Kαθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη·
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
«Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα».
Ο Λάμπρος. H Ημέρα της Λαμπρής 1.
(από τα Ποιήματα και Πεζά, Στιγμή 1994)