Και τώρα έρχεται η ατέλειωτη νύχτα
Το καλοκαίρι ξέφτισε τα πούπουλά του στις γωνιές του δρόμου
και στις ακρογιαλιές γυρίζεις ακόμα μισόγυμνος εσύ
πάνω στ’ αχνάρια των πουλιών που έφυγαν
σφίγγω τα χείλη μου, φιλώ ευλαβικά τα χέρια σου
αντίλαλος μες στα μαλλιά από σάπιο μήλο
το καλοκαίρι κύλησε κι εμείς χωρίζουμε
Πρίγκηπα, δε μιλάς και λέω η ώρα
αργεί ακόμα. Βάζω το χέρι στον ώμο σου
και λέω στ’ αποκαΐδια των ζεστών σπιτιών που υπήρξαμε
είσαι ακόμα ένας χτύπος αγάπης
στη μαλακή φωνή σου τρέμει η ελπίδα μου
για σένα ζω τη σκοτεινιά μιας άνοιξης που παραπαίει
λέω αυτό το σώμα είναι η καρδιά μου σωστή
Μ’ αφήνεις, Άρχοντα. Το καλοκαίρι έφυγε. Η βουή
της φθινοπωρινής θάλασσας αργά σταλάζει
το τέλος που είναι πάντα πνεύμα και δάκρυ
φωτεινός στρόβιλος, ήχος καθάριου νερού, εγκαρτέρηση
πως έτσι θα πάνε όλα ώς το τέλος. Ιδωμένα
σ’ ένα καινούριο όραμα που μας μεθάει
εκβιάζει άσκοπα λόγια και μικρές κραυγές
μας κάνει αδέρφια
Ο χωρισμός
(από το Ο Δύσκολος Θάνατος, Νεφέλη 1985)