Νύχθ’ υπό λυγαίαν
ΑΠΟΛΛ. ΡΟΔ.
Ω! νάτο πάλι αυτό το ισχνό, φασματικό καράβι!
Βουβό, όπως πάντα, στα νεκρά νερά κυλάει απόψε,
ίσκιος θολός που εγέννησε μια νύχτα εβένινη, όταν
πίσσα και θειάφι η Τρικυμία μέσα στα χάη ξερνούσε.
Πέρα απ’ τα βάθη ερεβικών ξεκίνησε οριζόντων.
Στην πρύμη του, όπου ορθώνεται, όρνεο πανάρχαιο,
ο Χάρος,
μια μαύρη κι ανεμόδαρτη παντιέρα είναι στημένη
από τα νέφη της Νοτιάς τα θυελλικά υφασμένη.
Οι φύλακες, που εξόριστοι σ’ έρημους φάρους ζούνε,
βουβοί το βλέπουν, μες στο δέος των παγωμένων πόλων,
να πλέει, τεράστιο φάντασμα, ενώ ένα φως γαλάζιο
πένθιμα αυγάζει ως σπαραγμένη ελπίδα στον ιστό του.
Το άρμενο αυτό δε λίκνισαν του αρχιπελάγους οι αύρες
κι ούτε οι φαιδροί των αλμπατρός κρωγμοί σ’ αυτό
εμηνύσαν
πως κάτω απ’ τα σαπφείρινα των παραλλήλων τόξα,
καθώς αργά πέφτει η ζεστή, βαλσαμική αμφιλύκη,
σα μια γυναίκα ερωτική δίνεται αβρά το κύμα
μες στην αγκάλη ειρηνικών κι ευωδιασμένων κόλπων:
πάνω από θάλασσες στυγνές τα μαύρα ιστία του ορθρίζαν,
καθώς πικρές κι ανήμερες μελλοθανάτων σκέψεις.
Μες στους ατμούς της γαλανής κι απατηλής ομίχλης
οι πόλοι αλλάζαν κι έπαιρναν μια νέα τεράτινη όψη:
εκεί ήλιοι ωχροί, στις παναρχαίες τροχιές τους παγωμένοι,
λάμπαν στους άδειους ουρανούς σαν κρύα, φασμάτινα
άνθη.
Είδε νησιά μυστηριακά από σκοτεινό βασάλτη
κάτω απ’ την πύρινη βροχή να θάβονται ηφαιστείων,
και μ’ ένα βούισμα, σα ν’ αχούν σήμαντρα υπόγεια πλήθος,
στ’ άναστρα βάθη να κυλούν των ωκεανείων αβύσσων!
Στο πέρασμά του εκήδευε τους αυλωδούς ανέμους:
Αν κάτι εστέναζε πικρά στις αχερούσιες νύχτες,
δεν ήταν ο άνεμος: οι ωχρές ψυχές των ναυαγών του
στην πένθιμη άρπα ολόλυζαν των σκοτεινών ιστών του.
Το άρμενο αυτό δεν άραξε σε ειρηνικό λιμάνι
(η Ειρήνη απάνω του έφευγε σαν τρομαγμένη αλκυόνα!)
Προαιώνιο φάσμα αλητικό, οιωνός στυγνών θανάτων,
αδιάφορο είδε να γερνούν ήλιοι, ουρανοί και πόντοι.
Και πλέει, και πλέει αυτό το ισχνό κι εφιαλτικό καράβι.
Μόνοι του σύντροφοι, ουραγοί πιστοί των ταξιδιών του,
κάτι πουλιά φασματικά το ακολουθάνε πάντα–
μια συνοδεία από φέρετρα μετέωρα δίχως στάση!