Όταν ενώπιον μιας κρημνιζομένης χιονοστιβάδος, που πέφτει από τα ύψη των ορέων και από τους πάγους των ψυχρών πτυχώσεων του εδάφους σε χαμηλότερες πλαγιές, ή προς το βάθος μιας χαράδρας ή κοιλάδος, όταν ενώπιον μιας κρημνιζομένης χιονοστιβάδος ένας θεατής ή ένας ορειβάτης κατέχεται από δέος, ή τέρπεται από την ηδονήν του επικινδύνου, όχι μόνον ηχεί η ηχώ των πτώσεων των χιονοσωρών, από φαράγγι σε φαράγγι, και επαναλαμβάνει την βοή και παρατείνει την διάρκεια του πατάγου, μα αντηχεί και μέσα στα σπλάχνα του ορειβάτου κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να υπάρχη δυνατότης να επεκταθή δια ποικίλων βιωμάτων η ζωή αυτού του ανθρώπου, από την ζώνην του βορρά προς μιαν διακεκαυμένην ζώνην, εις την οποίαν να ημπορή να αισθανθή αυτός πόσον πολύτιμη καθίσταται η ζέστη, η ζέστη που μέσα της το άτομον απορροφά όλα εκείνα τα στοιχεία, που κάποτε θα εξατμισθούν με την σειρά των, εν ώρα ανάγκης αντιστρόφου, εν ώρα που το άτομον επιθυμεί εκ νέου, αν όχι το ψύχος του βορρά, τουλάχιστον μίαν δροσεράν πνοήν ανέμου, μίαν ζείδωρον πνοήν εκ του πελάγους, που ν’ ανεμίζη τα μαλλιά μιας κόρης, μιας κόρης, που ενώ θα σκύβη τον Aπρίλη στον εξώστη, θα εύχεται να ιδή (στρέφουσα γρήγορα την κεφαλήν της προς τα οπίσω) να πλησιάζη αυτός – τουτέστιν ο θεατής, τουτέστιν ο ορειβάτης – και να την πιάνη από την μέσην, ως εραστής ή ως σύζυγός της.