Σε κάθε πόλη, συνήθιζε να λέη ο ποιητής
Aπολλιναίρ, υπάρχουν, οπωσδήποτε,
και μερικοί αθάνατοι. Δυνατόν να είσαστε
σεις, κύριε, μεταξύ αυτών, ή, ακόμα,
κι εσείς, κύριε. Δεν ξέρω. Πάντως για
ένα είμαι σε θέση να σας βεβαιώσω: ότι
υπάρχουν. Δεν αποκλείεται ελάχιστοι.
Όμως υπάρχουν.
ο Θεόφιλος κάποτες ανέβηκε
σε μια ψηλή σκάλα
– αυτόπτες μάρτυρες το λεν –
ίσως να ζωγραφίση μιαν επιγραφή
ίσως ακόμη για να συμπληρώση
το πάνω μέρος
μιας συνθέσεώς του ηρωικής
αλητόπαιδες
– αλητόπαιδες που με τον καιρό
(ως είναι φυσικό)
ανδρωθήκανε και γεράσαν
(δεν ενθυμούντανε πια τίποτε)
κι επεθάναν
ευυπόληπτοι και
«φιλήσυχοι αστοί» –
αλητόπαιδες – ξαναλέω –
για να παίξουνε και να γελάσουν
ετραβήξανε
την σκάλα την ψηλή
κι ως γκρεμοτσακιζόντανε
έντρομος
ο Θεόφιλος από τα ύψη
επρόσμεν’ ελεεινός σακάτης
θέλεις κι ακόμη
λιώμα
στο χώμα
να βρεθή
αλλ’ – ω του θαύματος! –
προσεγειώθη
απόλυτα σώος κι αβλαβής
(πάντως κάτι σαν νάπαθε το ένα του πόδι:
χώλαινε ελαφρυά μέχρι το τέλος της ζωής)
μα ναι σας λέω
ακέργιος
απ’ την κορφή ώς τα νύχια
από την πτώση
μόνο που τα σεμνά φορέματά του
είχαν γενεί χρυσά ωσάν τον Ήλιο
το πρόσωπό του
σαν τη Σελήνη – είτανε λεν χλωμός –
σαν τη Σελήνη φωτεινό
– αυτά τα δυο αστέρια
είθισται να συνυπάρχουν
στα εικονίσματα της βυζαντινής ζωγραφικής –
και αν κατόπι επήγε να κρυφτή στη Mυτιλήνη
είχ’ έμπει στην αθανασία πια:
επέπρωτο πλέον να υπάρχη αιώνια
αθάνατος
– πιθανόν μαζύ με τον αείποτε σκουντούφλη συμπολίτη του
Γεώργιο ντε Kήρυκο
και με τον Mπεναρόγια –
ανάμεσα σε τόσους
και τόσους
και τόσους Bολιώτες
που εζήσανε και πριν
και κατά τη διάρκεια
κι ύστερα
από του
τραβήγματος της ψηλής της σκάλας
τον καιρό