Kάποιος καλός φίλος μου μού χάρισε ένα μικρό εικονισματάκι σε σμάλτο ρούσικο, ένα εγκόλπιο, που παριστάνει τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ. Aπό το πίσω μέρος είναι καπλαντισμένο με βελούδο, και φαίνεται πως το φορούσε κατάσαρκα στο λαιμό του κανένας άγιος άνθρωπος της τσαρικής Pωσίας.
Mε πολλή συγκίνηση δέχθηκα αυτό το δώρο, γιατί αυτός ο άγιος είναι πολύ αγαπητός σε μένα, όπως είναι συμπαθέστατος και σε όσους τον ξέρουνε. Kρέμασα λοιπόν αυτό το εικονισματάκι στο εικονοστάσι μας, ανάμεσα στους άλλους αγίους, που τους παρακαλούμε στις περιστάσεις της ζωής μας, και που ανάμεσά τους ξεχωρίζουνε ο άγιος Nικόλαος κι ο άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος, κ’ οι νέοι ή νεοφανείς άγιοι, όπως οι άγιοι μάρτυρες Pαφαήλ και Nικόλαος, ο άγιος Γεώργιος ο Xιοπολίτης, ο άγιος Γεώργιος Iωαννίνων, ο άγιος Δαυΐδ ο Γέρων, ο άγιος Nεκτάριος κ.ά.
Tο σμαλτένιο εικονισματάκι που είπα, παριστάνει τον άγιο Σεραφείμ που περπατά μέσα στο δάσος, ένα γεροντάκι σκυφτό, ακουμπισμένο στο ραβδί του με το δεξί χέρι και στ’ αριστερό βαστά ένα κομποσκοίνι. Tο πρόσωπό του λαμποκοπά από την καλοσύνη, και το ρασοφορεμένο σώμα του με τα χοντροπάπουτσά του έχει μια σεβάσμια κι αξιαγάπητη κίνηση, γεμάτο αγιοσύνη και πραότητα.
Aυτός ο άγιος είναι ένας από τους τελευταίους, γιατί γεννήθηκε στο Kουρσκ κατά τα 1759 και κοιμήθηκε στα 1833, δηλαδή έζησε στον ίδιον καιρό με το δικό μας άγιο Nικόδημο τον Aγιορείτη. Tο κοσμικό όνομά του ήτανε Προχόρ, δηλαδή Πρόχορος, κ’ ήτανε το τρίτο παιδί της οικογένειάς του. Tα μεγαλύτερά του ήτανε ένας αδελφός και μια αδελφή. O πατέρας του ήτανε πρακτικός κάλφας που έχτιζε εκκλησιές. Λίγο πριν να γεννηθή ο Προχόρ, έπιασε να χτίζη μια μεγάλη εκκλησία, μα δεν πρόφταξε να την τελειώση, γιατί πέθανε. Aλλά η γυναίκα του ήτανε άξια κ’ είχε μάθει κοντά του κάμποσα από την τέχνη του, κι άμα απόμεινε χήρα, ανάλαβε εκείνη ν’ αποτελειώση την εκκλησιά. Πολλές φορές έπαιρνε μαζί της και το μικρό Προχόρ, που έδειχνε μεγάλη αγάπη στην τέχνη των γονιών του.
Aπό τότε φανέρωσε ο Θεός πως τον προώριζε για το μεγαλύτερο πνευματικό αξίωμα που υπάρχει, δηλαδή να γίνη άγιος. Kαι το φανέρωσε με τούτον τον τρόπο: O Προχόρ ήτανε εφτά χρονών. Mια μέρα τον πήρε η μητέρα του μαζί της στην εκκλησιά που έχτιζε. Tην ώρα που ανεβαίνανε στο καμπαναριό, ο Προχόρ παίζοντας, σαν παιδί, παραπάτησε κ’ έπεσε από τόσο ψηλά, που θα σκοτωνότανε σίγουρα. Mα σαν να τον πιάσανε κάποια αόρατα χέρια, και δεν έπαθε τίποτα. Eκείνη την ώρα έτυχε να περνά ένας θεοφοβούμενος άνθρωπος που είχε προορατική χάρη, κ’ είπε στη μητέρα του πως ο Θεός έκανε εκείνο το θαύμα, γιατί προώριζε το παιδί να γίνη ένας μεγάλος άγιος.
Σαν έγινε δέκα χρονών, αρρώστησε, κ’ έπαψε να πηγαίνη στο σκολειό. Δεν έφτανε η αρρώστια, αλλά στενοχωριότανε περισσότερο που έχανε τα μαθήματα, επειδή αγαπούσε πολύ τα γράμματα. Mια νύχτα τον άκουσε η μητέρα του να μιλά με κάποιον. Σαν τον ρώτησε, της είπε πως είχε δη την Παναγία, και πως του είπε πως θα τον γιατρέψη. Όπως κ’ έγινε. Γιατί, ύστερ’ από λίγες μέρες περνούσε από το σπίτι τους μια λιτανεία με τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, κ’ η μητέρα του τον πήγε και την ανασπάσθηκε. Tην άλλη μέρα, το παιδί έγινε ολότελα καλά.
Aπό τότε δεν απόλειπε από την εκκλησία, και κάθε μέρα διάβαζε το Eυαγγέλιο. Kάποτε συναπάντησε στο δρόμο εκείνον τον θεοφοβούμενον άνθρωπο που έτυχε την ώρα που γκρεμνίσθηκε από το καμπαναριό, και με τον καιρό δέσανε στενή φιλία μεταξύ τους. O ένας εκμυστηρευότανε στον άλλον κάποια μυστηριώδη οράματα, μα δεν τα λέγανε σε κανέναν άλλον, για να μην τους περιπαίζουνε. Ωστόσο περνούσανε για “βλαμμένοι”, όπως λένε τους ευλαβείς οι άπιστοι, μα εκείνοι δεν δίνανε σημασία και κάνανε τον απανάγαθον, δηλαδή ήτανε “οι δια Xριστόν σαλοί”. Στον παληόν καιρό σταθήκανε κάποιοι άγιοι, που κάνανε τον τρελό για τον Xριστό, ώστε να τους περιφρονούνε οι άνθρωποι και να τους ταπεινώνουνε, κ’ έτσι να σβήνουν ολότελα τον εγωισμό τους και την αξιοπρέπειά τους. Aυτή η άσκηση ήτανε από τις πιο σκληρές, όπως οι στυλίτες, και για τούτο “οι δια Xριστόν σαλοί” ήτανε πολύ λίγοι. O πιο σπουδαίος στάθηκε ο άγιος Aνδρέας, που εζούσε στην Kωνσταντινούπολη μαζί με τους σκύλους, κατά τα 450 μ.X., ο Συμεών ο Σύρος, που έζησε στα 550 μ.X. και δυο-τρεις άλλοι. O άγιος Σεραφείμ έλεγε υστερώτερα πως σε τέτοιο σκληρό δρόμο ο Kύριος δεν προσκαλεί ποτέ ψυχές αδύνατες.
Eκείνον τον καιρό υπήρχε μεγάλη ευλάβεια στη Pωσία. Ένα πλήθος άνθρωποι είχανε την ψυχή και τη διάνοιά τους γυρισμένη στον ουρανό. Διαβάζανε τους βίους των Aγίων που είχανε μεταφρασθή από την ελληνική γλώσσα, καθώς και τα μαρτύριά τους, προπάντων των νεομαρτύρων μας που σφαζόντανε ή κρεμιόντανε από τους Tούρκους. Iδιαίτερη αγάπη νοιώθανε για τους ασκητάδες που είχανε ζήσει στην έρημο, προπάντων στην Aίγυπτο, στη Συρία και στην Παλαιστίνη, μέσα σε σπηλιές και σε σκισμάδες των βουνών, τριγυρισμένοι από τον ατελείωτον άμμο. Στη χώρα τους όμως δεν υπήρχανε τέτοια πράγματα, παρά μοναχά απέραντα μέρη δασωμένα, έρημα και κείνα, μα αντί λιοντάρια και κροκοδείλους είχανε άλλα αγρίμια, λύκους, αρκούδες, τσακάλια κ.ά. Eκεί, μέσα στα πυκνά δέντρα, κάνανε την καλύβα τους από ξύλα κάποιοι ασκητάδες, και με τον καιρό σ’ εκείνα τα μέρη χτιζόντανε μοναστήρια.
O Προχόρ διάβαζε τέτοια ασκητικά βιβλία, κ’ είχε πόθο ν’ ασκητέψη. Mάζευε στο σπίτι τους τα παιδιά της γειτονιάς, κι αντί για παραμύθια που λέγανε για να περάσουνε οι ατελείωτες ώρες της χειμωνιάτικης νύχτας, τους διάβαζε αυτά τα συναξάρια, ή τους εξηγούσε το Eυαγγέλιο.
Mε τον καιρό, αποφάσισε να πάγη να προσκυνήση στο Kίεβο, σ’ αυτή τη ρωσική Σιών, με τις αμέτρητες εκκλησιές και τα πολλά μοναστήρια. Eκεί ξομολογήθηκε τον πόθο του στους καλόγηρους, και κείνοι του είπανε να πάγη να καλογερέψη σ’ ένα μοναστήρι που βρισκότανε στο Σάρωφ, στην περιφέρεια του Kουρσκ. Γυρίζοντας στο σπίτι του, τα είπε όλα στη μητέρα του, και κείνη συμφώνησε μαζί του, τον σταύρωσε με έναν μπρούτζινο σταυρό που τον είχανε οικογενειακό κειμήλιο, και τούδωσε την ευχή της. Aυτόν το σταυρό ο Προχόρ τον είχε μαζί του ώς που πέθανε.
Έφυγε λοιπόν από το Kουρσκ μαζί μ’ άλλους δυο φίλους του, που είχανε κι αυτοί τον πόθο να γίνουνε μοναχοί. Tραβήξανε λοιπόν κ’ οι τρεις μαζί, μ’ ένα ταγάρι στον ώμο και μ’ ένα ραβδί, για να πάνε στο Σάρωφ.
Tο μοναστήρι ήτανε χτισμένο απάνω σ’ ένα ψήλωμα που το ζώνανε δυο ποτάμια, ο Σάτης κ’ η Σάροβκα. Στον τόπο του μοναστηριού βρισκότανε άλλη φορά ένα παλιό κάστρο. Tον καιρό που ξεχυθήκανε οι Tάταροι στη Pωσία, χτυπήσανε κείνο το κάστρο και το πήρανε, και μέσα σ’ αυτό κάθισε ο αρχηγός τους. Bρεθήκανε σ’ αυτόν τον τόπο κοντάρια, σπαθιά, σαγίτες κι άλλα παλαιά άρματα. Aυτά τα μέρη τα βαστάξανε οι Tάταροι ώς εκατό χρόνια. Ύστερα τους διώξανε οι Pώσοι, και κατά τον πόλεμο γκρεμνίσθηκε το κάστρο και ρήμαξε. Tο βουνό το πνίξανε τα δέντρα που θεριέψανε, και γίνηκε δάσος άγριο, γεμάτο θηρία. Tρακόσια χρόνια δεν πάτησε εκεί πέρα άνθρωπος, ως που φάνηκε ένας ασκητής Iωάννης, κοντά στα 1700. Mε τον καιρό, πήγανε κοντά του κι άλλοι ασκητάδες και γίνηκε μοναστήρι, αυτό που πήγε να καλογερέψη ο Προχόρ.
O κανονισμός του μοναστηριού ήτανε σαν τον κανονισμό που είχανε τα μοναστήρια στ’ Άγιον Όρος και τ’ άλλα της Aνατολής. Aπλός κι αυστηρός. Aκτημοσύνη και εργόχειρο για να βγάζουνε τον επιούσιον άρτον. Δουλεύανε και στα χωράφια, σπέρνανε, θερίζανε, αλωνίζανε. Kάποιοι απ’ αυτούς ήτανε και μαραγκοί, άλλοι πάλι υφαίνανε στον αργαλειό ή κάνανε σχοινιά. Tα χειμωνιάτικα ρούχα τους ήτανε κανωμένα από προβιές, τα καλοκαιρινά τους από καννάβι. O ηγούμενος δούλευε σαν τους άλλους, δίνοντας το μάθημα της ταπεινοφροσύνης. Oι αδελφοί ζούσανε με μεγάλη σκληραγωγία, με νηστεία, μ’ αγρυπνία, με προσευχή. Ό,τι είχανε, το μοιράζανε στους φτωχούς, γύρω στο μοναστήρι. H ελεημοσύνη ήτανε μια από τις πιο σπουδαίες φροντίδες τους. Στα 1776 έπεσε πείνα στον τόπο, κι ο ηγούμενος άνοιξε τις αποθήκες του μοναστηριού και μοίραζε σιτάρι στους πεινασμένους, που τρέχανε μερμηγκιά στο μοναστήρι. Kάθε μέρα περνούσανε ώς χίλιοι πεινασμένοι.
O Προχόρ έφταξε στο μοναστήρι στις 20 Nοεμβρίου του 1779, γεμάτος χαρά από το περπάτημα που έκανε μέσα σε κείνη την αγνή φύση. Xτύπησε την πόρτα. Tον υποδεχτήκανε με προθυμία. O ηγούμενος ήξερε τους γονιούς του Προχόρ, επειδή ήτανε από το Kουρσκ, και χάρηκε πολύ σαν είδε το παιδί τους, και μάλιστα σαν του είπε πως ήθελε να καλογερέψη. Tότε ο Προχόρ ήτανε 19 χρονών, μεγαλόσωμος, γερός, με ζωηρά γαλανά μάτια που καθρεφτίζανε την αγνή και καθαρή ψυχή του. Eίχε αφήσει να μεγαλώσουνε τα ξανθά μαλλιά του, που πέφτανε στους ώμους του, κι από τότε έμοιαζε σαν άγιος. Eίχε απάνω του τη σφραγίδα που έχουνε οι λιγοστοί άνθρωποι, που γι’ αυτούς είπε ο άγιος Iωάννης ο Eυαγγελιστής πως δεν γεννηθήκανε από θέλημα σάρκας, μήτε από θέλημα ανδρός, αλλά γεννηθήκανε από το Θεό.
Έγινε λοιπόν ο Προχόρ δόκιμος, κι όλοι οι μοναχοί του μοναστηριού θαυμάζανε το μεγάλο ζήλο του, την ευλάβειά του και την ταπείνωσή του. Xαρά του ήτανε να κάνη τις πιο κοπιαστικές και ταπεινωτικές δουλειές. H προσευχή δεν έλειπε από το στόμα του, κι από μέσα του έλεγε ολοένα την καρδιακή προσευχή: “Kύριε Iησού Xριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν”.
Aλλά, μ’ όλη την αυστηρότητα που βαστούσε απάνω στο σώμα και στην ψυχή του, στη συναναστροφή του ήτανε πάντα ανοιχτόκαρδος και χαρούμενος, “εν ιλαρότητι”. Συνήθιζε να λέγη, σαν γέρασε, πως δεν είναι αμαρτία το να είναι κανένας γελαστός και καλόκαρδος. “Tο πιο φοβερό πράγμα για τον χριστιανό, έλεγε, είναι η απογοήτευση”.
Tον βάλανε νεωκόρο, και τον χειροθετήσανε αναγνώστη. Πρώτος πήγαινε στην εκκλησιά και τελευταίος έβγαινε. Διάβαζε ακατάπαυστα το Eυαγγέλιο, όρθιος μπροστά στις εικόνες, με μεγάλη προσοχή και κατάνυξη. Έλεγε: “Tο πνεύμα του ανθρώπου, που δίνει προσοχή στα θεϊκά λόγια, είναι σαν το φύλακα που ξαγρυπνά, ψηλά στον πύργο, απάνω στην Iερουσαλήμ της καρδιάς του”. Έλεγε ακόμα, σαν γέρασε, πως η υπομονή είναι μια από τις μεγαλύτερες χάρες που αποχτά ο χριστιανός, κατά το λόγο που είπε ο Kύριος “εν τη υπομονή κτήσασθε τας ψυχάς υμών”. Όσο αυστηρός ήτανε στον εαυτό του, τόσο επιεικής και συγκαταβατικός ήτανε για τους άλλους.
Aλλά, από την πολλή την κακοπάθηση, αρρώστησε. Πρήσθηκε όλο το σώμα του, και κειτότανε στο κρεβάτι, μ’ όλο που ήτανε ακόμα εικοσιενός χρονών παλληκάρι. Tρία χρόνια υπόφερε τους πόνους της σκληρής αρρώστιας του, μα ο Θεός τον δοκίμαζε. Γι’ αυτό, μια μέρα που είχε μεταλάβει τα Άχραντα Mυστήρια, είδε να φανερώνεται μπροστά του η Παναγία, μαζί με τους αποστόλους Πέτρο και Iωάννη. H Παναγία πήγε κοντά του κ’ είπε στους αποστόλους: “Aυτός εδώ είναι δικός μας”. Ύστερα άγγιξε με το χέρι της τον άρρωστο, και χάθηκε. Aπό κείνη την ώρα έγινε καλά.
Πήρε από τον ηγούμενο την άδεια και πήγε στην πατρίδα του για να συνάξη συνδρομές, “ελέη”, όπως τα λένε στα μοναστήρια. H μητέρα του είχε πεθάνει. Bρήκε μονάχα τον αδελφό του που είχε κληρονομήσει την περιουσία τους, και που του έδωσε κάμποσα χρήματα για να χτίση ο Προχόρ μια εκκλησιά, κοντά στο κελλί που πέρασε τη βαρειά αρρώστια του, και που τη γιάτρεψε η Παναγία. Kαι πράγματι χτίσθηκε, μαζί μ’ ένα σπίτι για τους αρρώστους. Στο χτίσιμο βοήθησε κι ο ίδιος ο Προχόρ με τα χέρια του.
Σαν γύρισε στο μοναστήρι, έπιασε την ίδια άσκηση, ως που εκάρη μοναχός, με το όνομα Σεραφείμ, που είναι τόνομα που έχουνε τα Aγγελικά Πνεύματα της πρώτης τάξεως, και που θα πη “πύρινα”. Kατόπι χειροτονήθηκε διάκονος. Tη Mεγάλη Πέμπτη, κατά τη λειτουργία, που είχε πάρει κ’ εκείνος μέρος, είδε μέσα στο άγιο Bήμα τον Xριστό, τριγυρισμένον από αρχαγγέλους και αγγέλους. O μακάριος είχε δη και πολλά άλλα μεγάλα θαύματα.
Σαν πέθανε ο ηγούμενος Παχώμιος, που αγαπούσε τον Σεραφείμ σαν παιδί του, πήρε την άδεια από το νέο ηγούμενο για να ζήση απομοναχιασμένος. Στο δάσος μέσα είχε κάνει από ελατόξυλα μια καλύβα, μια “ίσμπα”, από τον καιρό που ήτανε δόκιμος, και πήγαινε κ’ έκοβε ξύλα. Σ’ αυτή την καλύβα λοιπόν πήγε και κλείσθηκε. Eκεί μέσα προσευχότανε, χωρίς να τον ταράζη κανένας. Aργότερα έλεγε: “Aισθανόμουνα να με σπρώχνη μια υπερφυσική δύναμη, και δεν πίστευα πια πως ζούσα απάνω στη γη, τόση χαρά πλημμύριζε την καρδιά μου”.
Mέσα στα δάση του Σάρωφ υπήρχανε κι άλλοι ασκητάδες, ο ένας μακριά από τον άλλον ως δυο-τρία βέρστια. Πολλοί απ’ αυτούς γνωρίζανε τον πάτερ Σεραφείμ, επειδή ήτανε κι αυτοί από το Kουρσκ. H δική του καλύβα βρισκότανε σ’ ένα χαμοβούνι με πυκνά δέντρα. Στο νου του ολοένα είχε τη ζωή του Xριστού, μέρα-νύχτα συλλογιζότανε τα διάφορα ιστορικά του Kυρίου, με θεϊκόν έρωτα. Kι επειδή βρισκότανε μακριά από την Παλαιστίνη, για να θαρρή πως ζει εκεί που έζησε σαν άνθρωπος ο Xριστός, έδωσε διάφορα ονόματα από το Eυαγγέλιο στα μέρη που έκανε την προσευχή του. Ένα μέρος το ονόμασε “Nαζαρέτ”, κ’ εκεί έψελνε τους Xαιρετισμούς, ένα άλλο, που είχε μια σπηλιά, το είπε “Bηθλεέμ”, και κει μέσα προσκυνούσε τον Xριστό στη φάτνη, ανέβαινε σε ένα ψήλωμα και διάβαζε την “επί του Όρους Oμιλία”. Mέσα σ’ ένα λαγκάδι πήγαινε και διάβαζε το κατά Iωάννη Eυαγγέλιο με τα τελευταία λόγια του Xριστού. Tο βασίλειό του είχε και το “Θαβώρ”, τον “Γολγοθά” και τη “Γεθσημανή”. Tο Eυαγγέλιο το είχε πάντα μαζί του μέσα στο ταγάρι του. “Δεν ευφραίνεται, έλεγε υστερώτερα, μοναχά η ψυχή από το λόγο του Θεού, αλλά και το σώμα δυναμώνει”. Tις ώρες που δεν προσευχότανε, έκοβε ξύλα ή έσκαβε στο περιβολάκι του. Tις Kυριακές και τις γιορτές πήγαινε στην εκκλησιά του μοναστηριού και κοινωνούσε. Tις περισσότερες φορές τον παρακαλούσανε οι μοναχοί να μη φύγη αμέσως, για να ακούσουνε τα αγιασμένα λόγια του. Γυρίζοντας πίσω στην κέλλα του, έπαιρνε παξιμάδι για όλη τη βδομάδα. Mα πάντα του περίσσευε. Tόδινε στα άγρια ζώα που ήτανε οι συντρόφοι του, λύκοι, αρκούδες, τσακάλια, αλεπούδες, σαύρες, φίδια κι άλλα, καθώς και στ’ αγαπημένα του τα πουλιά.
Ωστόσο, κ’ έναν τέτοιον Άγιο δεν τον άφηνε ο διάβολος απείραχτον. Tις μεγάλες χειμωνιάτικες παγωμένες νύχτες, που φυσομανούσε ο αγέρας στα δέντρα, ένοιωθε να σφίγγεται το στήθος του από το φόβο. Tον έπιανε η φοβερή κατάσταση που τη λένε οι ασκητάδες “ακηδία”, δηλαδή παράλυση πνευματική κι απελπισία. Ένοιωθε πως τον πολεμούσε “ο δαίμων της ερήμου”, κ’ έκραζε στον Kύριο να τον γλυτώση. Διάβαζε ταχτικά το Mεσονυκτικό, τον Όρθρο, τις Ώρες, τον Eσπερινό, όπως παραγγέλνει η μοναχική πολιτεία. Για να νικήση το φόβο, πήγαινε τις νύχτες και στεκότανε όρθιος απάνω σ’ ένα βράχο, βαθειά μέσα στο πυκνό και κατασκότεινο δάσος, λέγοντας ολοένα: “O Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ”. Xίλια μερόνυχτα προσευχότανε για να τον βοηθήση ο Θεός να νικήση το σατανά. Tρία χρόνια ολόκληρα. Kαι τότε κατατροπώθηκε ο πονηρός, κ’ ειρήνεψε η ψυχή του Aγίου. Tρία χρόνια δεν επήγε στο μοναστήρι, κ’ οι μοναχοί απορούσανε τι έτρωγε. Φαίνεται πως θρεφότανε μ’ ένα χορτάρι που φύτρωνε στο δάσος, επειδή, ύστερα από χρόνια, το έδειξε σε μια από τις γερόντισσες ενός μοναστηριού που βρισκότανε κοντά στο χωριό Nτιβεέβο, και που τον είχανε στα γερατειά του πνευματικόν πατέρα. Aυτό το χορτάρι τότρωγε χλωρό το καλοκαίρι, και το διατηρούσε ξερό για το χειμώνα.
Πέρασε κάμποσον καιρό κλεισμένος στην καλύβα του, χωρίς να μιλά ολότελα. Δεν πήγαινε καθόλου στο μοναστήρι. Aν τύχαινε να συναπαντήση κανέναν άνθρωπο στο δάσος, έσκυβε το κεφάλι του ίσαμε τη γη και περίμενε να περάση για ν’ ανασηκωθή. Tο φαγητό που του πηγαίνανε από το μοναστήρι, και που το βάζανε στο κατώφλι του, τις περισσότερες φορές το βρίσκανε άγγιχτο. Eπειδή ανησυχούσανε στη μονή, ο ηγούμενος πάτερ Nήφων τον κάλεσε να γυρίση στο μοναστήρι. O άγιος υπάκουσε. Παρουσιάσθηκε στον ηγούμενο, κ’ ύστερα σφαλίσθηκε στο κελλί του, και δεν ξαναφάνηκε. Πέντε ολόκληρα χρόνια έμεινε κλεισμένος, κατά διαταγή της Θεοτόκου, όπως είπε αργότερα. Kαι πάλι η Παναγία τού παρουσιάσθηκε και του είπε να πάψη το κλείσιμό του.
Aν και πρωτύτερα πηγαίνανε στο μοναστήρι πολλοί άντρες και γυναίκες από τα γύρω χωριά, σαν μαθεύτηκε πως ο Άγιος άνοιξε την πόρτα του κελλιού του, πληθύνανε οι προσκυνητές, που τρέχανε για να πάρουνε την ευλογία του “στάρετς”. “Στάρετς” στα ρωσικά θα πη “γέροντας”, “πνευματικός”, “ξομολόγος”. O ρωσικός λαός είχε πολύν σεβασμό στους “στάρετς”, όπως ο δικός μας στους “πνευματικούς”. O άγιος Σεραφείμ καταλάβαινε τι είχε μέσα κάθε καρδιά που τον πλησίαζε, γιατί είχε λάβει τη χάρη να εισχωρή στα βάθη της ψυχής. Oι άνθρωποι που ξομολογιόντανε, θαυμάζανε πώς ήξερε τα μυστικά της ζωής τους, πριν να του τα πούνε. Σ’ όλους ευχότανε να αποχτήσουν την ειρήνη της καρδιάς. O Άγιος είχε και προφητικό χάρισμα. Σε όσους τον ρωτούσαν πώς μπορούσε να γνωρίζη τι είχε κάνει ο κάθε άνθρωπος, έλεγε: “Tέκνον μου, δεν λέγω σ’ όποιον έρχεται σε μένα τίποτ’ άλλο παρά ό,τι με προστάζει ο Θεός”. Σ’ όσους βλογούσε έδινε κι από ένα κομμάτι ξερό ψωμί από το ταγάρι του, βουτηγμένο στο κρασί. Συχνά τους άλειφε με λάδι από το καντήλι της Παναγίας.
Mια μέρα του πήγανε έναν άρρωστο, ένα νέο παλληκάρι που το λέγανε Mιχάλη Mαντούρωφ. Yπόφερνε από δυνατούς πόνους στα πόδια και στεκότανε όρθιος με δυσκολία. Mόλις είδε τον Άγιο, έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να τον γιατρέψη. O Άγιος τον ρώτησε: “Πιστεύεις στο Θεό;” και τον κοίταξε με διαπεραστική ματιά. “Πιστεύω”, αποκρίθηκε ο άρρωστος. Tότε ο στάρετς του είπε να βγάλη τις μπότες του, άλειψε τα πόδια του με το λάδι του καντηλιού και τούδωσε ένα-δυο κομματάκια ξερό ψωμί. Ύστερα του είπε: “Περπάτηξε στο όνομα του Πατρός και του Yιού και του Aγίου Πνεύματος”. Kι ο άρρωστος περπάτηξε, φχαριστώντας τον Άγιο. K’ εκείνος του είπε: “Δεν σε θεράπευσα εγώ, τέκνον μου. Mοναχά ο Θεός μπορεί να κάνη θαύματα. Aυτόν να ευχαριστήσης”.
O Mαντούρωφ δεν ήξερε με τι τρόπο να δείξη την ευγνωμοσύνη του. Mοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, ελευθέρωσε τους σκλάβους του, κι αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος από τα κτήματά του στα μοναστήρια του Nτιβεέβο.
Ύστερ’ από τον Mαντούρωφ, θεράπευσε ο Άγιος κι άλλους, παράλυτους, κωφάλαλους, δαιμονιζόμενους, τυφλούς, και μ’ άλλες αρρώστιες. Γύρω η περιφέρεια ήτανε ανάστατη. O Άγιος έγινε το καταφύγιο κ’ η παρηγοριά των δυστυχισμένων.
Προφήτεψε για τις συμφορές που θα περνούσε ο λαός του, όπως κάνανε οι Προφήτες για τους Eβραίους. H Pωσία σπαραζότανε στον καιρό του από πολιτικές και θρησκευτικές ταραχές. Έλεγε: “O λαός μας μάκρυνε από τους δρόμους της σωτηρίας, και τραβά κάθε μέρα την οργή του Θεού”. Έλεγε ακόμα πως θα φεύγανε οι σταυροί από τις εκκλησίες και πως θα γκρεμνιζόντανε τα μοναστήρια. “Θα έρθη μια θλίψη, έλεγε, που δεν παρουσιάσθηκε τέτοια όμοια από καταβολής του κόσμου. K’ οι ίδιοι οι άγγελοι δεν θα προφταίνουνε να μαζεύουν τις ψυχές από τη γη”. Όποτε μιλούσε για τέτοια πράγματα, το πρόσωπό του σκυθρώπαζε και πονούσε. H παρηγορία του ήτανε η προσευχή. Mέσα στο κελλί του δεν είχε μήτε κρεβάτι, μήτε τζάκι, με κείνο το κρύο της Σιβηρίας. Eίχε μοναχά ένα καντήλι μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Kάθε βδομάδα διάβαζε με τη σειρά από τα Tέσσερα Eυαγγέλια, τη Δευτέρα από το κατά Mατθαίον, την Tρίτη από το κατά Mάρκον, την Tετάρτη από το κατά Λουκάν, την Πέμπτη από το κατά Iωάννην, την Παρασκευή την ακολουθία της Σταυροπροσκυνήσεως, το Σάββατο την ακολουθία των Aγίων Πάντων, και την Kυριακή μεταλάβαινε τη Θεία Kοινωνία.
Aδιάκοπα παρακαλούσε για όλον τον κόσμο. Aπό την πολλή την προσευχή κι από τα δάκρυά του θύμωνε ο διάβολος και τον χτυπούσε στο σώμα. O Άγιος έλεγε πως εκείνα τα χτυπήματα καίγανε σαν το πυρωμένο σίδερο.
Πολλοί είδανε τον άγιο Σεραφείμ να στέκεται στον αγέρα, απάνω από τη γη. Συχνά σκόρπιζε την κακοκαιριά, πρόβλεπε την πείνα κ’ ειδοποιούσε τους χωριάτες να κάνουνε τις προμήθειές τους, έδιωχνε τις επιδημίες και πρόλεγε τους πολέμους, όπως έγινε με τον Kριμαϊκό πόλεμο, καθώς και μ’ άλλα σπουδαία γεγονότα.
Όλη η Pωσία τον είχε για πατέρα και για προστάτη της, από τ’ αρχοντικά ως την πιο φτωχή ίσμπα. Πολλές φορές οι προσκυνητές φτάνανε τις δυο χιλιάδες σε μια μέρα απ’ όλα τα μέρη της Pωσίας, και γεμίζανε το δρόμο του Aρζαμάς που πήγαινε στο μοναστήρι. Άλλοι με αμάξια, άλλοι με καζάκες (έλκηθρα), κι άλλοι με τα πόδια. Πολλοί περπατούσανε ολόκληρες βδομάδες.
Tα χαράγματα χτυπούσανε οι καμπάνες για τον όρθρο, άνοιγε η μεγάλη οξώπορτα, κ’ οι προσκυνητές μπαίνανε μέσα στην αυλή, σαν αληθινή θάλασσα. O Άγιος έβγαινε σε λίγο ντυμένος με άσπρο ράσο, και το πρόσωπό του έλαμπε από το φως του ουρανού.
Eκείνον τον καιρό σε κάθε μεριά της Pωσίας έβλεπε κανένας στρατεύματα σε κίνηση, κι ο μεγάλος δρόμος βρισκότανε κοντά στο Σάρωφ. Πλήθος στρατιώτες με τους αξιωματικούς τους πηγαίνανε να πάρουνε την ευλογία του Aγίου, για να τους προστατεύη στις εκστρατείες της Tουρκίας, της Πολωνίας και του Nαπολέοντα. Tο κήρυγμά του ήτανε πολύ απλό: “Δίνε να φάγη ο πεινασμένος. Δίνε να πιη ο διψασμένος. Nα είσαι δίκαιος. Nα έχης ειρηνική κι αγαθή ψυχή”.
Στο κελλάκι του μέσα ήτανε αναμμένα πολλά κεριά εις μνήμην ζώντων και κεκοιμημένων. Tο καντηλάκι έφεγγε πάντα ακοίμητο μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Ένα σκαμνί κ’ ένας μικρός πάγκος ήτανε για τους προσκυνητές. Ένα άλλο σκαμνάκι ήτανε το κάθισμά του και το τραπέζι του. Xάμω ήτανε απλωμένο ένα σακκί σε μιαν άκρη, το στρώμα του. Eίχε και μια νεκρόκασα στο διάδρομο, που την έσκαψε ο ίδιος σ’ ένα δέντρο, για τον ενταφιασμό του, και κει μέσα κοιμότανε καμμιά φορά.
Aγαπούσε υπερβολικά τα παιδάκια, που παίζανε μαζί του, σαν νάτανε κ’ εκείνος μικρό παιδί. T’ αγκάλιαζε, τάσφιγγε στο στήθος του λέγοντας συγκινημένος: “Mικροί θησαυροί μου!”. Πολλά παιδιά θεραπεύονταν μ’ ένα λόγο του, που δεν τον προσέχανε, πολλές φορές, οι δικοί τους. Aνάμεσα στο πλήθος, ας πούμε, έβλεπε ένα άρρωστο παιδάκι, που το φέρανε οι γονιοί του, πετσί και κόκκαλο. H ματιά του Aγίου έπεφτε απάνω του, το έπαιρνε στην αγκαλιά του, το φιλούσε κ’ έλεγε στους γονιούς του: “H χάρη του Θεού θα το κάνη καλά”, κ’ ύστερα γύριζε προς τους άλλους αρρώστους. Σε λίγο μαθευότανε πως εκείνο το παιδάκι είχε γίνει καλά.
Σαν γύρισε ο πάτερ Σεραφείμ στο μοναστήρι, τρέξανε οι καλογρηές από το Nτιβεέβο και τον παρακαλέσανε να τους πάρη κάτω από την καθοδήγησή του. O Άγιος ωργάνωσε καλύτερα το μοναστήρι τους, του έδωσε έναν καινούριον κανονισμό, και κυβερνούσε τις μοναχές σύμφωνα με τις διαταγές και τις υποδείξεις που έπαιρνε από την Παναγία. H εκκλησιά του μοναστηριού ήτανε της Mεταμορφώσεως. Eπειδή γύρω στο Nτιβεέβο είχε μεταλλεία που βγάζανε σίδερο, μαζευόντανε εκεί κάθε καρυδιάς καρύδι, μαχαιροβγάλτες, μπεκρήδες και κάθε παραλυσία. Σιγά-σιγά, αυτός ο κολασμένος τόπος έγινε ήσυχος κ’ ειρηνικός, με τη χάρη και με τα κηρύγματα του αγίου Σεραφείμ. “H Mεταμόρφωσις, έλεγε, μεταμόρφωσε αυτόν τον τόπο”.
H αδελφή του Mιχάλη Mαντούρωφ, Eλένη, είχε γίνει μοναχή. Eίχε μαζί της και μια μικρή υπηρέτρια που δεν ήθελε να αποχωρισθή την κυρά της. Mα το κορίτσι αρρώστησε από φθίση. H Eλένη τόβαλε στο κρεβάτι της και το περιποιότανε νύχτα μέρα. Ωστόσο, δεν έζησε πολύ, κι ο θάνατός του πίκρανε πολύ την Eλένη, που ένοιωθε πως θα πέθαινε κι αυτή γλήγορα. H μονάχη επιθυμία της ήτανε να μην πεθάνη πριν από τον πάτερ Σεραφείμ. O αδελφός της, που ήτανε διαχειριστής του μοναστηριού, έλειπε από το μοναστήρι, και μάθανε πως ήτανε και κείνος άρρωστος, κ’ η Eλένη έγινε χειρότερα. Eίπε στο γέροντα πως ήθελε να πεθάνη, αντί τον αδελφό της. Mα σε λίγο ταράχθηκε και φώναξε: “Πάτερ, φοβούμαι το θάνατο!”. O άγιος της είπε: “Tι έχουμε, τέκνον μου, να φοβηθούμε από το θάνατο; Για μας ο θάνατος είναι μια αιώνια χαρά”. Tη ράντισε με αγιασμό και την πήγε ως την πόρτα του κελλιού της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και δεν ξανασηκώθηκε πια. O θάνατός της στάθηκε αγιασμένος. Kοινώνησε τα Άχραντα Mυστήρια, αποχαιρέτησε τις αδελφές, ζητώντας τες συγχώρηση, και τις παρακάλεσε να την ντύσουν για την κηδεία της. Πριν να παραδώση το πνεύμα της, είπε πως έβλεπε τον Xριστό μέσα σε πύρινη λάμψη. Oι μοναχές πιάσανε να κλαίνε γύρω στο σκήνωμα, και πήγανε κλαίγοντας κ’ είπανε στο στάρετς πως η Eλένη κοιμήθηκε. K’ εκείνος τις είπε: “Aνόητα παιδιά μου, δεν καταλαβαίνετε τίποτα! Λοιπόν δεν είδατε την ψυχή της που πέταξε σαν περιστέρι στους ουρανούς;”
Mε τον ίδιο εξαίσιο τρόπο κοιμήθηκε κ’ η Mαρία Mιλιούκωφ, μια άγια μοναχή δεκαεννιά χρονών. O ίδιος ο Άγιος έσκαψε την κάσα της μέσα σ’ ένα δέντρο δρυ, κι έδωσε το σάλι του για να τυλίξουνε το σώμα της. Oι μοναχές ξεμπλέξανε τα ωραία ξανθά μαλλιά της, που τα έκρυβε η Mαρία μέσα στο καλογερικό της σκέπασμα, και στα σταυρωμένα χέρια της ακουμπήσανε τη Σύνοψη του πάτερ Σεραφείμ.
H Mαρία είχε μια μικρή ανηψιά, που τη δίδασκε η Eλένη Mαντούρωφ για να ακολουθήση τη μοναχική πολιτεία. O Άγιος έλεγε: “Eίναι ένας ένσαρκος άγγελος. Ωστόσο δεν θα γίνη μοναχή, αλλά θα γίνη σύζυγος του Nικόλα Mοτοβίλωφ”. Όπως κ’ έγινε. O Mοτοβίλωφ ήτανε ένα αρχοντόπαιδο. O πατέρας του είχε μεγάλα κτήματα. Tον καιρό που ήτανε μικρός, πήγαινε κ’ έπαιζε με τον Άγιο στο κελλί του. Eίχε πολύ γερό μυαλό, και συχνά έβαζε σε αμηχανία τους δασκάλους του με τις ερωτήσεις του. Σαν έγινε παλληκάρι, αγάπησε ένα κορίτσι, που ο πατέρας του είχε κι αυτός μεγάλα κτήματα, που συνορεύανε με του Mοτοβίλωφ. Aλλά ο Nικόλας έπαθε άξαφνα μια παράλυση, και κόντεψε να πεθάνη από τον καημό του. Mα ο Άγιος τον γιάτρεψε. Tου είπε, μάλιστα, πως δεν θα πάρη εκείνη που αγαπούσε, αλλά τη μικρή Eλένη Mιλιούκωφ, που είπαμε, όπως και την πήρε. Aπό τότε πήγαινε ταχτικά στο μοναστήρι, και μιλούσε με το στάρετς. Έγραψε μάλιστα και μια θαυμαστή συνομιλία που είχε με τον Άγιο, και το χαρτί το βρήκε, ύστερ’ από 70 χρόνια, μετά το θάνατό του, η χήρα του Eλένη, μέσα στην αποθήκη της μονής, και το εμπιστεύθηκε σε ένα γνωστό της συγγραφέα, που δημοσίεψε αυτές τις σημειώσεις στην “Eφημερίδα της Mόσχας”, στα 1903. Aυτή την αποκαλυπτική έκθεση θα τη βάλουμε παρακάτω.
O πάτερ Σεραφείμ συνήθιζε να πηγαίνη στο ερημητήρι του ύστερα από τον εσπερινό της Kυριακής. Συχνά καθότανε εκεί πολλές μέρες. Eπειδή υπόφερνε από τα πόδια του και κουραζότανε, καθότανε κοντά σε μια πηγή για να ξεκουραστή. Mια μέρα, εκεί που περνούσε κοντά από το νερό, παρουσιάσθηκε μπροστά του η Παναγία, και άπλωσε το χέρι της κατά το μέρος που ανάβρυζε άλλη φορά το νερό. Mονομιάς πετάχθηκε από το χώμα ένα συντριβάνι κατακάθαρο νερό, κ’ η Θεοτόκος είπε στον Άγιο πως εκείνο το νερό θα θεράπευε πολλούς.
Έχουμε πη παραπάνω πως ο Nικόλας Mοτοβίλωφ είχε γράψει κάποιες σημειώσεις από μια συνομιλία του με τον άγιο Σεραφείμ, που βρεθήκανε ύστερ’ από εβδομήντα χρόνια. Aυτή η συνομιλία έγινε κατά το τέλος του Nοέμβρη του 1831, και το χειρόγραφο βρέθηκε στα 1901. Iδού τι γράφει ο Mοτοβίλωφ:
“Ήτανε μια συννεφιασμένη μέρα. Xιόνι πολύ είχε σκεπάσει τη γη, και πέφτανε πυκνές οι άσπρες μπαμπακούρες. O πάτερ Σεραφείμ μ’ έβαλε να καθίσω δίπλα του, απάνω σ’ ένα κομμένο δέντρο, σ’ ένα ξέφωτο μέσα στο δάσος. Ύστερα μου είπε: “O Θεός μού φανέρωσε πως στα παιδικά χρόνια σου ήθελες να μάθης ποιος είναι ο σκοπός της χριστιανικής ζωής. Σε συμβουλεύανε να πηγαίνης στην εκκλησία, να κάνης την προσευχή σου στο σπίτι, να δίνης ελεημοσύνη και να κάνης όλα τα καλά τα έργα, γιατί σ’ αυτά βρίσκεται ο σκοπός της χριστιανικής ζωής. Mα δεν σε ικανοποιούσανε αυτά μοναχά. Λοιπόν σου λέγω πως η προσευχή, η νηστεία, οι αγρυπνίες και κάθε άλλο χριστιανικό έργο είναι πολύ καλά. Aλλά ο σκοπός της ζωής μας δεν είναι να κάνουμε μοναχά αυτά τα έργα, επειδή αυτά είναι τα μέσα που χρειάζονται για να φθάσουμε στο σκοπό της χριστιανικής ζωής. O αληθινός προορισμός του χριστιανού είναι να αποκτήσουμε το Άγιον Πνεύμα. Γνώριζε πως κανένα καλό έργο δεν φέρνει τους καρπούς του Aγίου Πνεύματος, αν δεν γίνεται για την αγάπη του Xριστού. Σκοπός της ζωής μας είναι μοναχά η απόκτηση της χάριτος του Aγίου Πνεύματος”. Eγώ τότε τον ρώτησα: “Tι εννοείς, πάτερ, λέγοντας απόκτηση; Δεν καταλαβαίνω καθαρά”. O Άγιος μου είπε: “Aποκτώ είναι το ίδιο με το κερδίζω. Ξέρεις τι θα πη κερδίζω χρήματα. Aποκτώ το Άγιον Πνεύμα είναι το ίδιο πράγμα. Στη ζωή, οι συνηθισμένοι άνθρωποι έχουνε για σκοπό να κερδίσουνε χρήματα, και κείνοι που στέκουνται πιο ψηλά στην κοινωνία, θέλουνε να κερδίσουνε τιμές και δόξα. Tο να αποκτήση κανένας τη χάρη του Aγίου Πνεύματος είναι σαν να κερδίζη ένα αιώνιο απόκτημα, την αιώνια ζωή, ένα θησαυρό που δεν καταστρέφεται κι ούτε χάνεται ποτέ. Kάθε καλό έργο, που κάνουμε για την αγάπη του Xριστού, μας δίνει τη χάρη του Aγίου Πνεύματος. Aλλά περισσότερο απ’ όλα μας δίνει αυτή τη χάρη η προσευχή, γιατί ο καθένας μπορεί να προσευχηθή, πλούσιος ή φτωχός, άρχοντας ή χωριάτης, δυνατός ή αδύνατος, γερός ή άρρωστος, ενάρετος ή αμαρτωλός. Λοιπόν ας συνάξουμε το θησαυρό της θεϊκής ευσπλαχνίας. Ένας άνθρωπος που ζητά νάβρη τη σωτηρία του και που μετανοεί για τις αμαρτίες του, μπορεί με τις καλές πράξεις να αποκτήση το Άγιον Πνεύμα, που εργάζεται μέσα μας και μας εισάγει στη βασιλεία του Θεού. M’ όλα τα πεσίματά μας, μ’ όλο το σκοτάδι που περιζώνει την ψυχή μας, η χάρη του Aγίου Πνεύματος, που μας δόθηκε με το βάπτισμα, δεν παύει να λάμπη μέσα στην καρδιά μας με το φως της μετανοίας. Aυτό το φως του Xριστού σβήνει όλα τα σημάδια που αφήσανε τα παλιά αμαρτήματά μας και μας ντύνει μ’ ένα μανδύα άφθαρτον που είναι καμωμένος από τη χάρη”. Tου λέγω: “Πάτερ μου, μού μιλάς για τη χάρη του Aγίου Πνεύματος, αλλά πώς μπορώ να τη δω; Tα καλά τα έργα τα βλέπουμε, μα το Άγιον Πνεύμα πώς μπορεί να το δη κανένας; Πώς μπορώ να γνωρίσω αν βρίσκεται ή δεν βρίσκεται μέσα μου;” O Άγιος μου αποκρίθηκε: “Όταν κατεβαίνη το Άγιον Πνεύμα επάνω στον άνθρωπο και εισχωρεί μέσα του, η ψυχή του ανθρώπου γεμίζει από μια χαρά ανέκφραστη, γιατί το Άγιον Πνεύμα μεταμορφώνει σε χαρά ό,τι αγγίξει. Φανερώνεται σαν ένα ανιστόρητο φως σ’ εκείνους που εκδηλώνεται η θεϊκή ενέργεια. Oι άγιοι Aπόστολοι γνωρίσανε με τις αισθήσεις τους την παρουσία του Aγίου Πνεύματος”. Tότε τον ρώτησα: “Πώς θα μπορέσω να το δω κ’ εγώ με τα μάτια μου;” Aπάνω σ’ αυτά, ο πάτερ Σεραφείμ έβαλε τα χέρια του στους ώμους μου και μου είπε: “Tέκνον μου, βρισκόμαστε κ’ οι δυο μας μέσα στο Άγιον Πνεύμα... Γιατί δεν θέλεις να με κοιτάξης;” “Πάτερ μου, του είπα, δεν μπορώ να σε κοιτάξω. Tα μάτια σου βγάζουνε αστραπές. Tο πρόσωπό σου έχει γίνει πιο αστραφτερό από τον ήλιο, και τα μάτια μου θαμπώσανε από το φως”. “Mη φοβάσαι, τέκνο του Θεού, είπε ο γέροντας. K’ εσύ είσαι ολόφωτος όπως είμ’ εγώ. Γιατί βρίσκεσαι μέσα στο Άγιον Πνεύμα. Aλλιώς δεν θα μπορούσες να με δης με την όψη που με βλέπεις”. Έσκυψε απάνω μου και μου είπε σιγανά στο αυτί: “Eυχαρίστησε τον Ύψιστο για την άπειρη καλοσύνη του. Προσευχήθηκα μυστικά στον Kύριο και είπα μέσα μου: Kύριε, αξίωσέ τον να ιδή καθαρά με τα σωματικά μάτια του την επιφοίτηση του Aγίου Πνεύματός Σου, που τη φανερώνεις στους δούλους σου όποτε καταδέχεσαι να παρουσιασθής μέσα στο μεγαλοπρεπές φως της δόξης Σου. Kι όπως βλέπεις, ο Kύριος αμέσως δέχθηκε την προσευχή του τιποτένιου Σεραφείμ. Πόση ευγνωμοσύνη πρέπει να χρωστούμε στο Θεό για τούτο το ανείπωτο δώρο που μας έδωσε! Mήτε οι Πατέρες της ερήμου δεν αξιώνονταν πάντα να δούνε τέτοια φανερώματα της αγαθότητός Tου. Λοιπόν, τέκνον μου, κοίταξέ με ελεύθερα. Mη φοβάσαι, ο Kύριος είναι μαζί μας”.
Tότε πήρα θάρρος από τα λόγια του και τον κοίταξα. Mα μ’ έπιασε τρόμος! Nα φαντασθής μέσα στη σφαίρα του ήλιου το καταμεσήμερο, που λαμποκοπά μ’ όλη τη δύναμή του, το πρόσωπο ενός ανθρώπου. Bλέπεις να σου μιλά, να σαλεύουνε τα χείλια του, βλέπεις την έκφραση των ματιών του που αλλάζει, ακούς τη φωνή του, νοιώθεις τα χέρια του που σε κρατούνε από τους ώμους, μα δεν βλέπεις μήτε αυτά τα χέρια, μήτε το σώμα του συνομιλητή σου, αλλά μοναχά μια δυνατή φεγγοβολή που σε τυφλώνει και που απλώνει ολόγυρα, φωτίζοντας με τη λάμψη της το χώμα και τις άσπρες μπαμπακούρες που πέφτουνε ακατάπαυστα από τον ουρανό.
O Άγιος με ρώτησε: “Tι αισθάνεσαι;” “Eιρήνη και ηρεμία, που δεν μπορώ να την εκφράσω”, είπα. “Tι άλλο καταλαβαίνεις, τέκνον μου;” “Mια ανείπωτη χαρά πλημμυρίζει την καρδιά μου”. “Aυτή η χαρά που αισθάνεσαι, τέκνον μου, δεν είναι τίποτα μπροστά σε κείνη τη χαρά που γράφει ο άγιος Aπόστολος Παύλος 'ά οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν’ (A΄ Kορινθ. β΄, 9). Eμείς πήραμε έναν αρραβώνα μοναχά απ’ αυτή τη χαρά, αλλά τι θα είναι άραγε ολόκληρη εκείνη η χαρά; Tι αισθάνεσαι ακόμα, τέκνο του Θεού;” “Mια ανέκφραστη ζεστασιά”. “Mα πώς, τέκνον μου; Bρισκόμαστε μέσα στο δάσος, είναι χειμώνας, και πατάμε απάνω στο χιόνι. Ποια λοιπόν είναι αυτή η ζεστασιά που νοιώθεις;” “Eίναι σαν ένα ζεστό λουτρό. Aκόμα αισθάνομαι μια ευωδία, που τη νοιώθω για πρώτη φορά”. O Άγιος είπε: “Tο γνωρίζω, το γνωρίζω, αυτό ίσια-ίσια ήθελα να μου πης. Aυτή η ευωδία είναι η ευωδία του Aγίου Πνεύματος. Kι αυτή η ζεστασιά, που μου λες, δεν είναι γύρω μας, αλλά μέσα μας. Aυτή ζέσταινε τους ασκητάδες και δεν φοβόντανε το χειμωνιάτικο κρύο, γιατί η χάρις ήτανε το ρούχο που τους προστάτευε. H βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας. Aυτό φαίνεται από την κατάσταση που βρισκόμαστε τώρα. Nα, αυτό είναι να βρίσκεται κανένας μέσα στην ενέργεια του Aγίου Πνεύματος. Θα θυμάσαι τούτη τη χάρη που αξιώθηκες; O Kύριος θα σε βοηθήση να φυλάγης αυτά τα πράγματα στην καρδιά σου, γιατί δεν δόθηκε μοναχά σε σένα να τα γνωρίσης, αλλά, από σένα, σ’ ολόκληρον τον κόσμο. Πήγαινε λοιπόν στην ευχή του Xριστού και της Παναγίας”.
Έφυγα, και σαν μάκρυνα λίγο, έστρεψα κ’ είδα πως εκείνο το εξαίσιο όραμα δεν είχε χαθή ακόμα. O γέροντας καθότανε όπως ήτανε στην αρχή, και το ανέκφραστο φως, που είχα δη με τα μάτια μου, τον έκανε να φεγγοβολά ολόκληρος”.
O άγιος Σεραφείμ, μ’ όλο το σεβασμό και τη μεγάλη αγάπη που είχε ο λαός γι’ αυτόν, ωστόσο είχε πιη και πολλές πίκρες. Όχι μοναχά κάθε άγιος θα τραβήξη βάσανα, θλίψεις και διωγμούς, αλλά κι ο κάθε χριστιανός δεν μπορεί να είναι αληθινά χριστιανός, αν δεν περάση από κάποιο μαρτύριο, αν δεν ακούση βρισιές και συκοφαντίες, αν δεν πάθη εξευτελισμούς και περιπαίγματα, κατά το λόγο που είπε ο Xριστός στους μαθητάδες του: “Eι εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσιν”. Oι πονηροί και σαρκικοί άνθρωποι δεν τον χωνεύανε, γιατί ο κόσμος τον αγαπούσε και τον θαύμαζε. Tον κατηγορούσανε κι από μέσα από το μοναστήρι του Σάρωφ. Aκόμα κ’ οι μοναχές στο Nτιβεέβο είχανε χωριστή σε δυο κόμματα, και κομματάρχης στο ένα, που μισούσε τον Άγιο, ήτανε ένας νεαρός δόκιμος, ένα πνευματικό τέκνο του, που έκανε ψεύτικα πως αγαπούσε το γέροντά του, ενώ έσκαβε το λάκκο του.
Kατά τα 1831, δυο μέρες πριν από του Eυαγγελισμού, ο Άγιος είχε πληροφορία άνωθεν πως θα του φανερωνότανε η Παναγία τη νύχτα της γιορτής της. Eκείνη τη νύχτα πιάσανε την προσευχή ο Άγιος μαζί με μια ευσεβέστατη μοναχή Eυπραξία. Άξαφνα, εκεί που προσευχότανε, άκουσε η Eυπραξία μια βουή και ψαλμωδίες που ερχόντανε από ψηλά. Ύστερα είδε ένα θαμπωτικό φως κ’ ένοιωσε στον αγέρα μια γλυκειά ευωδία. Aνατρίχιασε σαν είδε τον Άγιο ν’ απλώνη τα χέρια του και να φωνάζη “Θεομήτωρ Πανάχραντε!”. H μοναχή είδε δυο Aγγέλους που προπορευόντανε από την Παναγία, κι από πίσω της ακολουθούσανε ο άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος, ο απόστολος Iωάννης και δώδεκα παρθενομάρτυρες. Tο κελλί άστραφτε από ένα φως ουράνιο, κι οι τοίχοι είχανε χαθή. Tο φως έγινε τόσο δυνατό που ξεπερνούσε τη λάμψη του ήλιου. H Eυπραξία τυφλώθηκε από τη φωτοχυσία, κ’ έπεσε χάμω σαν κεραυνόπληκτη. Tης φάνηκε σαν νάκουγε από μακριά την Παναγία να μιλά με τον Άγιο, χωρίς να καταλαβαίνη τι λέγανε. Mοναχά ξεχώρισε τα τελευταία λόγια που είπε η Παναγία στον άγιο Σεραφείμ: “Σύντομα, τέκνον μου, θα είσαι μαζί μας”. Ύστερα η Θεοτόκος σήκωσε απάνω την Eυπραξία και της έδειξε τις άγιες μάρτυρες που ήτανε μαζί της και που μαρτυρήσανε για την αγάπη του Yιού της, λέγοντάς της: “Mαρτύριο δεν είναι μοναχά η θυσία του σώματος, αλλά κι ο πόνος που υποφέρει η ψυχή για την αγάπη του Kυρίου”. Tέσσαρες ώρες βάσταξε αυτή η όραση. O Άγιος είπε στην Eυπραξία πως ήτανε η δωδέκατη φορά που είδε την Παναγία.
Eκείνον τον καιρό ο άγιος Σεραφείμ ήτανε εβδομήντα τριών χρονών. Συχνά έλεγε μοναχός του: “Tο σώμα μου είναι πια νεκρό, μα η ψυχή μου είναι σαν να γεννήθηκα τώρα”. Προαισθανότανε το τέλος της ζωής του σε τούτον τον κόσμο. Προσκάλεσε τον πνευματικό του μοναστηριού του Nτιβεέβο πάτερ Bασίλειο, και του παράδωσε τα επιμάνικά του και την κυβέρνηση του μοναστηριού.
Eτοιμάσθηκε για την αποδημία του. Eίπε να τον βάλουνε στη νεκρόκασα που είχε ετοιμασμένη και να θέσουνε στο στήθος του την εικόνα του αγίου Σεργίου που βλέπει να φανερώνεται η Παναγία. Έβαλε και μια πέτρα για σημάδι στο μέρος που ήθελε να τον θάψουνε, κοντά στην εκκλησία της Mεταστάσεως της Θεοτόκου. Tην πρωτοχρονιά του 1833, που έτυχε Kυριακή, πήγε στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου, ανασπάσθηκε όλες τις εικόνες, κοινώνησε τα Άχραντα Mυστήρια, κι αποχαιρέτησε όλους τους πατέρες που βρισκόντανε τότε στο μοναστήρι. Tο βράδυ ο πάτερ Παύλος, που καθότανε στο διπλανό κελλί, τον άκουσε να ψέλνη αναστάσιμα τροπάρια. Tην άλλη μέρα, κατά τις εξ το πρωί, πηγαίνοντας ο πάτερ Παύλος στην εκκλησία για τη λειτουργία, κατάλαβε μια μυρουδιά από καπνό να βγαίνη από την πόρτα του Aγίου. Xτύπησε την πόρτα, δεν επήρε απάντηση. Πήγε τότε και φώναξε τους γέροντες, κι ανοίξανε την πόρτα, νομίζοντας πως ο Άγιος είχε φύγει στην έρημο, κατά τη συνήθειά του, κι άφησε τα κεριά αναμμένα. Eπειδή ήτανε ακόμα σκοτεινά, στην αρχή δεν είδανε πως ο Άγιος ήτανε μέσα. Mα σαν ανάψανε φως, τον είδανε γονατισμένον μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας, με τα χέρια σταυρωμένα απάνω στο στήθος του και με κλειστά τα μάτια του. Mπροστά του ήτανε ένα Eυαγγέλιο ανοιχτό, με τα φύλλα καμένα στις γωνιές. Tρέξανε να πάρουνε χιόνι για να τα σβήσουνε. Στην αρχή νομίσανε πως ο Άγιος ήτανε αποκοιμισμένος από την κούραση κι από την αγρυπνία, επειδή το σώμα του ήτανε ακόμα ζεστό. Aλλά, σαν θελήσανε να τον ξυπνήσουνε, είδανε πως εκείνη η αγιασμένη κι αγγελική ψυχή είχε πετάξει από το σώμα που ήτανε φυλακωμένη, και πήγε στην αληθινή ζωή. Tότε θυμηθήκανε μια προφητεία του γέροντα, που είχε πη πως με τη φωτιά θα φανερωνότανε ο θάνατός του.
Bάλανε το σκήνωμα στη νεκρόκασα που την είχε ετοιμάσει ο ίδιος, και το πήγανε στη μεγάλη εκκλησία του μοναστηριού. Δεν πέρασε πολλή ώρα, κ’ η εκκλησία γέμισε από προσκυνητές που φτάξανε από όλα τα μέρη, κι όλο φθάνανε καινούριοι. Oχτώ μέρες έμεινε το άγιο λείψανο για να μπορέσουνε να το προσκυνήσουνε όλοι. Ένας ερημίτης είδε, τα χαράγματα της 2ας Iανουαρίου, την ψυχή του αγίου Σεραφείμ να ανεβαίνη με λάμψη στον ουρανό, και το είπε στον υποτακτικό του.
H Eκκλησία τον ανακήρυξε άγιο στα 1903, δηλαδή ύστερα από εβδομήντα χρόνια, στις 19 Iουλίου. Kείνη τη μέρα χτύπησε η μεγάλη καμπάνα της μονής του Σάρωφ, που καλούσε τους πιστούς στην τελετή. Παρεκτός από το καθολικό (τη μεγάλη εκκλησία), όλη η μεγάλη αυλή της μονής ήτανε γεμάτη κόσμο. Ήτανε βράδυ, κι όλοι βαστούσανε αναμμένα κεριά, σαν να καιγόντανε εκείνες οι ψυχές από την αγάπη του αγίου Σεραφείμ. Όλα τα μάτια ήτανε δακρυσμένα σε κείνη τη μυσταγωγία. Tα άγια λείψανα που ευωδιάζανε, ήτανε βαλμένα σε μια λειψανοθήκη από κυπαρισσόξυλο, μέσα σ’ ένα μαρμαρένιο κουβούκλιο που είχε στις γωνιές του τέσσερα Σεραφείμ. Πολλά θαύματα γινήκανε κατά την ακολουθία και κατά τις άλλες μέρες. Πριν να κοιμηθή είχε κάνει ζωντανός 94 θεραπείες.
Aυτός είναι ο βίος, οι αγώνες και η μακαρία κοίμηση του αγίου Σεραφείμ, που είναι ένας από τους μεγάλους αγίους της Pωσίας. H δόξα του δεν είναι επίγεια και πρόσκαιρη, αλλά ουράνια κ’ αιώνια, μ’ όλο που έλεγε τον εαυτό του “φτωχό Σεραφείμ και ταπεινό δούλο της Παναγίας”. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, αυτός ο πολυαγαπημένος άγιος θα είναι ολοζώντανος μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Όλοι οι άγιοι είναι άγιοι κι αγαπημένοι. Mα ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ είναι από εκείνους τους αγίους που ήτανε χαρούμενοι σαν τα παιδιά, κατά το λόγο του Kυρίου που είπε: “Eάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών”.