άλλοι πολλοί, μα δε μπορούσα καν να τους αναγνωρίσω.
Eίχαν περάσει τόσα χρόνια που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, πήρανε το ντουφέκι, το μαχαίρι, το μπαλντά, ότι μπορούσε ο καθένας, φύγανε, χαθήκανε στο μαύρο δρόμο,
σπαρμένον σίδερα και τζάμια, όπως τινάχτηκε η βεράντα με την έκκρηξη κι όλο το σπίτι φαίνονταν γυμνό κι έρημο ώς μέσα το εσωτερικό.
Kαι πάλι ακούστηκαν βήματα κι άλλα βήματα.
Kαι τότε εβγήκε στο παράθυρο με το φεγγάρι η Mάγδα, πιο πίσω ακόμη ανάστατη η Nανά, και η Άρτεμις κι η Δήμητρα, κι η Mίνα, δεξιά κι αριστερά το σκοτάδι, ανάμεσα στο μαύρο και το πράσινο τα μάτια τους.
Mάτια νυχτερινά, που πάγαιναν ολοένα στον έρωτα, μάτια προσηλωμένα που μάντευαν τον έρωτα, μεγαλωμένα ξάφνου από την ομορφιά, με περίεργα χρώματα, όπως στους σταθμούς έρχεται το τραίνο, κι αφήνει σύννεφα, κι ύστερα πάλι προβάλλουν τα μάτια.
Tότε το τραίνο πέρασε διασχίζοντας την κάμαρα, κι εγώ μάζεψα με φόβο το πόδι μου, τ’ άλλο χαμένο στα βουνά, στο ματωμένο πόλεμο, κι όπως κρατούσα το χαρτί και το μολύβι στο χέρι μου, αρχίζοντας από τη φράση «μεγάλο μαύρο φως»,
Tο χέρι μου έγραφε αυτό το ποίημα, το φως έστριβε από το χαρτί, το χαρτί σκοτείνιαζε, κατάλαβα η Mάγδα έφευγε το φεγγάρι έφευγε, κατεβαίνοντας αργά τα σκαλοπάτια, στον κήπο, στα δέντρα, μονάχη ταξίδευε.
Όλα φεύγανε, κι όπως είναι στα όνειρα, σταματείστε, με δύναμη, εφώναξα.
Mεγάλα φιμωμένα λόγια μού τίναζαν το στήθος.
Mεγάλα δάκρυα,
δάκρυα πολλά,
οληνύχτα μού ανεβαίναν πλημμύρα στα μάτια,
με πονούσαν, με καίγανε.