Ενός τυραννισμένου, πτωχοτάτου ναυτικού
(από νησί του Aιγαίου Πελάγους) ήταν υιός.
Εργάζονταν σε σιδερά. Παληόρουχα φορούσε.
Σχισμένα τα ποδήματά του της δουλειάς κ’ ελεεινά.
Τα χέρια του ήσαν λερωμένα από σκουριές και λάδια.
Το βραδυνό, σαν έκλειε το μαγαζί,
αν ήταν τίποτε να επιθυμεί πολύ,
καμιά κραβάτα κάπως ακριβή,
καμιά κραβάτα για την Κυριακή,
ή σε βιτρίνα αν είχε δει και λαχταρούσε
κανένα ωραίο πουκάμισο μαβί,
το σώμα του για ένα τάλληρο ή δυο πουλούσε.
Διερωτώμαι αν στους αρχαίους καιρούς
είχεν η ένδοξη Aλεξάνδρεια νέον πιο περικαλλή,
πιο τέλειο αγόρι από αυτόν — που πήε χαμένος:
δεν έγινε, εννοείται, άγαλμά του ή ζωγραφιά·
στο παληομάγαζο ενός σιδερά ριχμένος,
γρήγορ’ απ’ την επίπονη δουλειά,
κι από λαϊκή κραιπάλη, ταλαιπωρημένη, είχε φθαρεί.
Μέρες του 1909, ’10, και ’11
(από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Αναγνώσεις:
διαβάζει: Σαββίδης Γ. Π.
K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, II, (1919-1933), Διόνυσος