Εκύλαγε η ζωή μου σαν τ’ ολόφεγγο
νερό του καταρράχτη στα λαγκάδια,
έπλεκε των ονείρων τούς ιστούς
κι έκλωθε της μαγείας τα υφάδια.
Και μέσ’ το πάθος το τρανό, τρανώτερο
κι από τη δύναμη, απ’ την ίδια την ορμή μου,
πετώντας απ’ τα πράγματα ψηλότερα,
έσερνα σκλάβα και τη θέλησή μου.
Και κυνηγώντας στ’ όνειρο το Σύννεφο,
όμως μεθούσα ως από θείαν ουσία
και κάτω ας έβραζε η ζωή στο κόχλασμα,
που σμίγουνε τα πλήθια της στοιχεία.
Έμπαινα στη ζωή, ζητώντας έρωτα
σε κάθε μου στιγμή, σε πάσαν ώρα,
μύριες εγύρευα αγκαλιές ν’ ανοίγουνε
σ’ όποια, ταξειδευτής, έφθανα χώρα.
Κύμα ευφροσύνης η ψυχή ξεχείλιζε
κι ήθελε στην ορμή να συνεπάρει
κάθε ψυχή, που εγροίκαε τα νειάτα της
άτι, που γαύρο σπάει το χαλινάρι.
Και στο μεθύσι του έρωτα, τη σκέψη μου
την είχα μέσ’ τη λήθη παραδώσει
και δεν τη ξύπναγε το πλήθος, οι άνθρωποι,
που τα κορμιά των είχανε μεστώσει.
Άπραγος… ώς που τ’ όνειρο εφτερούγιασε
κι εβγήκα από την πόλη στον αέρα
κι έτρεξα στων βουνών τις κορυφές
κι είδα με μάτι νέο την Ημέρα.
Και πάλι εμπήκα μέσ’ την πόλη αλλοιώτικος,
με το κεφάλι ανθοστεφανωμένο
και νέους χυμούς, καθάριους, νοιώθω μέσα μου
και με πλατύτερη πνοή ανασαίνω.
Κι αντίκρυσα τον Άνθρωπο, στη μοίρα μου
σκυμμένο, λυγισμένο σαν ατσάλι
και θλιβερή την ύπαρξή του, αφτέρωτη,
να κυνηγά το Σύννεφο στην Πάλη…
Νέα Εισόδια
(από τα Άπαντα, Εκδόσεις Γκοβόστη 1939)