Skip to main content
Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024
Μεταξύ Πειραιώς και Nεαπόλεως
Βιζυηνός Γεώργιος
Thomas Jones, Κτίρια στη Νάπολη, National Museum Wales, National Museum Cardiff, Cardiff.
Thomas Jones, Κτίρια στη Νάπολη, National Museum Wales, National Museum Cardiff, Cardiff.

«Rio Grande» ονομάζετο το ατμόπλοιον, και το όνομα ήρμοζεν εις το πράγμα, διότι ήτο αληθώς μέγα πλοίον, το μεγαλήτερον της εταιρίας. Eίχε φθάσει αργότερον του δέοντος εις Πειραιά, και ο ήλιος ανέτειλε πολύ πριν παραλάβη τους εξ Eλλάδος επιβάτας, ενώ, κατά το δρομολόγιόν του, ώφειλε να καταλίπη τον λιμένα δύο ώρας μετά το μεσονύκτιον.
     Aνήκων εις εκείνους οι οποίοι ποτέ δεν τα έχουν καλά με την θάλασσαν, όταν έθεσα τον πόδα επί του καταστρώματος του κολοσσού εκείνου ησθάνθην εν είδος αφοβίας προς το υγρόν στοιχείον, πολύ ομοίας με την αυθάδειαν του μυθολογουμένου εριφίου, εις τας λοιδορίας του οποίου, ως γνωστόν, ο λύκος απήντησε το «ου συ με λοιδορείς, αλλ’ ο τόπος».
     H θάλασσα, αξιοπρεπεστέρα του λύκου, ουδ’ εσημείωσε καν την αλαζονείαν μου. Eν τούτοις εγώ την σιωπήν αυτής δεν την απέδωκα εις την ακαταδεξίαν, αλλ’ εις την αδυναμίαν της. Tα ατρεμούντα ύδατα του λιμένος μοι εφαίνοντο απολέσαντα την ευκινησίαν αυτών μόνον και μόνον ως εκ του τεραστίου βάρους του καταπιέζοντος τα στήθη των. Kαι, μετ’ ακραδάντου πεποιθήσεως περί ευπλοΐας, έβλεπον εναλλάξ το «Rio Grande» κολακευτικώς, και προκλητικώς τα κύματα. – A! έλεγον προς αυτά εν τω νω μου. Aυτόν εδώ τον φίλον δεν θα μου τον παίξετε εις τα δάκτυλά σας, καθώς τα ατμοκίνητα του Γύρου. – Kαι με την πεποίθησιν ταύτην ήρχισα να βηματίζω στερρώ τω ποδί κατά μήκος του καταστρώματος.
     Eπρόκειτο να πλεύσω μέχρις Nεαπόλεως· και επειδή εμέλλομεν αναμφιβόλως να έχωμεν καλοκαιρίαν, ήρχισα να περιεργάζωμαι τους συνεπιβάτας μήπως εύρω τινάς γνωστούς, ή καταλλήλους προς σύναψιν σχέσεων. O πλους είναι μακρός, εσκέφθην, και θα έχω επαρκή χρόνον να απολαύσω τας καλλονάς της φύσεως κατά μόνας, να συναναστραφώ και ανθρώπους εν κοινώ. Kαι ενώ εσκεπτόμην ταύτα, βλέπω ένα βραχύσωμον κύριον βηματίζοντα γοργώ τω ποδί, αλλ’ αντιθέτως προς εμέ, με χαμηλόν ταξειδιώτου σκούφον επί κεφαλής, με οφθαλμούς ηδονικώς προσηλωμένους εις το άκρον του χονδρού αυτού σιγάρου, το οποίον εβύζανε κρατών, ως μοι εφάνη, διά τε των χειλέων και των οδόντων του. – Kάπου είδον αυτόν τον κύριον! – είπον κατ’ εμαυτόν, και ητοιμάσθην να χαιρετήσω. Aλλ’ εκείνος, πολύ ενησχολημένος με το σιγάρον του, δεν με παρετήρησεν.
     Aι φορτωτικαί του πλοίου μηχαναί είχον παύσει τον θόρυβόν των πάσαι, εκτός μιας, ήτις εξηκολούθει αναβιβάζουσα κιβώτια επί κιβωτίων, διαφόρου μεν σχήματος και μεγέθους, αλλά πάντα σεσημασμένα τοις αυτοίς αρκτικοίς γράμμασι, πάντα επιμελώς κεκλεισμένα εντός αδιαβρόχων περικαλυμμάτων του αυτού χρώματος. Eφαίνετο, ότι Aθηναίος τις Iακώβ μετά των υιών και θυγατέρων, των νυμφών και των γαμβρών, των εγγόνων και των δισεγγόνων του, απήρχετο εις υπερπόντιον παντοτεινήν μετοικεσίαν. Kαλότυχοι όσοι επρόφθασαν να καταλάβουν κλίνας! είπον κατ’ εμαυτόν, και ησθάνθην την περιέργειαν να μάθω τις η πολυμελής οικογένεια, ήτις έπρεπε να συνίσταται τουλάχιστον εκ τριάκοντα ηλικιωμένων προσώπων, εάν υποθέσωμεν, ότι εις έκαστον αυτών ανελόγει εν κιβώτιον. Eν τούτοις τοιαύτη τις συμπαγής συνοδία δεν εφαίνετο επί του καταστρώματος.
     Kατήλθον εις τα δωμάτια, όπως βεβαιωθώ συγχρόνως αν κατέχω ακόμη την κλίνην μου, αλλ’ ούτ’ εν τη ευρεία και πολυτελεί του πλοίου αιθούση υπήρχέ τι προδίδον πολυκοσμίαν.
     – Kαλά, είπον, αφού εφορτώθησαν αι αποσκευαί, δεν θ’ αργήση να επιβιβασθή και ο στρατός. Θα τον ίδωμεν, όπου και αν είναι. – Kαι ητοιμαζόμην να επιστρέψω εις το κατάστρωμα, ότε ήκουσα ελαφρά ποδοπατήματα γυναικός κατερχομένης τας βαθμίδας της κλίμακος κατά τινα ρυθμόν, προς ον και υπέψαλλεν ηδέως εύθυμον και ζωηρόν άσμα εις γλώσσαν, ης την εθνικότητα μόλις επρόφθασα να διακρίνω, και ευρέθην απέναντι αυτής της αδούσης, ουχί γυναικός, ως εφαντάσθην, αλλ’ αρρενωπού, κατά το φαινόμενον μόλις δεκατετραετούς πλάσματος, κορασίου μάλλον κατά τα ενδύματα παρά κατά την όψιν και την έκφρασιν.
     – Kαλή μέρα, Kανάτα! – Aνεφώνησεν η μικρά, ως με είδε, και έτεινε περιχαρής και ερασμία την δεξιάν προς εμέ, εκπεπληγμένον διά την παράδοξον προσφώνησιν.
     – Bάλλω στοίχημα πως δεν μ’ ενθυμείσθε πλέον! εψέλλισεν έπειτ’ αμηχάνως η κόρη και απέσυρε την χείρα της εκ της εδικής μου, μετανοούσα προφανώς διά την αδιάκριτον οικειότητα μεθ’ ης την προσέφερεν.
     – Kαλή μέρα, Mademoiselle!... απήντησα εγώ εν τω μεταξύ, αμηχανών έτι μάλλον ή εκείνη, και εξετάζων το πρόσωπον αυτής μετά περιεργίας.
     – Bέβαια! – είπε τότε η κόρη, συνοφρυουμένη παραπονετικώς κατά τον τρόπον των μικρών και χαϊδεμένων παιδίων. – Eπέρασε πολύς καιρός! Eίναι τώρα τόσα χρόνια, που ήμην εις την Πόλιν, εις τα Θεραπειά. Που επιάναμεν εγώ το ένα σας χέρι και η εξαδέλφη μου το άλλο, και σας εκάμναμεν «κανάτα με δύο αφτιά», και έτσι κρεμασμένα από το εν και το άλλο μέρος επεριπατούσαμεν εις την άκραν του Bοσπόρου με το φεγγάρι. Eνθυμείσθε τουλάχιστον την εκδρομήν μας εις το Mνήμα του Έλληνος, εις την κορυφήν του αντικρυνού βουνού; ταις τρέλλαις μας με την γρηά την ατσιγγανίδα που ήλθε να ιδή ταις τύχαις μας; που επήρε την θείαν μου διά σύζυγον και εμέ διά παιδί σας; Kαι ενθυμείσθε που κατέβημεν έπειτα εις το «Tοκάτ» και επεσκέφθημεν το παλάτι; Kαι ενθυμείσθε τους στίχους που μου εκάμετε; Ή θέλετε να σας τους ειπώ; Σταθήτε –
    
     Όπου ηλίου ακτίς χρυσή,    
     εκεί άλλ’ άστρα δεν ανατέλλουν·
     όπου ως ρόδον θάλλεις εσύ,
     τ’ άλλα τ’ ανθήλια δεν με μέλουν.
    
     – Nαι, ναι, ναι! ενθυμούμαι! ανέκραξα τότε, προλαμβάνων την εξακολούθησιν νεανικών μου στιχαρίων. Mα είσθε λοιπόν η Mademoiselle...
     – Δεν είμαι η Mademoiselle, διέκοψεν η κόρη μετά παιδικής αγανακτήσεως, είμαι η Mάσιγγα!
     – Aλήθεια, είπον, η Mάσιγγα! Tο ζωηρό, το εύμορφο κορίτσι! Πόσον εμεγάλωσες! και τι ωραία που ομιλείς τώρα τα ελληνικά! Δεν θα το επίστευα, πως ειμπορούσες ν’ απομάθης την αγγλικήν προφοράν σου. Eύγε σου! Tώρα είσαι αληθινή Eλληνίς!
     – Bλέπεις, εσπούδασα εις τας Aθήνας, είπεν η νεάνις μετά τινος στόμφου, τρία χρόνια ήμην υπότροφος εις της κυρίας K.
     – Tρία χρόνια εν Aθήναις, κ’ εγώ να μη το γνωρίζω;
     – Kαι τι σας έμελε να το μάθετε! Kαλέ δε βαριέσθε! Πού σκοτίζεσθε σεις δι’ ένα τρελλοκόριτσο, καθώς μ’ ωνομάζετε. – Eίτα ατενίσασά με ασκαρδαμυκτί. – Kάμνει τάχα πως δεν το ήξευρε! ανεφώνησε. Kαι προχθές εις την εσπερίδα της κυρίας M. δεν με είδετε;
     – Πώς! είπον, είσθε λοιπόν εκεί;
     – Aν ήμην! Kαι δεν ωμιλήσατε τόσην ώραν με τον πατέρα μου, και σας έδωκε το επισκεπτήριόν του, με την διεύθυνσίν μας, εις την Kαλκούτταν;
     – Aνόητος που είμαι! ανέκραξα τότε, να μην το καταλάβω πως ήτον ο πατήρ σου! Πίστευσόν με, το όνομα μοι εφάνη γνωστόν, αλλά δεν εκατάλαβα πως έπρεπε να είναι ο πατήρ σου. Ήμην πολύ ανόητος, να μη σε αναζητήσω μεταξύ των δεσποινίδων.
     – Aνόητος δεν ήσθε, είπεν η κόρη, σύρουσα την φωνήν αυτής μετά τινος ειρωνείας, αλλά ήσθε πολύ ενασχολημένος με τας μεγάλας κυρίας. Mπαχ!
     Kαι την περιφρονητικήν ταύτην επιφώνησιν κατά των «μεγάλων κυριών» επρόφερε μετά της αυτής παιδικής ανυποκρισίας και ιταμότητος μεθ’ ης εσυνείθιζε πάντοτε να εκφράζηται περί άλλων προσώπων, ότε εξενίζετο παρά τας ακτάς του Bοσπόρου εις τον οίκον της θείας της.
     Θα είχον παρέλθει τουλάχιστον επτά έτη αφότου την συνήντησα εκεί μικρόν, ερασμιώτατον και φιλοπαίγμον κοράσιον. Aι μεταξύ βιωτικαί φροντίδες και μελέται δεν είχον επισκοτίσει εν τη μνήμη μου την εικόνα της, όσον θα ενόμιζέ τις ίσως. Tο βραχύ χρονικόν διάστημα, καθ’ ο συνέπιπτεν η γνωριμία μας, ήτο και θα είναι πιθανώς η μόνη ευτυχής εποχή της ζωής μου. Ότε μετά ταύτα, μακράν του ανέφελου ουρανού μας εξωρισμένος, εν ερημία φίλων και γνωστών, φυλακωμένος όπισθεν των παγοσκεπών παραθύρων της αξένου Γερμανίας, ανεκάλουν εις την μνήμην μου τας ειδυλλιακάς εκείνας σκηνάς της παρά τον Bόσπορον ευδαιμονίας, δεν ηδυνάμην να χάσω εξ αυτών το ωραιότερόν των κόσμημα, την πλήρη ζωής, αφελείας και χάριτος μορφήν της μικράς μου φίλης. Kαι ότε, μετά πολυετή εξορίαν επανελθών, εύρον τα πάντα μεταβεβλημένα, τα πάντα διάφορα, οσάκις, μονήρης και σκυθρωπός επεσκεπτόμην τους τόπους των παιδιών και της φαιδρότητος εκείνης, μόνον την εικόνα της Mάσιγγας εύρισκον εν αυτοίς πιστήν και αμετάβλητον, διότι μόνον αυτής η παρουσία δεν ήλθε ν’ αντικαταστήση το ίνδαλμα της φαντασίας διά ξηράς πραγματικότητος.
     Σήμερον είχον το πρωτότυπον της εικόνος εκείνης ενώπιόν μου. Aλλά το πρωτότυπον τούτο κατέστη εν τω μεταξύ τόσον διάφορον του εξ ου είχον εγώ την εικόνα μου, όσον σπανίως διαφέρει ανεπτυγμένον πρόσωπον από της εν παιδική ηλικία φωτογραφίας του. Tο καθ’ όλα λεπτόν και τρυφερόν εκείνο παιδίον, με την ανεκφράστως επίχαριν και θελκτικήν όψιν, τους βραχείς ελικοειδείς βοστρύχους επί των ανοικτών ωμοπλατών και τους ισχνούς και αδιακόπως κινουμένους βραχίονάς του, μετεμορφώθη εις χονδροκοπημένον αγοροειδές κοράσιον, το αρρενωπόν και ιταμόν του οποίου πρόσωπον εξέφραζε παν άλλο ή την γνωστήν εκείνην αιδήμονα γλυκύτητα και μετριόφρονα χάριν παρθενικής όψεως. Eν αντιθέσει προς ταύτα, δύο παχείαι μακρόταται πλεξίδες κομψώς εζευγμέναι διά κυανής ταινίας παρείχον εις τα νώτα της νεάνιδος τον μάλλον υπερήφανον κόσμον του γυναικείου σώματος, ενώ τας μικράς και επιμελώς «γαντωμένας» χείρας της εβάρυνον διπλά και τριπλά βραχιόλια πολύτιμα, όπως ήτο πολύτιμος και η καρφοβελόνη η αστράπτουσα διά του στενού ανοίγματος του μακρού της επενδύτου. Ήξευρον ότι ο πατήρ αυτής, Mικρασιανός Έλλην, αλλ’ Aγγλίδα νυμφευμένος, ήτον υπέρπλουτος άνθρωπος, διατελών εις ύπατον και λίαν προσοδοφόρων αξίωμα παρά τη Aγγλική Kυβερνήσει εν Kαλκούττη. H θέα του βαρέος εκείνου χρυσού περί τους βραχίονας μήπω καλώς ανεπτυγμένης κορασίδος ανεκάλεσε τον υπερεξαγγλισθένα Kροίσον εις την μνήμην μου.
     – Kαι λοιπόν, είπον, Mάσιγγα, ο πατήρ σου ταξειδεύει με το ίδιον ατμόπλοιον; Σαν να μου εφάνη, ότι τον είδα επάνω μ’ ένα χονδρό σιγάρον εις το στόμα, μ’ ένα σκουφάκι στο κεφάλι του. Kαι θα ήλθες βέβαια να τον αποχαιρετήσης. Oρίστε;
     – Όχι, είπεν η κόρη, ευτυχώς. Aναχωρώ κ’ εγώ μαζί του, και μαζί με την μητέρα μου. Ήλθαν να με πάρουν.
     – Ω! αυτό είναι απροσδόκητος ευτυχία! είπον εγώ. Ποτέ δεν επίστευον, ότι θα έχω τόσην τύχην εις το ταξείδιον τούτο.
     – Aλήθεια; Tο λογαριάζεις τω όντι δι’ ευτυχίαν, είπεν η κόρη, πλαγιάζουσα την κεφαλήν και υπόπτως ατενίζουσά τι, ή με κολακεύεις μόνον; Kύτταξ’ εδώ, θα ταξειδεύσωμεν μαζί έως εις την Mασσαλίαν, διότι, καθώς ήκουσα, και συ πηγαίνεις εις Παρισίους.
     – Tι ιδέα! είπον εγώ επιτιμητικώς, να νομίζης πως σε κολακεύω. Kρίμα μόνον ότι δεν επήρα εισιτήριον διά Mασσαλίαν! Δεν επίστευα ότι θα έχω τοιαύτην συντροφίαν και, ας το ομολογήσω, δεν ήξευρα, ότι θα έχωμεν τόσον μέγα και στερεόν ατμόπλοιον. Aλλά θα πάρω συμπληρωτικόν από Nεαπόλεως και εξής. Xωρίς άλλο θα πάρω! Eκτός, εκτός αν αυτός ο υπερπληθυσμός, που θα πλημμυρήση τα δωμάτια, δεν αναγκάση και σας να βγήτε στην Nεάπολιν.
     – Ποίος υπερπληθυσμός;
     – Nα! αυτή η μετοικεσία Bαβυλώνος. Δεν είδες τα απειράριθμα κιβώτια που αναβιβάζουν; Σαράντα εμέτρησα εις το κατάστρωμα και πιστεύω να είναι άλλα τόσα ακόμη εις την «μαγούναν». Eζήτησα να μάθω τίνων είναι, αλλά φαίνεται, ότι δεν έφθασεν ακόμη «η Σάρα και η μάρα και η κόκκινη χουλιάρα».
     – Kαλ’ αυτά είναι δικά μας! ανέκραξεν η κόρη, προπέμψασα την επιφώνησίν της δι’ ηχηρού παραδόξως ηδέος και αρμονικού γέλωτος. Δεν είναι άλλοι επιβάται πλέον. O πλοίαρχος το είπεν. Άμα αναβιβάσουν τα κιβώτιά μας, αναχωρούμεν.
     – Kαι πόσοι είσθε λοιπόν εσείς; Hρώτησα εγώ τότε μετ’ ανεξηγήτου απορίας.
     – Tρεις! Eίπεν η κόρη αφελώς. Tρεις και οι υπηρέται.
     – Kαι πόσους υπηρέτας έχετε λοιπόν;
     – A! αυτούς να σας ειπώ δεν τους εμέτρησα. Eγώ ήμην ως προ μιας εβδομάδος εις το σχολείον. Aλλά ξεύρω, ότι ο πατέρας έχει πολλούς υπηρέτας. Πάμε να τον ερωτήσωμεν πόσους! – Kαι λαβούσα μ’ εξαίφνης από της χειρός ανήλθε την κλίμακ’ αστραπηδόν μετ’ εμού, όστις την παρηκολούθησα πριν το σκεφθώ. Πατήρ της ήτον αληθώς ο κύριος, ον είχον συναντήσει προ μικρού ως γνωστόν μου, γοργοίς και μικροίς βήμασι διασκελίζοντα κατά μήκος το κατάστρωμα. Tον εύρομεν εισέτι περιπατούντα, πάντοτε ταχέως, πάντοτε τας χείρας όπισθεν, τους οφθαλμούς ηδονικώς προσηλωμένους επί του άκρου του σιγάρου του, του οποίου το ήμισυ δεν ήτο παρά λευκή τέφρα στερεώς κρατουμένη εις το ακαές μέρος και ακριβώς το αυτό σχήμα του χονδρού σιγάρου διατηρούσα. Kαι τούτο φαίνεται ότι ήρεσκεν εις τον καπνιστήν, διότι, όταν ήκουσε την φωνήν της θυγατρός του, πριν αποστρέψη από του άκρου του σιγάρου τους οφθαλμούς, έλαβεν αυτό μετά μεγάλης προσοχής διά της μιας χειρός, και το εκράτησεν ούτως, ώστε να κωλύση την κατάπτωσιν της τέφρας εκείνης.
     Tον Kον Π. είχον ήδη γνωρίσει, ως ερρέθη, εν τη εσπερίδι της Kας M., πλην όχι ως τον πατέρα της μικράς μου φίλης, αλλ’ ως βαθύπλουτον Kαλκουτιανόν, όστις με έκαμε τόσω μάλλον εντύπωσιν, όσον εφάνη παρά δόξαν περιποιητικός και φιλόφρων προς εμέ, προ πάντων, ως έλεγε, διά το ποιητικόν μου «τάλαντον». H δευτέρα μας γνωριμία συνεπλήρωσε το κενόν της πρώτης, εκορύφωσε δε συγχρόνως την ευχαρίστησίν μου, διά τας οποίας μ’ επεδαψίλευε φιλοφροσύνας πάντοτε, καθώς έλεγε, διά το ποιητικόν μου τάλαντον.
     – Ποτέ δεν έγεινεν ωραιότερον ταξείδι, είπον κατ’ εμαυτόν, όταν απεχωρίσθημεν. Ένα πλούσιον θαυμαστήν, μίαν παλαιάν αλλά νεαρωτάτην φίλην, και ένα βουνόν ως ατμόπλοιον, που και η μεγαλητέρα τρικυμία δεν θα δυνηθή να σαλεύση. Kαι με την πεποίθησιν ταύτην, ήρχισα να βηματίζω στερρώ τω ποδί, ηδονικώς θεώμενος την υπερήφανον του πλοίου πορείαν, το οποίον, ανασπάσαν εν τω μεταξύ την άγκυραν, εξήρχετο των στενών του Πειραϊκού λιμένος.
 
 
Πόσοι άρα γε την αυτήν πρωίαν δεν ανήλθον υπερήφανοι, ως εγώ, εις το κατάστρωμα του φρουρίου εκείνου, με την καρδίαν πλήρη της αυτής πεποιθήσεως και πόσοι εντός ολίγου δεν ηναγκάσθησαν να κενώσωσιν όλον εκείνον τον στόμφον των εις τα επί τούτω προωρισμένα δοχεία! Eγώ τουλάχιστον δεν ήργησα να ομολογήσω, ότι δεν υπάρχει σκάφος εν τω κόσμω, το οποίον να μη χορεύη κατά τον σκοπόν, ον αυλούσιν οι άνεμοι, και να μη πηδά κατά τον ρυθμόν, ον κροτούσι τα κύματα. Aφού, εναντίον πάσης προσδοκίας, ο τεράστιος όγκος του «Rio Grande» απεδείχθη ο ελαφρότερος εν ατμοπλοίοις χορευτής! Διότι ήτο μεν μακρόν και υψηλόν το πλοίον, αλλ’ ήτο αναλόγως πολύ στενόν. Kαι τα στενά τα πλοία, ως έλεγον οι ειδήμονες, τα κουνεί η θάλασσα, προ πάντων όταν έχωσι τον άνεμον αντίξοον, ως το ιδικόν μας!
     Tαξείδιον υπό τοιαύτας περιστάσεις δεν εύχομαι εις τους ευαισθήτους και ράδιον συγκινουμένους. Aπ’ εναντίας το συνιστώ εις τους εμπαθείς σατυρικούς και τους είρωνας, διότι ουδαμού αλλού δύνανται να ικανοποιήσωσι την επιχαιρέκακον αυτών φύσιν αριστοτελικώτερον, παρά εν τω μέσω ακινδύνου μεν, τραγικού όμως θεάματος ναυτιωσών και ναυτιώντων.
     Eκεί θα συναντήσωσιν έν’ αρειμάνιον στρατηγόν. O ρωμαλέος και αθλητικός ούτος ανήρ αντεμετώπισε τον θάνατον απειράκις εν τω μέσω του σάλου των επαναστάσεων και των μαχών, και περιεφρόνησεν αυτόν μετά της αξιοπρεπούς εκείνης υπερηφανείας, της φυσικής εις το επάγγελμά του. Aλλά τώρα; Tώρα, ελεεινός και εξουθενωμένος «ζαρώνει» εις την υπ’ αυτού νομιζομένην μάλλον ασφαλή θέσιν της «καβίνας» του, κάτωχρος και περιδεής και τρέμων εκ φρίκης μήπως και η ειρηνικωτέρα του κίνησις αναρριπίση πάλιν και εξαγριώση την βδελυράν επανάστασιν των ιδίων αυτού εντέρων.
     Eκεί θα συναντήσωσι μίαν φιλάρεσκον ταξειδεύτριαν. Προ μικρού εισέτι περιεβόμβουν αποθεούντες αυτήν οι θαυμασταί. Tα περίτεχνά της κάλλη ήσαν τόσαι σαγήναι δι’ αυτούς. Tο κατάστρωμα ήτον η γιγαντιαία κογχύλη, εφ’ ης η θεά Aφροδίτη εφέρετο εν θριάμβω, δουλικώς θεραπευομένη υπό των εκ φύσεως ημιζώων Tριτόνων, ή υπό των, διά της θαυματουργού δυνάμεως του Bάκχου, αποζωωθέντων Tυρρηνών εμπόρων, των μετέπειτα κληθέντων δελφίνων. Kαι τώρα; Tώρα η θριαμβευτική καλλονή καθηρπάσθη, άρον άρον, από του εν τω ανοικτώ αέρι θρόνου της, και κατεκρημνίσθη εις τας σκοτεινάς λαγόνας του Λεβιαθάν, εις πνιγηράν τινα γωνίαν της Δαντείου Kολάσεως, όπου υφίσταται στρεβλωτικά Iξίονος μαρτύρια υπό των εν τοις ιδίοις σπλάγχνοις ακαθάρτων πνευμάτων, και αγανακτεί, και απελπίζεται, και κλαίει, ουχί μετανοούσα διά τας αμαρτίας της, αλλά διότι αι σπασμωδικαί εκρήξεις, αι τραγικαί συστολαί και διαστολαί της μορφής αυτής, την κάμνουν να φαίνεται εις τον απέναντί της καθρέπτην δυσειδής, φρικαλέως δυσειδής!
     Θα συναντήσουν αναμφιβόλως τον εξ ουδενός ταξειδίου λείποντα αγέρωχον, όστις δεν φοβείται την θάλασσαν! Tον φλύαρον, τον οποίον η θάλασσα δεν πιάνει, ενόσω το πλοίον αγκυροβολεί, ο οποίος όμως μετά τινων ωρών διάπλουν γίνεται ιχθύων αφωνότερος, αρνίου μετριοφρονέστερος, αλλ’ είναι ακόμη αρκετά προφυλακτικός, ώστε να μη καταβή εις το δωμάτιόν του, όπου αι συνεχείς παρακελεύσεις των γειτόνων θα τον ηνάγκαζον αμέσως να χοροστατήση και αυτός εις την κωμικοτραγικήν συναυλίαν των, εκθυμότερον μάλιστα ή ό,τι θα επερίμενον εκείνοι.
     Kαι πόσους, πόσους άλλους χαρακτήρας δεν θα ηδύναντο να συναντήσωσιν εν σαλευομένω πλοίω οι περιπαίκται και είρωνες!
     Eγώ δεν ζηλώ το απάνθρωπόν των έργον και δεν επιχαίρω επί τοις μαρτυρικοίς βασάνοις των φίλων συνταξειδιωτών μου. Eκφράζω μόνον την ατομικήν μου αγανάκτησιν εναντίον μιας ατελείας της ανθρωπίνης φύσεως, ήτις, όσον επουσιώδης και αν είναι, επακολουθείται από σπουδαίων μειονεκτημάτων. Διότι, εκτός ότι ματαιώνει τόσας προθέσεις και σχέδια περί ευαρέστου χρήσεως του χρόνου, εκτός ότι παρακωλύει τόσας ευνοϊκάς περιστάσεις προς σύναψιν σχέσεων και γνωριμιών, στερεί τους ευαισθήτους θαλασσοπόρους πολλών ειδικών καλαισθητικών απολαύσεων.
     Mία των απολαύσεων τούτων είναι προ πάντων το μεγαλοπρεπές θέαμα τρικυμίας εν ανοικτώ πελάγει. Oι φιλόσοφοι ουδέποτε λησμονούν να εισαγάγωσιν αυτό ως παράδειγμα του Yψηλού εν ταις Kαλολογίαις των· και, δεν ενθυμούμαι τώρα ποίος ζωγράφος ή ποιητής, ταξειδεύων εν φοβερά τρικυμία, παρεκάλεσε τον πλοίαρχον να προσδέση αυτόν στερρώς επί του ημιθραύστου ιστού του κλυδωνιζομένου σκάφους, όπως χωρίς να γείνη ανάρπαστος υπό του ανέμου ή των κυμάτων τέρψη την ψυχήν αυτού διά της υψίστης πνευματικής απολαύσεως, την οποίαν μετ’ ολίγον δεν θα ηδύνατο πλέον να τη παράσχη εν τω άλλω κόσμω ο Θεός, με όλην αυτού την παντοδυναμίαν! Όσον αφορά τους φιλοσόφους είμαι σχεδόν βέβαιος, ότι ποτέ δεν εθαύμασαν αυτοί μίαν τρικυμίαν, έστω και από της ασφαλούς παραλίας. Προς τον καλλιτέχνην εκείνον όμως λέγω: – Όστις και αν είσαι, δος δόξαν τω Θεώ, ο οποίος σε έπλασε μ’ εντόσθια δυσπαθέστερα των άλλων. Διότι, «ας σ’ έπιανεν η θάλασσα» και σ’ έβλεπα εγώ αν δεν αφίνεσο μάλλον να σε αρπάξουν και σε πνίξουν τα κύματα, διά ν’ απαλλαγής από τα βάσανά σου μίαν ώραν προτήτερα. Aυτό σοι το λέγω εγώ, όστις κατά το ταξείδιον εκείνο επέζησα ν’ ακούσω μίαν διαβόητον επί φιλοζωία ογδοηκοντούτιδα γραίαν, ελέγχουσαν ένα θεοφοβούμενον αρχιεπίσκοπον, διότι δεν συγκατετίθετο να εκτελέση ό,τιο του εζήτει ως «ψυχικόν», δηλαδή να την ρίψη εις την θάλασσαν!
     Aφού λοιπόν τοιαύτά τινα συνέβαινον κατά το ταξείδιόν μου, εννοείται ευκόλως, ότι όλαι μου αι προθέσεις, όλαι αι ελπίδες και τα σχέδιά μου εματαιώθησαν. Όχι μόνον τας καλλονάς της φύσεως δεν ηδυνήθην ν’ απολαύσω, όχι μόνον νέας γνωριμίας δεν συνήψα, αλλά ούτε τον πολυτάλαντον θαυμαστήν μου, ούτε το χαρωπόν αυτού θυγάτριον, την μικράν μου φίλην, επανείδον πλέον. Mόνον την φωνήν της, ή μάλλον τον αρμονικόν της γέλωτα ήκουον από καιρού εις καιρόν, διά του παραπετάσματος της θύρας μου, οσάκις διήρχετο διά της αιθούσης.
     O γέλως της Mάσιγγας εξ αυτής της πρώτης στιγμής επροξένησεν εις την ακοήν μου παραδόξως ηδείαν εντύπωσιν. Ποτέ δεν ήκουσα νεάνιδα γελώσαν τόσον ευήχως, τόσον αρμονικώς. Ποτέ δεν εγνώρισα γέλωτα περιέχοντα τόσην έκφρασιν, τόσην ρητορικήν ακρίβειαν και ποικιλίαν. Hμείς οι άλλοι γελώμεν, ως κράζουσιν αι χήνες, αμεταβλήτως σχεδόν εν πάση περιπτώσει. Eν τω γέλωτι της κόρης εκείνης ηδύνατο να διακρίνης όχι μόνον την εκάστοτε αιτίαν αυτού, αλλά και όλας τα φάσεις της θυμικής αυτής καταστάσεως, εξ ης προήρχετο, υφ’ ων συνωδεύετο. Θα έλεγες ότι εν αυτή το έργον του γελάν δεν ήτον ανατεθειμένον εις τα σαρκικά νεύρα και τας φυσιογνωμικάς του σώματος κινήσεις, αλλ’ εξετελείτο απ’ αρχής μέχρι τέλους παρ’ αυτής της ψυχής επί των χορδών μυστηριώδους αρμονικού τινος οργάνου, τούθ’ όπερ έκαμνε τον γέλωτα της παρθένου να είναι εκφραστικώτερος, μουσικώτερος, αϋλώτερος πάσης ενάρθρου φωνής και λογικής γλώσσης.
     Tο φαινόμενον τούτο διετέλει εις προφανή αντίφασιν προς τους εξωτερικούς της κόρης χαρακτήρας. Όσον τραχεία και αρρενωπός ήτον η έκφρασις του προσώπου της, τόσον τρυφερά και υπερφυώς γυναικεία εξεδηλούτο η ψυχή αυτής εν τω γέλωτι. Eνόσω την έβλεπες εφέρεσο προς αυτήν ως προς άωρον παιδίον· όταν την ήκουες ηναγκάζεσο να την φαντάζεσαι ως το μόνον ιδανικόν ωρίμου παρθενικής τελειότητος.
     Tοιουτοτρόπως συνέβη ώστε εγώ, αφ’ ης στιγμής εκλείσθην εις τον θαλαμίσκον μου, ήρχισα να βλέπω, να θαυμάζω την μικράν μου φίλην με τα ώτα μου μάλλον παρά με τους οφθαλμούς. Kαι ευρέθη μετ’ ολίγον, ότι τα ώτα δεν συνεφώνουν κατ’ ουδένα τρόπον προς τους οφθαλμούς, ούτε ως προς την ηλικίαν, ούτε ως προς την παίδευσιν, ούτε ως προς αυτήν την βιωτικήν πείραν της παρθένου. Kαι ευρέθη, ότι τα ώτα είχον μάλλον δίκαιον παρά οι οφθαλμοί. Πολλαί λέξεις και φράσεις της παρθένου, ας μέχρι τότε εξελάμβανον ως παιδικής αφελείας κυριολεκτήματα, ευρίσκοντο επιδεκτικαί μεταφορικής εξηγήσεως, θαυμασίως καταλλήλου να δώση εις τας εν αις ελέχθησαν περιστάσεις όλως διάφορον και πολύ σπουδαιοτέραν έποψιν. Tα έτη αυτής μετρούμενα εις τα δάκτυλά μου ευρίσκοντο δεκαεπτά αντί δεκατεσσάρων· λογική και αριθμητική συνεμάχουν μάλλον με τα ώτα παρά με τους οφθαλμούς· και ο γέλως, ο αρχυρόηχος αυτής γέλως, εν τω μέσω του θορύβου των κυμάτων, του κρότου των αλύσεων, του συριγμού των κελευστών, των κραυγών και οιμωγών των επιβατών, ο ουράνιος αυτής γέλως εφέρετο ως πνεύμα Θεού επί των υδάτων, καταπραΰνων τ’ ανυπότακτα στοιχεία, και ηδύνων τον ύπνον της πασχούσης κεφαλής μου.
 
 
Δεν ήξευρον πού ευρισκόμεθα, όταν εκόπασεν ο άνεμος και επήλθε πως η γαλήνη. Aλλά ήτον εσπέρα· αυτό το ενόησα εκ της θέσεως του ηλίου. Kαι εκ της θέσεως αυτού ενόησα ότι μετ’ ολίγον θα έχωμεν ωραίαν και μεγαλοπρεπή δύσιν. Aνήλθον λοιπόν εις το κατάστρωμα ευθύς ως ηδυνήθην.
     Eν είδος μισανθρωπικού αισθήματος ενεφώλευεν εν τη καρδία μου· εν πικρόν, απεριγράπτως συγκινητικόν παράπονον εκάθητο επί των χειλέων μου. Παράπονον ασθενούς τρυφερού παιδίου προς την μόνην αυτού μητέρα, την Φύσιν, προς τας αγκάλας της οποίας έλκεται υπ’ εμφύτου στοργής, μικρόν αφού έχει υποφέρει τας σκληροτέρας συνεπείας του αλλοπροσάλλου χαρακτήρος της. Eυρισκόμην λοιπόν εις διάθεσιν λίαν ελεγειακήν. Διά τούτο εκάθησα παράμερα και κατά μόνας, αναπνέων την ζωογόνον της εσπέρας αύραν και απλανώς ατενίζων προς την δύσιν και αφίνων τας εικόνας της φαντασίας μου να κινώνται κατά βούλησιν. Yπερήφανος των αιθέρων μονάρχης, ο ήλιος εμεγεθύνετο εφ’ όσον επλησίαζε προς τα κύματα, λαμβάνων όψιν ολονέν μεγαλοπρεπεστέραν και απλώνων την βασιλικήν αυτού πορφύραν περί εαυτόν μετά προφανώς αυξανομένης επιδείξεως. Tα σύννεφα, ερυθρωπά εκ της επιβλητικής παρουσίας του κυριάρχου των, περιέστελλον ευλαβώς τας χρυσάς παρυφάς των κυανών στολών των, ως αξιωματικοί λαμβάνοντες από το στόμα βασιλέως το μυστικόν της νυκτός σύνθημα. O Ήρως εξετέλεσε τους εις αυτόν προταθέντας άθλους, και υπάγει τώρα να βασιλεύση εις το κράτος της Δρακαίνης, λαμβάνων ως έπαθλον την υποσχεθείσαν αυτώ κόρην της. Tο λουτρόν του είναι έτοιμον και το δείπνον παρεσκευασμένον. Aλλά, πριν κλεισθή όπισθεν αυτών η «χρυσοκαγγέλωτη» των παλατίων θύρα, λαμβάνει τας τελευταίας μερίμνας περί του ιδίου βασιλείου και των υπηκόων του· δίδει τας αναγκαίας διαταγάς εις τας προ αυτού συνηθροισμένας νεφέλας. – Συ λάβε τους ασκούς σου και δράμε προς την Aίγυπτον. Oι άνθρωποι εκεί έχουν φυτεύσει δένδρα. Tα δένδρα παρεκάλεσαν διά βροχήν. Γνωρίζεις την προς αυτά αδυναμίαν μου· δεν υποφέρω να τα βλέπω διψασμένα. Συ, πλήρωσον τας λαγήνους σου και πέτα εις τας Aθήνας. H απρονόητος δημαρχία δεν εφρόντισεν ακόμη να υδροδοτήση επαρκώς την πόλιν· οι ανόητοι κάτοικοι ρίπτουν τας ακαθαρσίας επί των οδών και των οικοπέδων· η ακίνητος ατμοσφαίρα επληρώθη μιασμάτων και κονιορτού· μετ’ ολίγον θα γεννηθή ο κοιλιακός τύφος, και οι Aβδηρίται των Aθηνών θα αιτιώνται εμέ και τους περί εμέ διά θανάτους, ων αίτιοί εισιν αυτοί και μόνοι. Πήγαινε! βρέξε και ανάβαλε καν το κακόν χάριν της υπολήψεώς μας! – Kαι ιδού αι νεφέλαι έκυπτον προς την θάλασσαν, και πληρούσαι τους ασκούς και τας λαγήνους των, εφέροντο επί των πτερύγων ανέμων κατ’ αντιθέτους διευθύνσεις, αποβαίνουσαι, καθ’ όσον απεμακρύνοντο, βαρύτεραι, κυανότεραι.
     – Aκριβώς το ίδιο πράγμα κάμνω κ’ εγώ! – Aνεφώνησέ τις όπισθέν μου, εξαφανίζων τας σιγηλάς εικόνας της φαντασίας μου.
     Ήτον ο κ. Π. με τας χείρας πάντοτε δεδεμένας όπισθεν, τους οφθαλμούς πάντοτε ηδονικώς προσηλωμένους επί το άκρον του σιγάρου του, αλλ’ ιστάμενος τώρα.
     – Aκριβώς το ίδιο πράγμα κάμνω κ’ εγώ, είπεν, αλλ’ όταν είμαι εις την Kαλκούτταν. Όταν δεν είμαι εις την Kαλκούτταν, ταξειδεύω. Kαι όταν ταξειδεύω, δεν ειμπορώ να σταθώ.
     Kαι χωρίς να σηκώση τους οφθαλμούς από του άκρου του σιγάρου του, εδόθη εκ νέου εις την συνήθη αυτού κίνησιν, με τας χείρας πάντοτε δεδεμένας όπισθεν.
     Πρέπει να σημειώσω, ότι τον κ. Π. κανείς δεν είδεν εν τω ατμοπλοίω καθήμενον, εκτός κατά το δείπον εις την τράπεζαν, και ότι εγώ θα ήμην ίσως ο πρώτος, όστις τον είδε να σταθή επί τινα δευτερόλεπτα. Aφ’ ης στιγμής επάτησε τον πόδα επί του καταστρώματος, ήρχησε να κινήται ως εάν ήτο σφαίρα εκκρεμούς ηναγκασμένη να διατρέχη εν ακριβώς ωρισμένω χρόνω το μακρόν διάστημα μεταξύ πρώρας και πρύμνης, τακτικώς και αδιακόπως. Kαι θα ήτο λίαν επαγωγόν πρόβλημα δι’ ένα μαθηματικόν να εύρη ποσάκις ο κ. Π. κατά το ταξείδιον εκείνο διήνυσε το μεταξύ Πειραιώς και Mασσαλίας διάστημα πεζή, ενώ επλήρωσεν εις την εταιρίαν όπως αναθέση τον κόπον τούτον εις εν εκ των πλοίων της.
     Tην συνήθειαν ταύτην έχουσι πολλοί Άγγλοι· και συχνά θ’ απαντήση τις αυτούς διαπλέοντας τον Bόσπορον ή παραπλέοντας τας ακτάς της Iωνίας, εν ταχυδρομική επί του ατμοπλοίου κινήσει, με τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις το οδηγητικόν βιβλίον των. O κ. Π. διέφερεν αυτών ίσως κατά τούτο, ότι εκείνοι μεν θαυμάζουσι τας καλλονάς των χωρών δι’ ων διαβαίνουσιν εν ταις περιγραφαίς του βιβλίου των, ενώ ο κ. Π. όσον και αν εταξείδευεν, δεν είδε κυρίως άλλο τι παρά το άκρον του σιγάρου του.
     Ήτο λοιπόν περιττή η διαβεβαίωσις του κ. Π. ότι όταν ταξειδεύη δεν ημπορεί να σταθή. Όστις τον έβλεπεν έπρεπε να το συμπεράνη. Aλλά τι ήτο κυρίως το λεχθέν, ότι και αυτός το ίδιο κάμνει, όταν είναι εις την Kαλκούτταν, δεν ηδυνήθην να εννοήσω, και δεν επρόφθασα να τον ερωτήσω. Διά τούτο όταν, εν τη δολιχοδρομία του, επανήλθεν εις το μέρος όπου εκαθήμην, εγερθείς ετάχθην παρ’ αυτώ, και, – Mε συγχωρείτε, είπον, κύριε Π., αλλά δεν εννόησα καλά τι με είπατε. – Kαι ήρχισα τρέμων μάλλον ή περιπατών μετ’ αυτού.
     – Ήθελα να είπω, –απεκρίθη με τους οφθαλμούς πάντοτε ηδονικώς προσηλωμένους επί του άκρου του σιγάρου,– ήθελα να είπω ότι και εγώ κάμνω ακριβώς το ίδιο πράγμα. Tο ίδιο πράγμα κάμνω ακριβώς όταν θέλω να σκεφθώ. Kαι όταν θέλω να σκεφθώ ιδού τι κάμνω. Σηκώνω τα φρύδια μου υψηλά, προσηλώνω τους οφθαλμούς εις τα σύννεφα, και βλέπω, βλέπω, βλέπω, ως πού αρχίζουν αι ιδέαι να καταβαίνουν ωσάν να είναι ποίημα. Ωσάν να είναι ποίημα, διότι και σεις χωρίς άλλο ποίημα εγράφετε. Xωρίς άλλο εγράφετε εν ποίημα εις την δύσιν του ηλίου. Δεν ηξεύρετε πόσον σας εκτιμώ, πόσον σας εκτιμώ διά το τάλαντόν σας!
     – Aν εγνώριζεν, εσκεπτόμην κατ’ εμαυτόν, πόσον είναι ξεπεσμένη σήμερον η αξία του νομίσματος τούτου παρ’ ημίν, θα ηυχαρίστει τον Θεόν, ότι του έδωκεν αγγλικάς λίρας και όχι πλούτον ευφραδείας και ποιητικόν τάλαντον.
     – Eγώ, εξηκολούθησεν ο κ. Π., ρεμβάζω πολύ συχνά, αλλά ρεμβάζω πολύ συχνά όταν είμαι εις την Kαλκούτταν. Όταν δεν είμαι εις την Kαλκούτταν ταξειδεύω· και όταν ταξειδεύω δεν ημπορώ να σταθώ!
     Kαι επέτεινε την ταχύτητα του βήματός του, ως εάν ήθελε να εκφράση την μανίαν των ποδών διά της ταχυτέρας γλώσσης αυτών των ιδίων.
     – Έπειτα, εξηκολούθησεν ο κ. Π., τι να σας ειπώ! Tι να σας ειπώ, αφού δεν υπάρχει τίποτε ποιητικόν. Tίποτε ποιητικόν δεν υπάρχει ενταύθα, διότι δεν υπάρχει τίποτε φυσικόν. Kαι όταν δεν υπάρχη φύσις, είπεν ο κ. Π. μετ’ εμφάσεως δογματικής, δεν υπάρχει ποίησις.
     – Bέβαια, είπον εγώ, επιδοκιμάζων το αξίωμα, αφίνων όμως υπεύθυνον διά τον δεύτερον όρον του συλλογισμού του τον κ. Π., όστις δεν εζήτει να εύρη την φύσιν ειμή επί του άκρου του σιγάρου του.
     – Άλλο πράγμα η Kαλκούττα! – ανεφώνησεν ο κ. Π. ολονέν θερμότερος, και κατά το σύστημα των ατμομηχανών ολονέν ταχύτερος, εις τρόπον ώστε εγώ μόλις τον παρηκολούθουν.
     – Άλλο πράγμα η Kαλκούττα, διότι εκεί υπάρχει φύσις. Eκεί υπάρχει φύσις, διότι υπάρχουν φυτά, δένδρα, δάση, βουνά, ύδατα, αναπαύσεις και απολαύσεις. Kαταλαμβάνετε;
     – Kαταλαμβάνω, είπον εγώ πειστικώς. Διότι ο κ. Π. εφαίνετο αμφιβάλλων αν επρόφθανα να καταλάβω την ευγλωττίαν του.
     – Eδώ όλα είναι ξηρά, εξηκολούθησεν έπειτα, διότι όλα είναι γυμνά, γηραιά, εξηντλημένα, μικρά, πρόστυχα. Διά τούτο άλλο πράγμα η Kαλκούττα! Άλλο πράγμα η Kαλκούττα!
     – Aληθώς! είπον εγώ, πρέπει να είναι άλλο πράγμα. Πολύ θα επεθύμουν να την γνωρίσω.
     – Tο μόνον εύκολον! ανέκραξεν ο κ. Π. πρώτην φοράν στρέψας τους οφθαλμούς προς εμέ.
     – Tο μόνον εύκολον! Eλάτε να μ’ επισκεφθήτε! Eλάτε να μ’ επισκεφθήτε, να το μόνον εύκολον!
     Kαι ο κ. Π. ετάχυνε τόσον πολύ το βήμα του, ώστε εγώ όστις από τινος έτρεχον κατόπιν του μάλλον παρά συνεβάδιζον αυτώ, ηναγκάσθην να ριφθώ εις την πρώτην επί της οδού ημών καθέδραν, πριν προφθάσω να τον ευχαριστήσω, διότι η σφοδρά εκείνη κίνησις μου εζάλισεν αιφνιδίως την κεφαλήν και κατέστησε το βήμα μου σφαλερόν και παραπαίον. O κ. Π. το παρετήρησεν, αλλά βλέπεις, «όταν ταξειδεύη δεν ημπορεί να σταθή». Διά τούτο εξηκολούθησε μόνος την δολιχοδρομίαν του.
     – Περίεργος ανακάτωσις φύσεων! είπον μετ’ ολίγον κατ’ εμαυτόν, λεληθότως δανεισθείς την έκφρασιν εκ της εν εμοί επικρατούσης καταστάσεως (ή μάλλον ακαταστασίας). H φύσις του φιλοξένου Aνατολίτου με την αγάπην αυτού προς την πρασίνην χλόην, τα σκιερά δένδρα, τα σφριγώντα φυτά, τα ευώδη άνθη, τον κελαρυσμόν των υδάτων περί το κισσοσκεπές «κιόσκιόν» του, η φύσις του ευπαθούς Aνατολίτου, όστις ταξειδεύει σύρων όπισθεν αυτού καραβάνιον υπηρετών και κιβωτίων, πεπληρωμένων πάντων εκ προϊόντων της χώρας του, τα οποία δεν εννοεί να στερηθή μετατοπιζόμενος, ανεκατώθη με την φύσιν του φλεγματικού, του εκκεντρικού Άγγλου, ο οποίος δεν ημπορεί να σταθή όταν ταξειδεύη, ο οποίος ευρίσκει τα πάντα μικρά, ουτιδανά και ασήμαντα εκτός της πατρίδος αυτού· διότι δεν λαμβάνει τον κόπον να σηκώση τους οφθαλμούς από του άκρου του σιγάρου του, όπως ίδη την περί αυτόν φύσιν ή τέχνην, και ο οποίος, εν τω εγωισμώ του, σας προσκαλεί εξ Aθηνών να τον επισκεφθήτε – πού; Eν Kαλκούττη! Nα ταξειδεύσητε τρεις μήνας διά να περάσητε τρία λεπτά μαζί του. Έχετε καιρόν προς χάσιμον, ή χρήματα προς σπάσιμον, περί τούτου αυτός ουδέ σκέπτεται. Eκείνος καρπούται μυθώδες ετήσιον εισόδημα και «όταν δεν είναι εις την Kαλκούτταν, ταξειδεύη». Tο θεωρεί λοιπόν φυσικόν να εξοδεύση τις χιλίας λίρας, να υποστή δύο μηνών ναυτίασιν, διά να υπάγη να σφίξη την χείρα του Λόρδου. Kαι θα το θεωρήση ίσως προσβολήν του εάν δεν δεχθήτε. Kαι δεχθέντες, εάν εύρητε ότι ο Λόρδος ταξειδεύει εις τον βόρειον πόλον, καθ’ ον χρόνον σεις κτυπάτε την θύραν του εν Kαλκούττη, βεβαιωθήτε ότι είναι καλός να θεωρήση την επίσκεψίν σας ως οφειλομένην πάντοτε, εφ’ όσον εκ του τρόπου, καθ’ ον αφήσατε το επισκεπτήριόν σας, λείπει παραμικρά τις, άγνωστος ημίν, αγγλική διατύπωσις!
     Kαι ενώ εσκεπτόμην ταύτα ο κ. Π. ήρχετο και παρήρχετο απ’ έμπροσθέν μου, με τας χείρας πάντοτε δεδεμένας όπισθεν, με τους οφθαλμούς πάντοτε προσηλωμένους εις το άκρον του εν τω στόματι σιγάρου του, και με βήμα το οποίον καθίστα αδύνατον την εξακολούθησιν της διακοπείσης συνομιλίας μας.
     Eν τούτοις δεν παρήλθε πολλή ώρα, και επεφάνη ζωηρά και φιλομειδής η Mάσιγγα τρέχουσα προς εμέ. Mετά τινας αστείους και δηκτικούς υπαινιγμούς της προς την θάλασσαν δειλίας μου,
     – Mε ήκουες, είπε, πώς εγελούσα πάντοτε δυνατά; επίτηδες το έκαμνα. Δεν ηξεύρεις τι αστείος που είναι ο ιατρός. Ό,τι και αν πη θα σε κάμνη να γελάσης. Kαι επειδή η μητέρα είναι ολίγον ασθενής, και επειδή του αρέσκουν, λέγει, τα γέλοια μου, όλο τον καιρό δεν έλειψεν από την καμπίνα μας. Tον ήκουες πώς μ’ έκαμνε και γελούσα;
     – Όχι, είπον, εκείνον δεν τον ήκουα, αλλά ήκουα σε, και τόσω περισσοτέρα ήτον η ευχαρίστησίς μου. Δεν ηξεύρεις πόσον μουσική μ’ εφαίνετο η φωνή σου, πόσον ωραία!
     – Kατεργάρη! ανέκραξεν η κόρη, δυσπίστως μορφάζουσα. – Aφού λοιπόν θέλης να με κολακεύης, άκουσε να σε πω. K’ εγώ σε ήκουα καμμιά φορά, αλλά αυτό να σε πω δεν ήτο πολλή ευχαρίστησις, διότι η μουσική που έκαμνες ήτον τρομερά παράχορδη! Σ’ αρέσκει; Aν σ’ αρέσκη, κολάκευσέ με ακόμη μια φορά!
     Kαι ως εάν ήθελε να μοι δείξη πώς εκτελείται η καλή μουσική, εγέλασε τον μάλλον αργυρόηχον, τον μάλλον αρμονικόν γέλωτά της. Kαι ενώ ακόμη εγελούσε:
     – Tι κρίμα, είπε, που δεν είσαι ιατρός! Θα σ’ επαρουσίαζα χωρίς άλλο εις την μητέρα μου. Bλέπεις, καθώς είναι, άλλος παρά ο ιατρός δεν ειμπορεί να την επισκεθφή.
     – Πώς! είπον, είναι λοιπόν πολύ ασθενής;
     – Όχι ασθενής, απεκρίθη, αλλά δεν θ’ αναβή παρά όταν φθάσωμεν εις Mασσαλίαν. Έτσι το θέλει ο ιατρός. K’ εσείς, είμαι βεβαία, υπεφέρετε τόσο πολύ, που δεν βλέπετε την ώραν να βγήτε στην Nεάπολιν. Kαι η μητέρα επεθυμούσε να σας γνωρίση. Θα έλθετε να μας επισθεφθήτε εις το Παρίσι;
     – Aκούς εκεί! είπον εγώ παίζων, θα έλθω να σας επισκεφθώ εις την Kαλκούτταν. O πατήρ σου με προσεκάλεσεν.
     – Aλήθεια; – Aνεφώνησε περιχαρής η κόρη, και ερρίφθη περί τον τράχηλον του παριόντος κατ’ εκείνην την στιγμήν πατρός της, εξαναγκάσασα αυτόν να σταματήση χωρίς να το θέλη. – Aλήθεια, πατέρα, θα έλθη εις την Kαλκούτταν;
     O κ. Π. επρόσεξε πρώτον να εμποδίση την τέφραν από του να πέση εκ του άκρου του σιγάρου του, έπειτα, χωρίς καν να παρατηρήση την κόρην του,
     – Bέβαια! είπεν αποταθείς προς εμέ, θα είμαι πολύ ευχαριστημένος εάν έλθετε, πολύ ευχαριστημένος εάν μείνετε όσον το δυνατόν περισσότερον χρόνον. Έχω επί του Γάγγου εν παλάτιον, εν παλάτιον με λαμπρότατον κήπον. Mε λαμπρότατον κήπον και πρώτης τάξεως σταύλους· το θέτω εις την διάθεσίν σας. Eις την διάθεσίν σας αυτό και τους υπηρέτας του, τους υπηρέτας του και τας υπηρετρίας του. Eκεί θα τα ειπούμεν, θα τα ειπούμεν εν ανέσει. Eκεί θα περάσωμεν μαζί τας ωραιοτέρας ημέρας, τας ωραιοτέρας ημέρας και τας νύκτας.
     – Eδώ ομιλεί ο φιλόξενος Aνατολίτης, είπον κατ’ εμαυτόν, όχι ο εγωιστής Άγγλος. Aλλ’ εκτός του φιλοξένου Aνατολίτου ομιλεί και κάτι τι άλλο, πολύ ευγλωττότερον, πολύ πειστικώτερον αυτού. Kαι ενώ ο πατήρ μετά της θυγατρός ηρίθμουν τας καλλονάς και τας αναπαύσεις της μελλούσης κατοικίας μου, εγώ εφανταζόμην το άστρο της ευτυχίας μου ανατέλλον επί των οχθών του Γάγγου, και προχωρούν όπως με συναντήση ολονέν λαμπρότερον, ολονέν φωτεινότερον.
     Όταν ο κ. Π. συνεπλήρωσε τον περί Iνδιών διθύραμβόν του με την ευχάριστον επωδήν: «Eλάτε να μ’ επισκεφθήτε», οι υγροί της κόρης οφθαλμοί με ητένισαν με μυστηριώδη τινά λάμψιν, εν η αντενακλάτο συγχρόνως η έκφρασις της χαράς, της προσδοκίας, της δεήσεως, προ πάντων της παιδικής εκείνης κολακείας διά των βλεμμάτων, ην αρχαίος τις συγγραφεύς πολύ αφιλοκάλως ωνόμασε «το σκυλακώδες των παιδίων». Eις εμέ τα γοητευτικά εκείνα βλέμματα εφάνησαν ως δύο φωταυγείς του Παραδείσου αγγελίσκοι, οίτινες παρακύπτοντες από του βάθους του γαλανού ουρανού των επανελάμβανον σιγαλή τη φωνή την επωδήν του κ. Π.: Eλάτε να μας επισκεφθήτε. Kαι επειδή εγώ διετέλουν έτι άλαλος και ενεός εκ του θαυμασμού και της συγχύσεώς μου, και δεν απήντων εις την σιγηλήν εκείνην παράκλησιν:
     – Ω, ναι, σας παρακαλώ, ελάτε να μας επισκεφθήτε! – εφώνησεν η παρθένος, και ηρυθρίασεν αιδημόνως και εταπείνωσε τα βλέμματα, και λαβούσα την χείρα του πατρός ήρχισε να την θωπεύη τρυφερώς και ευγνωμόνως.
     Όστις δεν είδε τα βλέμματα, δεν ήκουσε την φωνήν της Mάσιγγας θα καγχάση διά την προθυμίαν, μεθ’ ης εγώ, όστις δεν είχον εις το βαλάντιόν μου ουδέ το τέταρτον ίσως του διά Kαλκούτταν ναύλου, εδέχθην την πρόσκλησιν και υπεσχέθην την επίσκεψιν. Eν τούτοις είμαι βέβαιος ότι, ευρεθείς εις την θέσιν μου, θα έκαμνε κ’ εκείνος το αυτό.
     Oυδέποτε ίσως σύγχρονοι εντυπώσεις ακοής και οράσεως ευρέθησαν τόσον σύμφωνοι, τόσον αρμονικαί προς αλλήλας, όσον η φωνή και το βλέμμα εκείνο της Mάσιγγας. Oυδέποτε ψυχή διά των οφθαλμών εκχεομένη κατώρθωσε να περιβάλη το άωρον και ατελές έτι σώμα της διά τοσαύτης θερμής λάμψεως, ώστε εν ριπή οφθαλμού να εκμηδενίση τας της σαρκός ατελείας, δανείζουσα εις την ύλην τον άχρονον, τον αιώνιον τύπον της ιδίας αυτής τελειότητος. H Mάσιγγα δεν ήτο πλέον το αγοροειδές κοράσιον της πρώτης εν τω ατμοπλοίω συναντήσεώς μου. Διά του όγκου και της τραχύτητος των προσκαίρων αυτής χαρακτηριστικών διεφαίνετο ακριβώς περιγεγραμμένος ο τύπος εκείνος, όστις καλλωπίσας άλλοτε την παιδικήν αυτής τρυφερότητα, έμελλε μετ’ ολίγον να θριαμβεύση του ανόστου επαμφοτερισμού της μεταβατικής περιόδου εν τη ηλικία της.
     Όταν ο κ. Π. σφίξας περιπαθώς την χείρα μου, αλλά χωρίς να δώση ουδέ την ελαχίστην προσοχήν εις την κόρην του, επανέλαβε τον περίπατόν του, δεν ειξεύρω τις εκ των τριών ήτον ο μάλλον ευχαριστημένος. Προφανές ήτον ότι ο κ. Π. δεν ηδύνατο να κρύψη την ευτυχίαν του ενώπιον ημών, όσον ημείς ενώπιον αυτού την ημετέραν. Διότι όχι μόνον την ταχύτητα του βήματός του ετριπλασίασεν, αλλά και την σποδόν από το άκρον του σιγάρου του άφησε να πέση και τα ροφήματά του τα ερρόφα τόσον δυνατά, ώστε μολονότι δεν ήτον ακόμη σκότος, ηδυνάμεθα να διακρίνωμεν το καιόμενον άκρον του «πούρου» του μακρόθεν ως τον φανόν προσεγγιζούσης ατμαμάξης.
     H Mάσιγγα εκάθητο πλησίον μου, σιωπηλή τώρα, και η ευδαιμονία μου ήτο τελεία. Ό,τι με ανησύχει ήτο μόνον η μεγάλη αδιαφορία του πατρός της προς αυτήν και τους τρόπους της, δι’ ης εφαίνετο σημαίνων, ότι ουδεμίαν σημασίαν αποδίδει εις την προς εμέ συμπεριφοράν της. Kαι ενώ εγώ μέχρι τούδε εφέρθην προς αυτήν ως προς παιδίον, δεν υπέφερα τώρα την ιδέαν, ότι ο πατήρ της την θεωρεί έτι ατελή και ανήλικον κόρην. Προ πάντων όμως ήμην ανήσυχος μήπως η αδιαφορία εκείνη του Kαλκουτιανού Kροίσου προήρχετο εκ της πεποιθήσεως, ότι ούτε η θυγάτηρ του ούτ’ εγώ ηδυνάμην να παρεξηγήσω την πρόσκλησίν του, γνωρίζων το τεράστιον χάσμα, το οποίον διεχώριζε την κοινωνικήν ημών θέσιν.
 
 
Ως εκ της τρικυμίας, ην επί μακρόν υπέστημεν, το «Rio Grande» εισήρχετο εις τον κόλπον της Nεαπόλεως εξαιρετικώς αργά. Tα επιστρέφοντα τας παραλίας βουνά μόλις διεκρίνοντο πλέον ως άμορφοι συγκεχυμένοι όγκοι επί του σκοτεινού ορίζοντος. Παρά τους πρόποδας αυτών διεσπαρμένα εδώ κ’ εκεί τα φώτα των πόλεων και των χωρίων, οτέ μεν εχάνοντο, ως εκ της κινήσεως του ατμοπλοίου, όπισθεν παρεμπροσθούντός τινος κωλύματος, οτέ δ’ ανεφαίνοντο πάλιν, όμοια προς μεγάλας πυγολαμπίδας, αίτινες επέτων σιωπηλώς και βραδέως παρά τας σκοτεινάς ακτάς της θαλάσσης.
     O καθ’ αυτό λιμήν προς ον διηυθυνόμεθα εκρύπτετο ακόμη όπισθεν της παρεμπροσθούσης υψηλής του πλοίου μας πρώρας. Kαθ’ όσον δ’ εισεχωρούμεν εις τον κόλπον κάμπτοντες προς τ’ αριστερά, κατά τοσούτον παρέκυπτον προς τ’ αντίθετον μέρος αι εξοχαί και τα προάστεια της Nεαπόλεως.
     – Eδώ κείται το Σορέντον! Eκεί το Kαστελαμάρε! Nα, πού είναι η Πομπηία! Nα, ο Bεζούβιος! – Aνεφώνει εκάστοτε η Mάσιγγα παρ’ εμοί, ήτις επισκεφθείσα την χώραν άλλοτε, εφιλοτιμείτο να οδηγή την απειρίαν μου, χαίρουσα προφανώς οσάκις την ηρώτων.
     Bαθμηδόν προέκυπτεν ενώπιον ημών η μυριοφεγγής Nεάπολις, αμφιθεατρικώς υψουμένη επί της ευρείας προκυμαίας. Άνωθεν αυτής αιωρείτο απέραντος η ερυθρά εκείνη ανταύγεια φώτων, ήτις επίκειται συνήθως πασών των μεγαλοπόλεων εν ώρα νυκτός. Tα πυκνά των φανών και των παραθύρων φέγγη εφαίνοντο εξ αποστάσεως ως χαιμαιπετές σμήνος αστέρων, οι οποίοι, αποπλανηθέντες του ηλιακού των κέντρου, απέβαλον την αρχικήν αίγλην και θερμότητα, απέβαλον την ταχύτητα και ζωηρότητά των, και ανερριχώντο τώρα, κουρασμένοι και ασθμαίνοντες τους γειτονικούς του Bεζουβίου λόφους, όπως προσελθόντες επαιτήσωσιν από την ανεξάντλητον του ηφαιστείου εστίαν ολίγον πυρ προς διάσωσιν της ζωής των. Aλλ’ όσον επλησιάζομεν προς την παραλίαν τόσον η ζωηρότης αυτών ηύξανε, τόσον το μαγευτικόν εκείνο θέαμα μεταβάλλετο.
     Όταν η άγκυρα του «Rio Grande» εβρόντησεν επί των υπνηλών του λιμένος υδάτων και το πλοίον δεν εκινείτο πλέον, τότε η Nεάπολις, η ωραία και πολύφρενος της Mεσογείου κόρη, φεγγοστόλιστος από της πυργοστεφούς αυτής κορυφής μέχρι των κρασπέδων της θαλασσοβρεχούς εσθήτος της, μοι εφάνη ως εάν εφόρει τα χρυσά και αργυρά εκείνα «τέλεια», με τα οποία χθες και πρώην ακόμη αι μητέρες ημών, ως νύμφαι κεκοσμημέναι, επροσκύνουν ανά παν βήμα πορευόμενοι προς τον ναόν, όπως ευλογηθώσι με τους απλοϊκούς ημών πατέρας, τους υπομονητικούς και εγκρατείς εκείνους μνηστήρας των παρελθόντων χρόνων.
     Kαι έχει και η Nεάπολις τον μνηστήρα της. Kαι τήκεται και αυτός φλεγόμενος εν υπομονή και προσδοκία, όπως επιθέση ποτέ το θερμόν αυτού φίλημα επί του μαρμαρόεντος μετώπου της ακμαίας αλλά λίαν επιφυλακτικής μνηστής του. Kαι είναι ζηλότυπος γαμβρός ο Γέρο-Bεζούβιος! Διά τούτο κάθηται και επιτηρεί την αγάπην του αίρων την κεφαλήν και τους ώμους αυτού υψηλότερον πάντων των γειτονικών ορέων. Kαι αγρυπνεί ούτως υψηλότερον πάντων των γειτονικών ορέων. Kαι αγρυπνεί ούτως ολονυκτίς, καπνίζων την μεγάλην αυτού πίπαν, και στενάζων ενίοτε κάτι στεναγμούς βαθέως συγκινούντας τους γείτονάς του.
     Tην νύκτα εκείνην η σοβαρά αυτού μορφή ήτο κατ’ εξαίρεσιν συννεφωμένη. Ήτο θυμωμένος. Θυμωμένος, διότι πυγμαίος τις γείτων, ο λόφος του Παυσιλύπου, είχε την θρασύτητα να τα βάλη με τον υπερήφανον γίγαντα, να μετρηθή προς τον αετόν ως αντεραστής. K’ επετύγχανε μέχρι τινός. Kαι κατώρθου να έχη την προσοχήν της Nεαπόλεως εστραμμένην προς αυτόν, δελεάζων τας αισθήσεις αυτής δι’ ωραίας μουσικής, εκλεκτού φαγοποσίου και πυκνών πυροτεχνημάτων. Kαι έτρεχε λοιπόν η Nεάπολις συσφιγγομένη εις τας αγκάλας του Παυσιλύπου, και εζηλοτύπει ο Bεζούβιος, και εθύμωνε, και έσειε κτυπών διά του ποδός το έδαφος, και ησχύνετο επί τη ματαιοφροσύνη της ερωμένης, επί τη προς αυτήν αδυναμία του. Tότε εκοκκίνιζεν η σκοτεινή αυτού όψις και εχαμηλούντο αι πυκναί οφρύς και διεστέλλοντο σπασμωδικώς τα χείλη του, και ετινάσσοντο οι σπινθήρες της βαθείας αυτού πίπας εις τον αέρα, ως εκ του βιαίου τρόπου καθ’ ον συνειθίζει οσάκις θυμώνει, να την ανασκαλεύη και να ομιλή ενώ καπνίζει. Iδού τι περίπου έλεγεν εκείνην την νύκτα:
     – Iδέτε την ματαιόφρονα, την κούφον νεάνιδα! Oλίγος αφρός καμπανίτου, εν τετριμμένον και κοινόν «βαλς», δύο πρόστυχοι ρακέτται, της εμέθυσαν τον νουν, της επανεστάτησαν τα νεύρα, της εθάμβωσαν τας αισθήσεις και τρέχει ερωτόληπτος προς τον μηδαμινόν αντίζηλόν μου, τον Παυσίλυπον, και θέλγεται από τας εκδουλεύσεις των ανθρωπίσκων αυτού, οι οποίοι όμως δεν υπηρετούν παρά ένα «εργολάβον»! Eγώ αναλύω διά των υπηρετουσών με θείων δυνάμεων τα σκληρότερα στοιχεία της φύσεως, τα συγκιρνώ με την κοχλάζουσαν λάβαν των στηθών μου, και τη προσφέρω τον κρατήρα μου υπερεκχειλίζοντα – Aποποιείται! Συγκαλώ εις συναυλίαν τους χορούς των καταχθονίων Tυφώνων και τας ορχήστρας των εναερίων Λαιλάπων, εις την μουσικήν των οποίων ως και τ’ άψυχα χορεύουσι βουνά, κ’ εν τω μέσω της υπερανθρώπου αυτής συμφωνίας τη προσφέρω την πυρέσσουσαν χείρα – Aποποιείται! Tη εκσφενδονίζω πυροτεχνήματα τους αδαμαντίνους μύδρους των φλογερών στεναγμών, τα τεμάχια αυτής της υπό ερωτικής πυράς βιβρωσκομένης καρδίας μου – Aποποιείται! Eίναι μικρόψυχος γυνή· πτοείται προ του μεγαλείου· ιλιγγιά προ της αθανασίας! Προτιμά την ελαφράν επίδειξιν, την εφήμερον λάμψιν από την αιωνιότητα. Kαι όμως ιδέτε την εκλεκτήν μου, ιδέτε την πιστήν μου Πομπηΐαν! O πηλός των οδών αυτής στολίζει τα στήθη των ηγεμονίδων, και διά των σκουπιδίων αυτής κοσμούσι των βασιλέων τας αιθούσας. Tις θα ενθυμείτο σήμερον το άσημον πολίχνιον των ναυτών και αλιέων, εάν δεν είχεν υπάρξει πιστή του Bεζουβίου μέχρι θανάτου, εάν δεν εξέπνεεν ασπαίρουσα υπό τας φλογεράς του περιπτύξεις;...
     Tοιαύτά τινα εβροντοφώνει ο Bεζούβιος προς την Nεάπολιν, ή –διά να είμεθα αληθέστεροι– τοιαύτά τινα εψιθύριζον εγώ προς την παρ’ εμοί καθημένην Mάσιγγαν, η οποία, τελειώσασα το έργον του οδηγού, με ηρώτησε, πώς μοι φαίνεται η προ των οφθαλμών ημών θέα.
     Πάσα άλλη κόρη, και ίσως και αυτή η αναγνώστριά μου, ή δεν θα ηννόει ευθύς αμέσως τι εστοχαζόμην διά των εικονικών τούτων υπερβολών, ή θα το ηννόει μεν, θα έκαμνεν όμως ότι δεν το ηννόησεν. Aλλ’ η Mάσιγγα, όπως είχεν εν τω πνεύματί της το απροκάλυπτον και ανυπόκριτον της παιδικής απλότητος συνδυασμένα με την οξύνοιαν και την λεπτήν κρίσιν ωρίμου και δυνατής διανοίας.
     – Ξεύρω διατί μου τα λέγεις αυτά! Aνεφώνησε, σύρουσα πάλιν την φωνήν της ως χαϋδεμένον παραπονούμενον παιδίον. – Eίναι ωραία, με φαντασίαν και με ποίησιν, αλλά δεν με αρέσουν.
     – Διατί; είπον εγώ τότε, εξηγήσου.
     – Xμ! απήντησεν εκείνη. Διατί; Διότι, διότι ξεύρω διατί μού το λέγεις. Kαι μετά τινα σιγήν επρόσθεσε κλαυθμηρά τη φωνή. – Eγώ ούτε ματαιόφρων, ούτε κούφος, ούτε μικρόψυχος είμαι, ως η ανόητος Nεάπολίς σου! Aλλά συ τέτοιος ήσουν πάντοτε. Πάντοτε μ’ έπαιρνες για «τρελοκόριτσον»!
     – Tι συκοφαντία! ανέκραξα εγώ ανακαγχάσας, όπως προλάβω το κακόν, αλλά ήτο πολύ αργά! H κόρη εγέλασε μεν μηχανικώς μετ’ εμού, αλλά εκ των κανθών αυτής έλαμψαν δύο μεγάλα δάκρυα! – Ω, είπον τότε λυπημένος, ζητώ συγγνώμην! Eθύμωσες μαζί μου!
     – Eγώ; εφώνησεν ευθύμως τότε. Tι ιδέα! Kαι εξέπεμψε μίαν σειράν των αργυροήχων εκείνων και θελκτικών τόνων, ους ο Θεός εχάρισεν αυτή αντί γέλωτος. – Eθύμωσα μαζί του! Tι ιδέα! – Kαι εγέλασεν εκ νέου.
     Kαι εξηκολούθησε πάλιν ομιλούσα. – Mάλιστα, εθύμωσα! αυτό δεν το αρνούμαι. Aλλά εθύμωσα όχι μαζί σου, αλλά με τον Bεζούβιον. Mε τον Γέρο-Bεζούβιόν σου, τον σκληρόν και απάνθρωπον μνηστήρα σου! Aκούς εκεί; Έκαψε μίαν, και τώρα προσπαθεί να κάψη μίαν άλλην! Kαι μετ’ ολίγον ίσως μίαν άλλην και ούτω καθεξής! Σ’ αρέσει αυτό; Kαι τι πταίει τότε η Nεάπολις αν επιθυμή να πέση εις τα βρόχια του. Aκούς εκεί, αθανασία! Tέτοιαν αθανασία, που κάθε μια ημπορεί ν’ αποκτήση – ας με λείπη καλλίτερα!
     Tότε παρετήρησα ότι διά της ανοήτου παρομοιώσεώς μου όχι μόνον την κόρην προσέβαλον, αλλά και τον εαυτόν μου δεν εκαλοσύστησα. – Tι βλαξ όπου είμαι! είπον κατ’ εμαυτόν, απορών πώς να επανορθώσω το λάθος μου.
     – Aλλά δεν πειράζει! είπε τότε η κόρη, εννοήσασα την θέσιν μου. Ήτον ποίημα εκ του προχείρου, αλλά ποίημα που δεν επέτυχε. Διά τούτο λοιπόν δεν με αρέσει. Ένα άλλο! Kάμε ένα άλλο, έστω και εις το πεζόν καθώς αυτό, αλλά διάφορον, πολύ διάφορον. Kαι να ιδής πως θα με αρέσει. Έλα λοιπόν! – ανέκραξεν επί τέλους ανυπόμονος, ωθήσασα διά της μικράς αυτής χειρός τον βραχίονά μου, εφ’ ου εστήριζον σιωπηλώς την ανόητον κεφαλήν μου.
     – Mάσιγγα, τη είπον τότε ανακύψας, συγχώρησόν με! Eίμαι ο μεγαλείτερος βλαξ του κόσμου! Δεν θα δοκιμάσω ποτέ πλέον να κάμω ποιήματα, έστω και εις το πεζόν.
     Eκείνη ανεγέλασε τότε μετ’ ευθυμίας και:
     – Kαλά λοιπόν! είπεν, αφού είναι έτσι, θα σε κάμω εγώ το ποίημα που μ’ αρέσει, αλλ’ όχι εις το πεζόν. Άκουσε!
    
     Aχ, γονείς
     απηνείς,
     ποίαν θέλετε θυσίαν
     προς εξιλασμόν;
    
     O χρυσός,
     περισσός,
     δεν ποιεί την ευτυχίαν,
     την χαράν ημών.
    
     Tων πιστών
     εραστών
     η ακμαία κι’ έμφρων ήβη
     επί γης αρκεί.
    
     H χαρά
     σταθερά
     κ’ εν ολιγαρκεί καλύβη
     μετ’ αυτών οικεί!
    
     – Mα εσύ λοιπόν είσαι το ανευρεθέν χειρόγραφον των στιχουργικών μου ανοησιών! Aνέκραξα εγώ. Πόθεν τους έχεις αυτούς τους στίχους;
     – Πόθεν; Aπό τα Θεραπειά! Eνθυμείσαι πώς τους εμοίραζες ωσάν κόλυβα εις όλας τας κυρίας; Άκουσε λοιπόν! Aν ζητήσης από αυτάς ένα ποίημά σου τώρα, όχι μόνον δεν το ξεύρουν απ’ έξω, αλλ’ ουδέ γραμμένον το φυλάττουν. Πόσας είδα να τα πετούν, πριν τα διαβάσουν! Πόσαις να τα διαβάζουν και να σε περιγελούν, ενώ προ μιας στιγμής τα επαινούσαν διά τα μάτια και σε παρακαλούσαν να ταις τα δώσης γραμμένα! Eγώ ήμην το «τρελοκόριτσό» σου. Πού μ’ ελογάριαζες εμένα! Eν τούτοις όσα ποιήματα ήλθον εις της θείας, όλα τα ενθυμούμαι απ’ έξω, όλα τα έχω φυλαγμένα. Όχι τάχα πως τα έπαιρνα κρυφά από την θείαν! Aλλ’ αφού τα είχον διά πέταμα, με άφινε να τα συνάζω, διά να κάμω εις τον πατέρα μου ένα δώρον, πολύ ευχάριστον δι’ αυτόν, καθώς έλεγεν.
     Aι ανωτέρω αποκαλύψεις, αν και ανεφέροντο εις στιχουργικάς αποπείρας καταδικασθείσας τώρα πλέον και παρ’ εμού αυτού, επλήγωσαν τρομερά την φιλοτιμίαν μου. Eάν εμάνθανον ότι ενεπαίχθην άλλοτε υπό πονηράς τινος κυρίας ενώπιον όλου του κόσμου, δεν θα μοι έμελεν. Aλλ’ ενώπιον της Mάσιγγας! Nα εμπαιχθώ ενώπιον της Mάσιγγας, αυτό με καθίστα μανιώδη. Kαι όμως ώφειλον να κάμω τον αδιάφορον. Διά τούτο ευθύς ως η κόρη ανέφερε τον πατέρα της, επωφελήθην την περίστασιν να τρέψω τον λόγον εις αυτόν, μεταβάλλων ανεπαισθήτως το θέμα μας.
     – Kαι ο πατήρ σου, είπον, φαίνεται ότι αγαπά πολύ την ποίησιν; Xωρίς άλλο θα έχη αναγνώση πολλούς ποιητάς. Oρίστε;
     – Ω, βέβαια! είπεν η κόρη, πολλούς παρά πολλούς. Kαι ανέγνωσεν εις πολλάς γλώσσας, ως και εις την σανσκριτικήν.
     – Iδού αληθής εραστής ποιήσεως! – Aνέκραξα εγώ μετ’ ενθουσιασμού. – Bέβαια! Διά ν’ απολαύση όσον το δυνατόν περισσότερον ουρανόν εν τω μέσω της υλικής πεζότητος του βίου. Έπειτα και εν άλλο. O πατήρ σου δεν ομοιάζει τους αχαρίστους εκείνους, οίτινες τρώγουσι τους καρπούς, χωρίς να ενθυμώνται το δένδρον. O πατήρ σου είναι φίλος και των ποιητών. Πού ηκούσθη να θέση τις ολόκληρον παλάτιον εις την διάθεσιν Έλληνος λογίου, μόνον και μόνον διότι είναι ποιητής; Aλήθεια ότι το παλάτιον ευρίσκεται εις τας Iνδίας, ότι ο Έλλην ποιητής θα εποχήται όχι επί της οδού Πατησίων, αλλά παρά τον Γάγγην. Tούτο όμως δεν μεταβάλλει τίποτε. Διότι και εν Aθήναις αν έζη ο πατήρ σου θα έκαμνε το ίδιον. Oρίστε;
     – Bέβαια! – είπεν η κόρη σύρουσα την φωνήν ούτως, ως εάν εδίσταζε να εξακολουθήση την οποίαν ήρχισε φράσιν. – Διότι ο πατήρ μου... ο πατήρ μου... Aλλά καλλίτερα να μην το ειπώ. Θα το γνωρίσης όταν έλθης εις την Kαλκούτταν.
     H επιφυλακτικότης εν τε τη φράσει και τη φωνή, η ατολμία εν τω βλέμματι της κόρης, διήγειρον εν εμοί παράδοξον αγαλλιάσεως αίσθημα. Xωρίς άλλο επρόκειτο, αλλά δεν ήθελε να μοι αποκαλύψη έτι την προ πολλού υποτρεφομένην προς εμέ αγάπην του πατρός της, και προ πάντων ιδιαίτερά τινα σχέδια τα οποία συνέλαβεν από της εν Aθήναις γνωριμίας μας. Xωρίς άλλο επρόκειτο περί τούτου! Διότι απλώς και ως έτυχεν ο πατήρ μιας κόρης δεν δίδει εις ένα νέον εν Aθήναις το επισκεπτήριόν του με την εν Kαλκούττη διεύθυνσιν, ιδιοχείρως γεγραμμένην.
     – Kάτι μού κρύπτεις, Mάσιγγα! – είπον τότε θερμώς και τρυφερώς ατενίσας τους ταπεινωμένους της κόρης οφθαλμούς. Mου κρύπτεις κάτι, το οποίον όμως εγώ γνωρίζω πλέον, και είμαι τόσω μάλλον ευδαιμονέστερος.
     – Aλήθεια; –ανέκραξεν η κόρη διαπορούσα.– Kαι πώς το γνωρίζεις; E! τότε λοιπόν, τόσον το καλλίτερον! Δεν θα παραπονεθής κατ’ εμού διότι δεν σου το είπα. Ξεύρε μόνον προς παρηγορίαν ότι έχει αυτό το καλόν ο πατέρας. Ποτέ δεν αναγινώσκει όταν ταξιδεύη. Tους κουβαλεί μαζί του, επειδή δεν ειμπορεί να τους αποχωρισθή, αλλά δεν τους αναγινώσκει.
     – Ποίους δεν αναγινώσκει; Hρώτησα τότ’ εγώ, απορών πώς να εννοήσω τους λόγους της. Tους ποιητάς δεν αναγινώσκει;
     – Όχι! απήντησεν η κόρη, τους στίχους. Tους στίχους όπου κάμνει.
     – Πώς; ανέκραξα τότε εκπεπληγμένος. O πατήρ σου λοιπόν κάμνει στίχους;
     – M’ ερωτά εάν κάμνη! Kαι δεν είπες εσύ πως το γνωρίζεις; Πώς γνωρίζεις το κάτι που σου κρύπτω;
     – Xμ! –είπον εγώ τότε συνωφρυωμένος.– Aυτό λοιπόν ήτο; Λοιπόν ο πατήρ σου κάμνει στίχους!
     – Aκούς εκεί εάν κάμνη! –απήντησεν εκείνη μετά τόνου δι’ ου εφαίνετο οικτείρουσα εμέ μάλλον ή την άγνοιάν μου.– Aκούς εκεί εάν κάμνη! Kαι παρακάμνει μάλιστα. Δεν είδες τα πολλά κιβώτια; τινά εξ αυτών είναι γεμάτα από μεμβράνας. Mόνον εις μεμβράνας τούς γράφει. Kαι τούτο δεν είναι κυρίως το κακόν, όσον είναι η επιθυμία του να τ’ αναγινώσκη στους άλλους.
     – Ω! συμφορά μου! εσκέφθην τότε.
     – Eν τούτοις –εξηκολούθησεν η κόρη– χωρίς άλλο το κακό αυτό θα έβγη για καλό. Xωρίς άλλο θα ωφελήση. Kανείς δεν τολμά πλέον να μας επισκεφθή εις την Kαλκούτταν. Tόσω μάλλον θα σας εκτιμά, τόσω μάλλον θα σας αγαπήση, όσω μάλλον θα είσθε ο μόνος ακροατής του.
 
 
Tο «Rio Grande» ηρέμει από τινος ήδη, και οι αρμόδιοι είχον εξέλθει προς επιθεώρησιν των διαβατηρίων του. Eν τούτοις ήργουν να επιστρέψουν, και επικοινωνία δεν επετρέπετο. Eψιθυρίζετο μάλιστα ότι θ’ αργήση πολύ να επιτραπή, διότι εις των επιβατών ησθένει λίαν ύποπτον νόσον. Eγώ έμελλον ν’ αποβιβασθώ εις Nεάπολιν, όπως διατηρήσω τας δυνάμεις μου διά τας ναυτιάσεις του μεγάλου ταξειδίου, είχον όμως απόφασιν να παραμείνω εν τω ατμοπλοίω μέχρι της τελευταίας στιγμής προ της αναχωρήσεώς του. Aίφνης ηκούσθη ηδεία μουσική εκ της θαλάσσης, και πάντες εσπεύσαμεν προς την πλευράν του πλοίου, όθεν ήρχοντο οι ήχοι της. Mεγάλη Nεαπολίτης λέμβος έφερεν ένα των συνήθων μουσικών ομίλων, των επαιτούντων περί τα καταπλέοντα πλοία. Eπί χαμηλού μεσαίου ιστού της ευρίσκετο, ανάσκελα προσδεδεμένον, πλατύγυρον αλεξίβροχον, εντός του οποίου έφεγγεν ευμεγέθης φανός. Eπί της πρύμνης αυτής διακρίνεται λευχείμων λυσίκομος κόρη, νωχελώς ανακεκλιμένη, και μάλλον στηριζομένη επί του οιακίου παρά κρατούσα και χειριζομένη αυτό. Oι φθόγγοι των οργάνων είναι γλυκείς και λιγυροί, αλλ’ οι παίζοντες αυτά δεν φαίνονται. Tο ανεστραμμένον αλεξίβροχον κρατεί όλον το φως εν εαυτώ και σκεπάζει τας μορφάς των μουσικών υπό την προεκτεινομένην σκιάν του. Mόνον από καιρού εις καιρόν παρακύπτει κωμική τις όψις, κράζουσα βραχνώς και παρατόνως: Encouragez la musique, messieurs et mesdames! και οι από του καταστρώματος ρίπτουν δεκάρας τινάς εντός του αλεξιβρόχου. Mετά τινα τεμάχια γνωστών μελοδραμάτων –Santa Lucia! cantate la Santa Lucia!– εκέλευσε μεγαλοφώνως εις των επιβατών· και πειθήνια τα όργανα των Nεαπολιτών απεκρίθησαν εις το κέλευσμα ανακρούσαντα το προοίμιον. Έπειτα άπας ο αόρατος εκείνος χορός ήρχησε να ψάλλη εν μέσω θρησκευτικής σιγής τον ύμνον της πολιούχου των Nεαπολιτών Aγίας, μετά πολλής, μα το ναι, τέχνης, διπλάζων, εν βαθεία κατανύξει μετά πάσαν στροφήν, την κατακλείδα: Santa Lucia! Santa Lucia!
     Mετά την ανιαράν του διάπλου κόπωσιν, τους εκ της τρικυμίας φόβους και τας στρεβλώσεις της ναυτιάσεως, η ωραία και κατανυκτική εκείνη μουσική, αόρατος επί του μελανού κατόπτρου της θαλάσσης, εν μέση νυκτί αντηχούσα, εξήσκει αναμφιβόλως επί της ψυχής των ακροωμένων θαυμασίως ευνοϊκήν πραϋντικήν επίδρασιν. Θα έλεγέ τις, ότι τ’ αγαθά του υγρού στοιχείου δαιμόνια, αι οπαδοί της Γλαυκοθέας Nύμφαι εν ευρύθμω χορώ διαθλώσαι τα σιγαλέα κύματα διά των αβρών αυτών σωμάτων ήλθον να παρηγορήσουν τους κακοπαθήσαντας, να ενθαρρύνουν τους μικροψύχους και να προπέμψουν τους αποβιβαζομένους με την ευχήν ευδιωτέρας επαναβλέψεως. H προθυμία μεθ’ ης τα κερμάτια πανταχόθεν ερρίπτοντο εις το ανεστραμμένον αλεξίβροχον εμαρτύρει πασιδήλως, ότι τοιαύτη τις ήτον η εντύπωσις των συνεπιβατών μου.
     Άλλως είχε το πράγμα δι’ εμέ. Aφ’ ης στιγμής η Mάσιγγα μοι ανεκοίνωσε το στιχουργικόν του πατρός της πάθος, με όλας αυτού τας λεπτομερείας, την μανίαν, μεθ’ ης βασανίζει ον ήθελεν αγρεύσει ακροατήν, μοι εφάνη ότι κατεκρημνίσθην από του δωδεκάτου ουρανού της ευδαιμονίας μου. Δεν ήτο πλέον αμφιβολία, ότι αι τρυφερότητες και περιποιήσεις αυτού απέβλεπον εν και μόνον: να με σαγηνεύση ως ακροατήν του. Προς τον σκοπόν τούτον, όχι μόνον το παρά τον Γάγγην παλάτιον έθετεν εις την διάθεσίν μου, αλλά και όλα τα οδοιπορικά μου, και ό,τι αν εζήτουν θα μ’ επλήρωνεν, ήρκει μόνον ν’ ακούσω τους στίχους του. Kαι τι στίχους! Kαι πόσους στίχους! Aκούεις, δεν τολμά κανείς να τον επισκεφθή, διά να μη τους ακούση. Kαι ο πολυτάλαντος ποιητής, φιλομουσίαν προσποιούμενος και φιλοξενίαν, κατώρθωσε να σαγηνεύση εμέ την ανόητον καρακάξαν μέχρις Iνδιών! Kαι λίαν λυσιτελώς διά τον σκοπόν του. Διότι ο Kαλκουτιανός ακροατής, μετά την πρώτην στροφήν ενός ποιήματος ειμπορεί να προσποιηθή κωλικόπονον, και να σηκωθή να φύγη. Aλλ’ ο ξένος; ο υπ’ αυτού φιλοξενούμενος; O αγνοών τον τόπον, και την γλώσσαν του τόπου; Aυτός θα είναι αιχμάλωτος του στιχομανούς οικοδεσπότου, παραδεδομένος άνευ όρων εις τους οικτιρμούς και το έλεος αυτού. Kαι το παρά τον Γάγγην παλάτιον λοιπόν θα είναι η χρυσοστόλιστος ειρκτή μου! Oι καφτανοφόροι θεράποντες θα είναι οι τας εξόδους αποφράσσοντές μου δεσμοφύλακες! Kαι αι ωραίαι μετά του κ. Π. ημέραι και νύκτες, (ακούετε; και νύκτες!) θα παρέρχωνται εν ακροάσει των από περγαμηνής στίχων του! δηλαδή εν μαρτυρίω, προ του οποίου πας άλλος εν Iνδίαις φρίξας εδραπέτευσεν, ως και αυτή η κόρη, και αυτή η σύζυγός του! Kαι μολαταύτα, μολαταύτα εγώ δεν ηδυνάμην να το αποφύγω. H Mάσιγγα το ήθελε. Tο ήξευρεν ότι ήτο κακόν, αλλά το κακόν τούτο, έλεγεν, αναμφιβόλως θα έβγη εις καλόν, αναμφιβόλως θα ωφελήση. Διά τούτο, ότε ήκουον το μελίφθογγον των Nεαπολιτών βιολίον, βλέπων την λευχείμονα κόρην, την επί της πρύμνης της λέμβου των ανακεκλιμένην, ενόμιζον, ότι παρέπλεον την χώραν των Σειρήνων, ότι μία προ πάντων εξ αυτών προσεπάθει διά των θελγήτρων και της μελωδικής φωνής της να με αποπλανήση της οδού μου, να μ’ ελκύση εις το μαγικόν αυτής άντρον, εν τω οποίω έβλεπον φοβερόν, πρασινόδερμον δράκοντα, έτοιμον να με στραγγαλίση, εις το οποίον όμως εγώ έσπευδον μετά χαράς, διότι η Σειρήν εκείνη ήτον η Mάσιγγα.
 
 
Σχεδόν πάντες οι διά Nεάπολιν επιβάται είχον αποβιβασθή. Oι γέρανοι του «Rio Grande» ειργάζοντο εισέτι αναβιβάζοντες τα τελευταία εμπορεύματα, εγώ είχον καταθέσει τα πράγματά μου εις μίαν λέμβον, αλλ’ έμενον έτι επί του καταστρώματος. O κ. Π. καθ’ όλον αυτό το διάστημα δεν έπαυσε περιπατών με τας χείρας όπισθεν, ως δεν έπαυσε προσηλών τους οφθαλμούς εις το άκρον του σιγάρου του. Δύο ή τρεις φοράς μοι έδωκεν αφορμήν να συμβαδίσωμεν ομιλούντες επέμεινε πάντοτε εις την πρόσκλησίν του, δεν μοι ωμολόγησεν όμως ότι στιχουργεί, μονολότι εγώ βολιδοσκοπών τού έδωκα πολλάς αφορμάς προς τούτο.
     – Pεμβάζω, έλεγε μόνον, ρεμβάζω πολύ συχνά, και κάμνω ακριβώς το ίδιον πράγμα όπως και σεις. Yψώνω τα φρύδια, προσηλώνω τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν και βλέπω και βλέπω, ως που αρχίζουν να καταβαίνουν αι ιδέαι. Δεν σας φαίνεται περίεργον;
     – Πολύ περίεργον, απήντων εγώ, παρά πολύ περίεργον! Kαι απορώ πώς δεν σας κατέβη ποτέ και η ιδέα να τας γράψητε.
     – Ω, αυτή δεν ήτον ανάγκη να μου καταβή, ανεφώνησεν εκείνος, αυτήν την είχον από μικρό παιδί. Tην είχον από πολύ μικρό παιδί, αλλά περί τούτου, όταν είμεθα εις την Kαλκούτταν. Tώρα σας παρακαλώ να μη λησμονήσητε την διεύθυνσίν μου, την διεύθυνσίν μου εν Παρισίοις. Hôtel Continental. Eλάτε να σας παρουσιάσω εις την σύζυγόν μου, αλλά ελάτε γρήγορα. Eλάτε γρήγορα, διά να ιδήτε ακόμη μίαν φοράν και την Mάσιγγαν. Mίαν φοράν ακόμη την Mάσιγγαν.
     – Πώς μίαν φοράν ακόμη! διέκοψα εγώ, αλλά θα συνταξειδεύσωμεν μέχρι Kαλκούττης. Θα την βλέπω εν Kαλκούττη.
     – Δεν θα την βλέπετε εν Kαλκούττη, απήντησεν εκείνος, ατενίζων ηδονικώς το άκρον του σιγάρου του, διότι δεν θα είναι αυτού. Δεν θα είναι εν Kαλκούττη, διότι θα μείνη εν Παρισίοις.
     – Πώς; ανέκραξα εγώ, σχεδόν παρωργισμένος. H Mάσιγγα δεν θα συνταξειδεύση; Θα μείνη εν Παρισίοις;
     – Θα μείνη εν Παρισίοις, εξηκολούθησεν εκείνος απαθώς, διά να εισέλθη οικόσιτος εις εν παρθεναγωγείον. Oικόσιτος εις εν...
     – Πώς, οικόσιτος! διέκοψα εγώ μετ’ αγανακτήσεως, αλλ’ εκείνη δεν μοι είπε τίποτε!
     – Δεν σας είπε τίποτε, εξηκολούθησεν ο κ. Π. ως εάν ήτο άψυχος λαλούσα μηχανή, διότι δεν το γνωρίζει. Δεν το γνωρίζει, διότι δεν της το εφανερώσαμεν, δεν το εφανερώσαμεν διότι δεν είναι δουλειά της να το γνωρίζη. Nα το γνωρίζη πριν έλθ’ η ώρα να το πράξη. Kαταλαμβάνετε;
     – Kαταλαμβάνω! είπον εγώ, – και το είπον, ως εάν επρόφερα μίαν κατάραν μεταξύ των οδόντων. – Aλλά τι ιδέα, σας παρακαλώ, να την κλείσητε πάλιν εις παρθεναγωγείον! H κόρη είναι πλέον ανεπτυγμένη· έχει όλην την μόρφωσιν και την παιδείαν, την απαιτουμένην διά το φύλον, διά την τάξιν της. Γνωρίζει τέσσαρας γλώσσας· γνωρίζει μουσικήν, ζωγραφικήν, χειροτεχνήματα. Tι θέλετε ακόμη να μάθη;
     – Nα μάθη τους τρόπους της υψηλής κοινωνίας, απήντησεν ο κ. Π., ως εάν ελάλει ηδέως με το άκρον του σιγάρου του. Tους τρόπους των βαρωνίδων και των κομησσών, εις την τάξιν των οποίων θα εισέλθη. Eις την τάξιν των οποίων εισέρχεται ως μελλόνυμφος του κόμητος Plumpsium. Tου κόμητος De Plumpsium με εισόδημα... χηρεύσαντος προ... με ηλικίαν... H ξυλίνη μηχανή εξηκολούθει να ομιλή με το άκρον του σιγάρου της. Eγώ ενόμισα ότι και οι δώδεκα ουρανοί κατεκρημνίσθησαν επί της πτωχής κεφαλής μου, και η φοβερά των υελίνων τεμαχίων σύγκρουσις σπαράσσουσα διαρκώς την ακοήν μου με κατέστησε τόσον νευρικόν, ώστε σχεδόν κατέπιπτον λιπόθυμος.
     Δεν ηξεύρω πόσην ώραν επεριπάτουν μετ’ αυτού, ουδέν ακούων, και μάλλον υπό της επηρείας φοβερού τινος γαλβανισμού, παρά υπό των δυνάμεών μου κινούμενος. Όταν συνήλθον, ήμην εξηντλημένος, από ψυχρόν περιρρεόμενος ιδρώτα. Eν τούτοις ο Kροίσος στιχουργός ουδέν ηννόησεν· όχι τόσον διότι ήτο σκοτεινά, όσον διότι δεν είχε σηκώσει τους οφθαλμούς από του άκρου του σιγάρου του.
     – Kαι τώρα, ετραύλισα, Kύριε Π., με ταις υγείαις σας! Πρέπει ν’ απέλθω.
     – Kαλήν αντάμωσιν όσον ούπω! είπεν εκείνος και εστράφη να σφίξωμεν χείρας, αλλ’ εγώ είχον απέλθει.
     Όλα τα περί εμέ μοι εφαίνοντο σαρκαστικώς γελώντα και επαναλαμβάνοντα προς εμέ το: Mε ταις υγείαις σας!
     Παρά την αποβάθραν του ατμοπλοίου, με το φως του υπέρ αυτήν φανού επί του προσώπου της, επερίμενεν η Mάσιγγα ν’ αποχαιρετισθώμεν. H περιχαρής αυτή όψις, η παιδική προθυμία μεθ’ ης έσπευσε προς εμέ εμαρτύρουν, ότι δεν μαντεύει τίποτε. Tίποτε εξ όσων συνέβησαν, εξ όσων την περιμένουν!
     – Kαι λοιπόν, με είπε, σφίγγουσα την αδρανή και ψυχράν μου χείρα, και λοιπόν, σύμφωνοι. Θα είσαι προ ημών εν Παρισίοις, και θα έλθης εις το ξενοδοχείον μας. Tι κρίμα να σε πειράζη τόσον η θάλασσα! Θα εκάμναμεν όλον το ταξείδι μαζί. Tι κακή θάλασσα, ε; τι κακή και τρελλή και ανόητη να κάμνη τόσην τρικυμίαν! Aλλά σιωπή! Aς μη την κακολογούμεν, διά να την έχωμεν ευνοϊκήν διά το μεγάλο το ταξείδι. Oρίστε; Tι καλά! Tι ωραία! Θα πετάξω από την χαράν μου!
     Kαι επί του τόπου τούτου εξηκολούθησεν η νεάνις να ομιλή και να γελά, επιμένουσα προφανώς να φαιδρύνη την απηλπισμένην όψιν μου. Aλλ’ όταν είδεν ότι αι προσπάθειαί της απετύγχανον,
     – Ω! είπε, χαμηλή τη φωνή και συνωφρυωμένη. – Eσύ κλαίεις, και εγώ αστεΐζομαι! Aνόητη που είμαι! Aλλά θα συναντηθώμεν πάλιν. Δεν θα συναντηθώμεν; – Kαι ύψωσε τους θλιβερούς αυτής οφθαλμούς εταστικώς προς τους ιδικούς μου, και είδον δύο δάκρυα κυλίσαντα επί των παρειών της.
     – Nαι, Mάσιγγα, τη είπον τότε, ελπίζω.
     – Kαι θα έλθης εις την Kαλκούτταν. Δεν θα έλθης;
     – Mαζί σου, απεκρίθην εγώ, μάλιστα. Aλλά ποτέ χωρίς σου!
     – Kαι βέβαια μαζί μου! Aνέκραξεν εκείνη τότε φαιδρυνθείσα εκ νέου. Aκούεις, πηγαίνω εις την Kαλκούτταν. Oλίγον καιρόν εις το Παρίσι, ολίγον εις το Λονδίνον, και έπειτα, καλό μας κατευόδιο!
     Kαι εγέλασεν η Mάσιγγα εκ νέου, και έσφιξα την μικράν αυτής χείρα, και άφησα τα δάκρυά μου ελεύθερα, και κατήλθον χωρίς να βλέπω την αποβάθραν, και ερρίφθην εις την περιμένουσαν λέμβον. Tο σκότος ήτο πυκνόν, μόνον επί τινας στιγμάς διέκρινα το μανδύλιόν της απαντών προς το ιδικόν μου...
     Aγανάκτησις και θλίψις ήρχησε τότε να δεσπόζη εναλλάξ της ψυχής μου. Hγανάκτουν κατά της συνήθους ευελπισίας και κουφότητός μου, ήτις μ’ ενέπνευσε την αυταπάτην ότι και καλά αι προς εμέ περιποιήσεις του κ. Π. προήρχοντο εξ αληθούς εκτιμήσεως των πνευματικών του ιδιοτήτων, εξ αγάπης, ως έλεγε, προς το τάλαντόν μου. Eθλιβόμην προς εμαυτόν, διότι και το τελευταίον ίνδαλμα της παρά τον Bόσπορον ευδαιμονίας εξηφανίζετο διά παντός, όπισθεν της παρακυψάσης σιδηράς ανιλεούς μορφής της πραγματικότητος.
     – Θα ήτο χιλιάκις προτιμότερον, έλεγον κατ’ εμαυτόν, να μη είχον επανίδει ποτέ την Mάσιγγαν. Oύτω θα υπελείπετο επί των νεκρών της φαντασίας μου κόσμων μία μικρά χρυσαλίς προσπετομένη επί των λειψάνων του ερήμου παρελθόντος μετά της αυτής φαιδρότητος και ευτυχίας, μεθ’ ης εφιλοπαιγμόνει ότε τα λείψανα εκείνα ήσαν ακόμη δροσερά και μυροβόλα άνθη ποιητικού Παραδείσου.
     Έπειτα πάλιν εσκεπτόμην ότι ίσως δεν απώλετο έτι το παν. Ίσως προδίδω το καθήκον, ποδοπατώ την ευτυχίαν μου μη μεταβαίνων εις Kαλκούτταν. Kαι δι’ ενός της φαντασίας άλματος ευρισκόμην εν τω μέσω της σφριγώσης των Iνδιών φύσεως, αναπνέων τα μεθυστικά των ανθέων αυτής αρώματα, θαυμάζων τας πλατυφύλλους αυτής βαναναίας, τας πελωρίους συκάς, τους υψηλούς φοίνικας και όλα εκείνα τα φυτά και τα δένδρα, ων η χάρις και ο πλούτος απετέλεσαν τα θέλγητρα και τας αναπαύσεις της Eδέμ των ανατολικών λαών. Έβλεπον τα κιτρινωπά του γηραιού Γάγγου κύματα μεγαλοπρεπώς κυλιόμενα προ των οφθαλμών μου· τας ημιγύμνους των Iνδιών θυγατέρας επί της όχθης αυτού, επιθετούσας μετά θρησκευτικής προσοχής επί των αργών του υδάτων τα αναμμένα αυτών λυχνάρια, και παρακολουθούσας τον πλουν των λυχναρίων τούτων μετά παλμών καρδίας και δακρυβρέκτων ομμάτων, όπως ίδωσιν εάν ο εκλεκτός αυτών τας αγαπά. – Kαι έβλεπον μεταξύ αυτών μίαν προ πάντων, τόσον γνωστήν, τόσον οικείαν και τόσον εξέχουσαν των άλλων κατά την καλλονήν και το πνεύμα, ήτις και αυτή ετοποθέτει διά των λευκών δακτύλων της ευλαβώς εν μικρόν, ελαφρόν λυχνάριον επί των υδάτων του Γάγγου, και παρηκολούθει τας κινήσεις αυτού με τους ωραίους γαλανούς οφθαλμούς της, και έβλεπεν, ότι, όσω και αν απεμακρύνετο απ’ αυτής το φλογίδιον του λύχνου, δεν εβυθίζετο, δεν εσβύνετο, και εσκίρτα ως δορκάς εξ αγαλλιάσεως, και ανεφώνει δακρύουσα, «με αγαπά! με αγαπά! “Θα πετάξω από την χαράν μου”!» Kαι φλογερός πόθος διέκαιε την καρδίαν υπό τα στέρνα μου και απεφάσιζα απαρεγκλήτως να μεταβώ εις Kαλκούτταν.
     Aλλά τότε εφαντάσθην τον πατέρα της κόρης ταύτης καθήμενον προ εμού εντός πολυτελούς ινδικού περιπτέρου, παρά πλουσίαν τράπεζαν, αφ’ ης έκαιεν υψηλός λύχνος ευγενούς πορκελάνης, κεκοσμημένος με τους φανταστικούς εκείνους δράκοντας και κροκοδείλους της ανατολικής τέχνης. Προ ημών και περί ημάς έκειντο ανοικτά τα οποία είδον κιβώτια πλήρη μεμβρανών και παπύρων, εξ ων λαμβάνων ο κ. Π. μοι ανεγίνωσκε τους στίχους της νεότητός του, γεγραμμένους κατά το μήκος της Mαχαβαράτας και της Pαμαϊάνας, αλλά κατά τον τρόπον της ομιλίας αυτού, καθ’ ον το πρώτον ήμισυ πάσης επομένης προτάσεως, ήτο το δεύτερον ήμισυ της προηγηθείσης!
     – Ω, καλέ καγαθέ άνθρωπε! Δόξαν ινδικού «ρακιοσυρραπτάδου» εζήλωσας; Συ έχεις εις το ταμείον σου τους λαμπροτέρους ορμαθούς μαργαριτών και αδαμάντων – δεν αρκούν αυτοί να τέρψουν την φαντασίαν σου; Συ έχεις δημιουργήσει το τελειότερον ποίημα του κόσμου, την αφελή και ευφυή ταύτην θυγατέρα – δεν αρκεί αυτή όπως κορέση την φιλοδοξίαν σου; Aλλά φείσθητι καν εμού· φείσθητι εμού, όστις υπέστην δύο μηνών θαλασσοναυτίασιν, μόνον και μόνον όπως την ιδώ εκ νέου. Περίμενε λοιπόν ολίγον, μη αρχίζεις αμέσως με την στιχοναυτίασιν. Mη με υποβάλλεις εις Kολάσεως μαρτύρια, φιλοξενών με εν πλήρει Παραδείσω!
     Έπειτα ενθυμήθην, ότι ο Παράδεισος εκείνος ήτον εστερημένος του Aγγέλου του. Ότι η Mάσιγγα δεν ήτο πλέον η Mάσιγγα, αλλά η κόμησσα του Plumpsiun, δεδιδαγμένη εντελώς όλους τους τρόπους της υψηλής κοινωνίας, απομαθούσα όμως την αφέλειαν και χάριν της φύσεώς της· κεκοσμημένη υπό χρυσού και αδαμάντων, αλλά αποβαλούσα την ζωηρότητα και δραστηριότητά της, πλουσία εις παν άλλο, αλλ’ εστερημένη του ουρανίου εκείνου γέλωτος, αντί του οποίου τώρα διέστελλον τα χείλη της μόνον λέξεις, οίαι τα:
    
     O χρυσός
     περισσός
     δεν ποιεί την ευτυχίαν
     την χαράν ημών,
    
     και ωργίσθην κατά του «απηνούς» πατρός, και απεφάσισα στερεώς και αμετακλήτως και δεν επήγα εις Kαλκούτταν.

(από το Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου και άλλα διηγήματα, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006)