Εις της εταίρας Λέας το δωμάτιον,
όπου κομψότης, πλούτος, κλίνη απαλή,
νέος, με ιάσμας εις τας χείρας, ομιλεί.
Κοσμούσι τους δακτύλους του λίθοι πολλοί,
κ’ εκ σηρικού λευκού φορεί ιμάτιον
με ανατολικά κεντήματ’ ερυθρά.
Η γλώσσα του είν’ Aττική και καθαρά,
αλλ’ ελαφρός τις τόνος εν τη προφορά
τον Τίβεριν προδίδει και το Λάτιον.
Ο νέος την αγάπην του ομολογεί,
κ’ η Aθηναία τον ακούει εν σιγή
τον εύγλωττόν της εραστήν Οράτιον·
κ’ έκθαμβος βλέπει νέους κόσμους του Καλού
εντός του πάθους του μεγάλου Ιταλού.
Ο Οράτιος εν Aθήναις
(από τα Αποκηρυγμένα Ποιήματα και μεταφράσεις (1886-1898), Ίκαρος 1983)