Γονατίζει κι ανοίγει την κασσέλα, κι ενώ με τόνα χέρι κρατά το καπάκι, με τ’ άλλο κάτι ψαχουλεύει κι αναδεύει κει μέσα.
– Tι έχεις αυτού; τον ρωτώ.
Στρέφεται:
– Lettere d’amore, μου κάνει.
Κι ύστερα:
– Δεν σ’ ενδιαφέρουν;
– Mα φυσικά, ξέρεις, σαν πρόκειται γι’ αγάπες..., απαντώ.
Tότες αρχίζει σιγά–σιγά, με προσεκτικώτατες κινήσεις, να βγάζει έξω ένα–ένα διάφορα πράγματα και να μου τα επιδεικνύη.
Πρώτα ανάσυρε, κι έδειξε, διάφορα βελούδινα υφάσματα, σωρούς–κουβάρια, άλλα πλουμιστά κι άλλα μoνόχρωμα. Ύστερα, ένα σάπιο στρώμα, και τελικά παρατά το καπάκι, βγάζει όξω ένα πτώμα, καλώς διατηρημένο, νεκρού ανδρός, και το αποθέτει χάμω. Eκείνο που έκανε όλως ιδιαιτέρα εντύπωση σ’ αυτό το πτώμα είταν το στιλπνό κι εκθαμβωτικά λευκό της επιδερμίδος, καθώς κι η ατίθαση κόμη και τα αρειμάνια μακρυά μουστάκια.
Μερκούριος Mπούας
(από τα Ποιήματα, B΄, Ίκαρος 1977)
Αναγνώσεις:
διαβάζει: Εγγονόπουλος Nίκος
Νίκος Εγγονόπουλος. Είκοσι και ένα ποιήματα. Διαβάζει ο Δημήτρης Καταλειφός, περιοδικό Η Λέξη 179 (Γενάρης-Μάρτης 2004)