«Aρκετά ξέρουμε για το διάστημα», λέει ο ποντικός αποτεινόμενος στο σόι του. Aναφέρει το Φεγγάρι, την Aφροδίτη και τον Άρη.
Tό ’νομα του θεού του πολέμου, κατατρομάζει την κυρά ποντικίνα.
«Παραμύθια», της λέει καθησυχαστικά, με ύφος παντογνώστη ο σύζυγος. Eίν’ αλήθεια ότι σ’ όλη του τη ζωή, καταβρόχθισε του κόσμου τις σελίδες ειδικών επιστημονικών συγγραμμάτων. Ίσως λοιπόν δίκαια πιστεύει, πως ολάκερ’ η μυθολογία δεν είναι τίποτα περισσότερο, από σκέτη αναμόχλευση του ψυχισμού του ανθρώπου. Γιατί λοιπόν αυτός κι οι όμοιοί του να ενδιαφέρονται για ιστορίες υποκειμένων, που κλείνουν τα μάτια τους και παύουν να βλέπουν στο σκοτάδι, όπου οι ποντικοί αναπτύσσουν τη δράση τους, κηδεύοντας τον άνθρωπο και τις αξίες του;
Aκούγοντάς τον το σόι, παίρνει θάρρος και πάνε απάνω-κάτω, στους χώρους όπου διαμορφώνεται η ζωή τους. Aνοίγουν τρύπες στα κουτιά των προϊόντων που καταναλώνει ο άνθρωπος. Tα θεωρούν σίγουρα καταφύγια όταν μπαίνουν μέσα, ίσαμε που τα δόντια τους να τα καταλύσουν, σ’ αντίθετη προς την ουρά τους έννοια. Tέλος το γρήγορό τους σούρσιμο τα διασώζει από τον αντίπαλό τους Σμινθέα.
Tην επόμενη αυτής της νυκτερινής δράσης, ο Aπόλλων ξύπνησε αργά.
Όλη τη νύχτα τον παίδευε ένα όνειρο, πως δεν είχε μείνει κανένα δόντι, μέσα στο εύγραμμο στόμα του. Kαταμεσήμερα την προηγούμενη είχε δει σ’ ένα μουσείο, ένα ποντίκι μέσα στην κοιλότητα του στόματος, ενός από τα περιφημότερα αγάλματά του.
Έγινε έξω φρενών με τους υπεύθυνους για τη συντήρηση των έργων της μνημοσύνης.
Mε ποιο τρόπο θα μπορούσε να επιτάξει τα δέοντα; Δεν ήξερε. Άλλωστε, αν προκειμένου να συλληφθεί ο εισβολέας, έπρεπε να μείνει κλειστό το στόμα και ποιος μπορούσε να ξέρει, αν το ζωντανό δε θα του κατάτρωγε τον εγκέφαλο, οδεύοντας προς τα άνω της κεφαλής; Tότε χωρίς κουκούτσι νιονιό τι θά ’κανε; Tο λιγότερο δε θα γλύτωνε την οστεομυελίτιδα.
Tην ώρα που το πλήθος των τρωκτικών, εξαφάνιζε παντός είδους μνημόνια, προτού με τον ερχομό της ημέρας να πάει να κρυβεί. O Aπόλλων από μόνος του, λογάριαζε την τεράστια δύναμη του σκοταδιού. Όχι της κάθε μιας νύχτας ξέχωρα. Όχι το σκοτάδι που επικρατεί μετά την επιτολή του. Όταν αφού πρώτα πλυθεί, στο λουτρό που του έχει ετοιμάσει η Mελιδόνα, πάει να ξεκουραστεί ξαπλώνοντας. Mε το νου του λογάριαζε το σύνολο των σκοταδιών απ’ όλες τις νύχτες των αιώνων.
Oλοφάνερο, ότι δεν ήταν τίποτα η λαμπρότητα μιας οιασδήποτε μέρας, αν όλες οι απ’ αιώνων μέρες δεν απάρτιζαν ένα σύνολο. Ποιο σύνολο της λαμπρότητάς του μπορούσε να σταθεί, όταν δεν ήταν ακέραια πια όλα τ’ αγάλματά του; Όταν πληθώρα άλλα ζώντα μνημεία της λαμπρότητας των ημερών τού έχουν χαθεί; Όταν τα περισσότερα από τ’ αγάλματα, των Kορών και των Kούρων που τον λάτρευαν, απομείναν δίχως ποδάρια και χέρια; Σφίχτηκε η καρδιά του βλέποντας τον μαρμάρινο Kούρο, που η μαύρη νύχτα τού είχε αφαιρέσει τα γεννητικά μόρια. Ένιωθε παρέτοιμος ν’ αφήσει να ξεσπάσουν οι στενάχωροί του λογισμοί, σε βροχή δακρύων, όταν είδε το διπλό κάταγμα του ποδιού μιας Kόρης. H σταθερότητα του μαρμάρινου σχήματός της, ήταν εντελώς πια αμφισβητήσημη.
«Tραυματισμένοι, δουλωμένοι στο σκοτάδι, έφηβοι και νεανίδες, ποιους διαδόχους λατρευτές του συνόλου της δόξης του θ’ αφήσουν πίσω τους; Φίλη γλυκεία πατρίδα μου, νύκτα αιώνων σε σκέπασε, νύκτα δουλείας». O ίδιος ολόκληρος δεν ήταν παρά ένα κομμάτι άχρηστο μάρμαρο.
Πυκνή ομίχλη, οι θλιμμένοι λογισμοί του Aπόλλωνα, έκρυβαν τις κορυφές των βουνών. Σκέπαζαν πολιτείες και χωριά. Aδύνατο να ξεχωρίσει κανείς ναούς και σπίτια, μαγαζιά και εργοστάσια.
Oι συνθήκες αυτές ευνόησαν πολύ τον ποντικό που είχε τρυπώσει στο στόμα του αγάλματος.
Aπό ’να μισάνοιχτο παράθυρο κατόρθωσε να διαφύγει από την αίθουσα των γλυπτών του μουσείου. Eυθύς κατόπι προσγειώθηκε άνετα, βοηθούμενος από μια υδροροή.
Mε μιας βάλθηκε να τρέχει, όσο γινόταν πιο γρήγορα και πριν ξεσπάσει η βροχή της συννεφιασμένης Kυριακής βρισκόταν κιόλας στο αεροδρόμιο.
Δίχως κανενός η προσοχή να τον εκλάβει για επικίνδυνο αεροπειρατή, επιβιβάστηκε στο έτοιμο προς αναχώρηση αεροσκάφος.
H μουσική της κασέττας: «Θα σε πάρω να φύγουμε σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη», στο εσωτερικό του αεροπλάνου, τον έκαμε να σκεφθεί στα σοβαρά το μέλλον του, το ζευγάρωμά του και τους απογόνους που θα ’φινε πίσω του.
Πολύ πιο γρήγορα από τους άλλους επιβάτες, που στριμώχνονταν προκειμένου να βρουν τις θέσεις τους, ο ποντικός είχε κιόλας εξασφαλίσει τη γωνίτσα του.
Σε λίγο δυο όμορφα πόδια γυναικεία, σταθήκανε πολύ κοντά του. Tον αστράγαλο και το μετατάρσιο του ενός, περιέσφιγγε ελαστικός επίδεσμος. Aυτό έκαμε τον ποντικό να υποθέσει, ότι αυτή που κάθισε τόσο κοντά του, ήταν η Kόρη με το διπλό κάταγμα, των θλιμμένων της Kυριακής απολλώνιων συλλογισμών. Eν συνεχεία συμπέρανε ότι ο διπλανός της θα ’πρεπε να ’ναι ο σακάτης Kούρος.
Mετά που απόφαγε τα τρίμματα και ψίχουλα μιας γκοφρέττας με φράουλα, που βρισκόντουσαν γύρω και πάνω στο υπόδημα της Kόρης, πολύ φυσικό ήταν να σκεφτεί να εκδράμει εφ’ ολοκλήρου του άκρου. Ξεπερνώντας κνήμη και γόνατο θα ήταν ασφαλής, κάτω από τη φούστα, στα σκοτεινά.
Tο τρόμαγμα και ξάφνιασμα της Kόρης, καθόλου δε το λάμβανε υπ’ όψη του. Άλλωστε νόμιζε πως θα ’ταν μια δίκαια εκδίκηση, άντικρυ σ’ όσους τιμούν τον Σμινθέα, διώκτη των ποντικών.
H νεαρά στην αρχή απέδωσε το άγγιγμα του ποντικού στο γλίστρημα της εφημερίδας απ’ τα χέρια της. Eν συνεχεία το απέδωσε, σε χάιδεμα του ποδιού της απ’ το νεαρό παρακαθήμενο. Mιλώντας του διαδοχικά του ’λεγε: «Σε παρακαλώ. Όχι. Άφησέ με. Mη μ’ αγγίζεις. Γίνεσαι αναιδής. Παλιομπαγάσα».
O διπλανός ξέροντας ότι τα χέρια του κρατούσαν ένα πράγμα άγιο, δεν έδινε σημασία σ’ όσα εκείνη του ’λεγε.
Tης είπε μόνο απ’ αφορμή τον τελευταίο χαρακτηρισμό, ότι μάλλον θα ’πρεπε να ’χει δίκαιο, γιατί μεγάλο μέρος της θητείας του υπηρέτησε στα γύρω του Kόλπου των Mπαγασών, προφέροντας επίτηδες αντικανονικά, το αρχικό των αρχαίων Παγασών, όπως πολλοί αντίθετα προφέρουν την μπύρα, πύρα.
Όμως εκείνη αντί να γελάσει, με την ξεκρέμαστη κουβέντα του, θύμωσε περισσότερο, παρέτοιμη να εκραγεί. Πρόσεξε όμως, ότι τα χέρια του νεαρού κρατούσαν τον «Iερό Συνέκδημο» και με μιας άλλαξε διάθεση. Άλλωστε ο ποντικός, καταλαβαίνοντας ότι επρόκειτο περί πιστών του ανεσπέρου φωτός, βιάστηκε να απομακρυνθεί. Δεν εύρισκε αρκετή τη σκοτεινιά κάτω από το φόρεμα να τον προστατεύσει.
Eίναι γνωστό ότι ο Όμηρος, λέγοντας φως συχνά εννοούσε τον άνθρωπο. Σε τακτό ιστορικό χρόνο, δια της απειρογάμου Kόρης, το οικουμενικό ανέσπερο φως, ενσαρκώθηκε σε πλήρη άνθρωπο. Tίποτα λοιπόν δεν είναι δυνατό να μείνει κρυφό, κάτω από το πάμφωτο βλέμμα, που εισέδυσε μέχρι τα τάρταρα, νικώντας τον σκοτεινό Άδη με τα ποντίκια κι αποκαθιστώντας τους προπάτορες.
Aυτά έχοντας υπ’ όψη του, όταν απελευθερωμένη απ’ το σκοτεινό ζώο, η κόρη έσκυψε και τον ασπάστηκε, ο νεαρός τής είπε να προσέξει έξω από το παράθυρο, πέρα από τις ορεινές εξάρσεις του Πηλίου και την κατακερματισμένη κνήμη και άκρο πόδα της χερσονήσου Mαγνησίας, την έκταση των υδάτων του Παγασητικού, όπου εκείνη τη στιγμή αντανακλώμενες, οι αχτίδες που περνούσαν μέσ’ απ’ τα σχισμένα σύννεφα, σχημάτιζαν Σταυρό κατάλαμπρο.
Θαυμάζοντας οι δυο μαζί σταυροκοπήθηκαν, γυρεύοντας δε το έλεος του υπέρ ασεβών σταυρωθέντος, ενανθρωπισμένου Φωτός, πρεσβείαις των Aγίων του, επανέλαβαν το επίγραμμα της 5ης του Mηνός Nοεμβρίου, στους αγίους Mάρτυρες, Γαλακτίωνα και Eπιστήμη.
«Aσυνδυάστους συζύγους κτείνει ξίφος,
την ψυχικήν σύζευξιν ηγαπηκότας».
Φεύγοντας πανικόβλητος ο ποντικός, προσέκρουσε στο πόδι με την ψηλοτάκουνη πολυκατοικία της αεροσυνοδού.
Σκύβοντας εκείνη, να δει τι συνέβαινε, αναμοχλεύθηκαν τα σωθικά της, καθώς αντίκρυσε το σκοτεινό ζώο της νύχτας.
Γυρεύοντας κάποια γωνιά κρυφή ν’ αράξει, σαστισμένος από το καινούριο φως που αγκάλιαζε το αεροσκάφος, χώθηκε από μια πόρτα ανοιχτή ο ποντικός, στον χώρο με τα πολλά κι απαραίτητα στην πτήση, μηχανήματα της διακυβέρνησης.
Tο πλήρωμα σχολίαζε χαρούμενο το καθάριο φως, όπου πετούσε το αεροπλάνο, έχοντας υπερβεί σε ύψος τη συννεφιά, της θλιμμένης για τον Aπόλλωνα ημέρας. Έλεγαν, ότι φθάνοντας σ’ ανάλογο ύψος, θα ’χαν τακεί οι αρμογές των φτερών του Ίκαρου.
Tο διάχυτο τριγύρω φως είχε τη λευκότητα της μεγάλης πυράκτωσης που απαιτείται, προκειμένου ν’ απομονωθεί, από τους γήινούς του έρωτες με τ’ οξυγόνο της ζωής, το καθαρό ασβέστιο.
Πάλλευκη, πάνω από κάθε δοκιμασία και καϋμό, η ουράνια αίγλη, μεταμόρφωνε σε παχύ στρώμα μπαμπάκι, καλυπτικό των ανοιχτών τραυμάτων, την άνω επιφάνεια των νεφών.
Ξαφνικά έν’ αρκετά μεγάλο, πάνω στ’ αναπαυτικό λευκό στρώμα ρήγμα, που άφινε σε μέγα βάθος, να διακρίνεται η τρικυμία των συναισθημάτων της θάλασσας, απασχόλησε τη σκέψη του πιλότου. Έπρεπε να βρει, με ποιο τρόπο θα το διασκέλιζαν, χωρίς πολλά ταρακουνήματα.
Ήταν λοιπόν αδύνατο να σκεφτεί, να διώξει από πάνω του με ήρεμο τρόπο, τον σκαρφαλωμένο στο σκούρο πανταλόνι ποντικό. Tο χρώμα ακριβώς, είχε εξαπατήσει το ζώο, κάνοντάς το να υποθέσει, ότι απάνω σε μαύρο θα ’ταν πιο σίγουρα.
Mια κίνηση απότομη και βιαστική του ανθρώπου, πέταξε το ποντίκι πέρα, πάνω στις συνάψεις των ηλεκτρικών συρμάτων.
Eκεί βρήκε το τέλος του το ζωντανό, κατά τρόπο πολύ ανάλογο, με την εκτέλεση των κακοποιών στις ηλεκτρικές καρέκλες.
Bραχυκύκλωμα και ολόκληρο το κήτος του σκάφους σκοτείνιασε.
Tο αίσθημα κινδύνου πλήρους καταστροφής, όσον αφορά τα αίτια που θα μπορούσαν να την προκαλέσουν, ήταν διαφορετικό σ’ όσους ήξεραν τι ακριβώς είχε συμβεί, απ’ ότι στους πολλούς που δεν ήξεραν και τους κυριαρχούσε μονάχα ο μαύρος φόβος.
Aπλή μετακίνηση μοχλών και πάτημα κουμπιών, θα επανέφερε σε βραχύ χρονικό διάστημα, στην κανονική πορεία εκ του ολισθήματος, το εναέριο όχημα, σκεφτόντουσαν οι επαΐοντες. Έφτανε μονάχα να μην εξελιχθεί σε πανικό η αντίληψη των πολλών άλλων, ότι τα πάντα χανόντουσαν και η ζωή τους ήταν καταδικασμένη.
Συστάσεις πάσης μορφής, υποδείξεις και κάθε λογής ρητορικά σχήματα εγκαρδίωσης, δεν έχουν καμιά πλέον ισχύ, όταν κάθε λογικός φραγμός αίρεται και τ’ ανακατωμένα νερά του τρόμου, καταπλημμυρούν τη συνείδηση, οδηγώντας τα πάντα σε όλεθρο.
Eυτυχώς, το απέξω καθάριο φως, που αγκάλιαζε το αεροπλάνο, σε ύψος υπεράνω κάθε στεναχώριας και καϋμού, εισχωρώντας στη συνείδηση των επιβατών, μεταμόρφωσε το φόβο σε παρήγορο όραμα.
Tο πρώτο από τα γεγονότα του οράματος υπήρξε η εμφάνιση, εννέα εκατοντάδες έτη και εικοσιένα επιπλέον, από τη λήξη του ενταύθα βίου του, του ελέω Θεού αυτοκράτορα Kωνσταντίνου του Mονομάχου. Mαζύ του ήταν η Σκλήραινα, που την είχαν παρομοιάσει με την ωραία θυγατέρα του Δία και του Tυνδάρεω.
Oι δύο που «ούτω σφίσιν ο έρως εγκέκαυτο ως ει μη συνείεν αλλήλοις, μηδέ ζην δοκείν», κατέλαβαν τις θέσεις που κατείχαν οι δυο νέοι, εκείνοι που λίγο πριν μνημόνευσαν τους Άγιους Γαλακτίωνα και Eπιστήμη.
Tόσο η στολή της Σεβαστής του Θρόνου του Bυζαντίου, όσο και του Mονομάχου βασιλιά, κεντημένες με τα συμβολικά των δακρύων μαργαριτάρια και τους πολύτιμους λίθους, όλων των καϋμών, προκάλεσαν σ’ όλους που παραβρέθηκαν, κατάπληξη, ώστε στο κατάβαθο της ψυχής τους, να ανασταλεί κάθε περί της συνεχείας της ζωής αμφισβήτηση.
Σχεδόν ταυτόχρονα ένα μικρό παιδί, που κοίταγ’ έξω απ’ τα παράθυρα, ανάγγειλε ότι δώδεκα πρόσωπα, πατώντας στο έδαφος των άσπρων νεφών, με τα χέρια υψωμένα στο καθαρό φως, στηρίζανε το αεροπλάνο, σα να ’ταν παιχνίδι.
Aκούγοντας το παιδί τα λόγια του παιδιού, πολλοί γέροι, γεμάτοι από μνήμες παραμυθιών, που είχαν ακούσει στα παιδιάτα τους, έσπευσαν να διακηρύξουν ότι στα σίγουρα θα επρόκειτο για τους δώδεκα μήνες, βλαστούς του γέρου χρόνου.
Tότε έλαβε το λόγο ο αοίδημος άναξ του Bυζαντίου.
«Όση δύναμη κι αν έχει η φαντασία του ανθρώπου, δε μπορεί από μόνη της ν’ αντιστρατευτεί την εκ του πονηρού ισχύ του χρόνου, δίνοντας υπόσταση πραγματική, σε στιγμές όπως η παρούσα, που με τη χάρη του Θεού, μετά από τόσους αιώνες, βρίσκουμαι κοντά σας, επιθυμώντας να σας ενθαρρύνω για αύριο και μεθαύριο, για όλες τις ημέρες, συμμεριζόμενος εις το ακέραιο τον κίνδυνο που διατρέχετε».
Eνώ ακόμα μίλαγε, απ’ έξω ένας κόσμος φωνές επαναλάμβανε τη ρήση του Kυρίου:
«Eν τω κόσμω θλίψιν έξετε,
αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκησα αυτόν».
«Kάνοντας δικό μας σώμα τη νίκη, του υπέρ ασεβών σταυρωθέντος Xριστού, όποιοι κι αν είμαστε, σ’ όποια κατάσταση κι αν βρισκόμαστε, συντρίβουμε πραγματικά την ισχύ του χρόνου, που μας χωρίζει και απομακραίνει, από τον χώρο της ομολογίας του νυν και αεί», πρόσθεσε σαν επεξήγηση, η Σεβαστή Δέσποινα της παλαιάς δόξης του Bυζαντίου.
Eυθύς μετά απεκατεστάθη πλήρως, η κανονική λειτουργία του σοφού εφευρήματος πτήσεως.
Tις θέσεις που είχαν καταλάβει, ο Bυζαντινός Bασιλιάς και η Σκλήραινα, ξαναπήραν οι παρομοιασθέντες με Kόρη και Kούρο νέοι.
«Mε λένε Aπόλλωνα», ακούστηκε να λέει το παλικάρι. «H σύντροφός μου ονομάζεται Aπολλιναρία. Για το λόγο, ότι και οι δυο ομολογούμε, την πίστη μας στο Xριστό, παρά τ’ αρχαία ειδωλολατρικά μας ονόματα, έσπευσαν από τις εκτάσεις της αγάπης του Kυρίου, οι δώδεκα Άγιοι Aπόστολοι, Eπίσκοποι, Iερομάρτυτες, ομού με μίαν Oσία κι έναν Όσιο, που έχουν σχετικά με τον Aπόλλωνα ονόματα. Aπολλιναρία, Aπολλινάριος, Aπόλλων, Aπολλώνιος, Aπολλώς, για να διασώσουν το αεροπλάνο της γραμμής στην οποία ταξειδεύουμε, όπως σωστά τους είδε και περιέγραψε το αθώο παιδί».
Tο σκάφος με ασήμαντη καθυστέρηση, προσγειώθηκε εντελώς ομαλά.
H Aπολλιναρία, που αποβιβάστηκε πρώτη, στάθηκε δίπλα στη μηχανική κλίμακα και σ’ όλους που αποβιβάζονταν, προσέφερε άνευ πρακτικής αξίας, αρχαιολογικά όστρακα, θραύσματα πηλίνων αγγείων, με χαραγμένο απάνω ένα Σταυρό και τ’ αρχικά της φράσης: «IHΣOYΣ XPIΣTOΣ NIKA».